Ο Τάκης Λεμονής της Μπάγερν...

Ο Τάκης Λεμονής της Μπάγερν...


Οποιο κι αν είναι το φινάλε του Τσάμπιονς λιγκ ο θριαμβευτής του έχει όνομα και επώνυμο και λέγεται Χάνς Ντίτερ Φλικ. Οι Γερμανοί τον φωνάζουν «Χάνσι» και στο βιογραφικό του μπορεί να γράψει ότι έσωσε τη χρονιά της Μπάγερν Μονάχου με τον πλέον θεαματικό τρόπο. Την ανέλαβε προβληματική και γεμάτη ανασφάλειες, κέρδισε μαζί της το νταμπλ στη Γερμανία και την οδήγησε στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ με τον πιο εντυπωσιακό και θεαματικό τρόπο που μπορούσε να φανταστεί οπαδός της. Την είδε να διαλύει την Μπαρτσελόνα αφήνοντας άφωνη την Ευρώπη και να κερδίζει με 3-0 την Λιόν στον ημιτελικό κάνοντας απλά τη δουλειά της. Τη μεταμόρφωσε (και μάλιστα θεαματικά) γιατί είναι ένας καλός προπονητής. Για την ακρίβεια ένας εξαιρετικός βοηθός.

Τα στοιχειωμένα αποδυτήρια

Τον περασμένο Νοέμβριο, λίγο πριν έρθει στο Καραϊσκάκη να αγωνιστεί με τον Ολυμπιακό, η Μπάγερν είχε γνωρίσει στην Φρανκφούρτη μια από τις μεγαλύτερες ήττες στην ιστορία της: η Αϊντραχτ την φόρτωσε με πέντε γκολ και όλη η Γερμανία πίστεψε πως η δυναστεία της φέτος τελειώνει – τα φαντάσματα του Ριμπερί και του Ρόμπεν στοίχειωναν τα αποδυτήρια. Ο Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε και το κονκλάβιο των γεροσοφών που διοικούν τον σύλλογο είχαν καταλάβει ότι ο Νίκο Κόβατς δεν ήταν η καλύτερη επιλογή για τον πάγκο της ομάδας κι ότι δεν θα μπορούσε να μακροημερεύσει παρά την στήριξη. Ο Ρουμενίγκε και οι υπόλοιποι ανήκουν σε μια εποχή προηγούμενη: είναι πρακτικοί άνθρωποι που αγαπούν τις απλές λύσεις. Όταν ένας προπονητής έχει προβλήματα, φεύγει: η Μπάγερν δεν είναι εργαστήρι κατασκευής προπονητών – τίτλους θέλει. Αλλά λύση διαθέσιμη στις αρχές Νοεμβρίου δεν υπήρχε και ο Γιούπ Χάινκες δεν μπορούσε να επιστρέψει. Σκέφτηκαν τον Γιοακίμ Λεβ, αλλά δεν ήθελαν να ανοίξουν πόλεμο με την γερμανική ομοσπονδία. Κι έδωσαν τελικά το χρίσμα σε αυτόν που υπήρξε για οκτώ χρόνια βοηθός του. Όπως ήταν και βοηθός στη Σάλτσμπουργκ, πριν τον φωνάξει ο Λεβ, και βοηθός του Κόβατς, ολόκληρη τη δύσκολη για όλους περίοδο.

 

Ένα πράγμα που συμβαίνει συχνά σε όλους μας είναι ότι σνομπάρουμε τους βοηθούς. Παρασυρμένοι από τις επιταγές του σύγχρονου ποδοσφαιρικού μάρκετινγκ, που θέλει τους προπονητές να είναι ακριβοπληρωμένες αυθεντίες, δυσκολευόμαστε να καταλάβουμε πως η τύχη αρκετών από αυτούς που δοξάζουμε οφείλεται συχνά πυκνά στο επιτελείο τους. Τελευταία όλο και συχνότερα προπονητές γίνονται (και σε μεγάλες ομάδες) αυτοί που κουβαλάνε μεγάλο ποδοσφαιρικό όνομα (ο Ζιντάν, ο Κόβατς, ο Πίρλο κτλ) και βοηθοί αυτοί που το όνομά τους υπήρξε τον καιρό που αγωνίζονταν μικρότερο: ο Φλικ είναι μια τέτοια περίπτωση αφού μιλάμε για κάποιο, που παρά την σταθερή του προσφορά στην Μπάγερν, στην Εθνική Γερμανίας δεν καθιερώθηκε ποτέ. Μόνο που το «όνομα» δεν κάνει τον προπονητή: οι πιο πολλοί από τους κάποτε σπουδαίους ποδοσφαιριστές που γίνονται προπονητές σε ένα βράδυ πληρώνουν την βιασύνη τους – είτε λέγονται Κόβατς, είτε Ράικαρντ, είτε Γκούλιτ, είτε Τσίρο Φεράρα, είτε Κλίνσμαν κτλ. Αντίθετα όσοι αθροίζουν εμπειρίες, μαθαίνουν, «ψήνονται» σε δυσκολίες και αποκτούν μια ικανότητα στην ανάλυση, αργά ή γρήγορα, δικαιώνονται. Ακόμα κι αν δεν κάνουν τελικά τη μεγάλη καριέρα, δίνουν πάντα μια λύση. Αποκτούν ρόλο και ειδικότητα.

Με ένα σχέδιο στο μυαλό

Ο Φλικ δεν είναι φυσικά τυχαίος: μετά την επικράτηση της Εθνικής Γερμανίας στη Βραζιλία, η Γερμανική Ομοσπονδία αναγνωρίζοντας τη συμβολή του στην προετοιμασία εκείνου του θριάμβου, (οι Γερμανοί είχαν δημιουργήσει μέχρι και προπονητικό κέντρο εκεί…), τον έχρισαν Γενικό Διευθυντή Ποδοσφαίρου. Όμως κανείς νομίζω δεν περίμενε την επιτυχία του στη Μπάγερν, γιατί όλοι πίστευαν πως θα του είναι δύσκολο να τα βρει με τόσες προσωπικότητες και να βάλει τάξη σε αποδυτήρια έτοιμα να εκραγούν. Ως συνήθως το λάθος ήταν ότι όποιος αυτά τα έλεγε δεν ήξερε ότι ο Φλικ είχε μια λύση στο μυαλό του πριν αναλάβει. Διότι ένας βοηθός πρέπει να κάνει και αυτό: να έχει ένα σχέδιο στην περίπτωση που θα του ζητηθεί να βοηθήσει. Σχέδιο που δεν έχει να κάνει πάντα με τα αμιγώς αγωνιστικά, αλλά αφορά γενικά την ομάδα και τη λειτουργία της, δηλαδή τις σχέσεις όσων την αποτελούν.

Εμπιστοσύνη και ηρεμία

Εχει ενδιαφέρον ότι ο Φλικ προσπάθησε σε γενικές γραμμές να κάνει όσα ο Κόβατς: η διάγνωση της λύσης των προβλημάτων ήταν ίδια με αυτή του προκατόχου του – η Μπάγερν έπρεπε να γίνει πιο πιεστική, να κρατήσει πιο πολύ τη μπάλα για να κινδυνεύει λιγότερο και να μην ξεχνά ποτέ στον Λεβαντόφσκι. Οι αρχές είναι ίδιες - απλά οι επιλογές του Φλικ ήταν καλύτερες. Και σίγουρα είναι καλύτερη η επαφή του προπονητή με τους παίκτες: ο Κόβατς πρέπει να τους είχε τρελάνει υπερασπιζόμενος τη φήμη του σκληρού που κουβαλούσε και ως παίκτης.

Ο Φλικ δεν άλλαξε το σχήμα, ούτε ακύρωσε τη δουλειά του προκατόχου του –ίσα ίσα. Ο Κόβατς ήθελε μια πιο γρήγορη άμυνα κι έβαζε στόπερ τον Παβάρ – ο Φλικ ήθελε το ίδιο αλλά προτιμάει (και σωστά…) τον γρηγορότερο και αριστεροπόδαρο Αλάμπα για παρτενέρ του Μπόατενγκ. Ο Κόβατς ήθελε χαφ ικανά στο transition και χρησιμοποιούσε στον άξονα τον γρήγορο μπακ χαφ Κίμιχ (όπως κάποτε ο Γκουαρντιόλα τον Λαμ) βάζοντας συχνά δίπλα του τον Τολισό (μια μεταγραφή πανάκριβη). Ο Φλικ αντίθετα πόνταρε στον Γκορέτσκα και στον Τιάγκο γιατί για αυτόν η καλή κυκλοφορία της μπάλας είναι το πιο βασικό.

Οι αλλαγές του Φλικ υπήρξαν λίγες, αλλά αυτό που προφανώς άλλαξε στη Μπάγερν επί των ημερών του, είναι η σχέση του προπονητή με τους παίκτες: επέστρεψε η ιεραρχία και η εμπιστοσύνη. Κουβαλώντας όλη την πείρα του από την Εθνική Γερμανίας ο Φλικ φρόντισε να ξεκαθαρίσει γρήγορα ότι αυτοί που θα σηκώσουν το βάρος της αποστολής είναι οι παλιοί και οι διεθνείς: ο Νόγιερ, ο Μπόατενγκ, ο Γκορέτσκα, ο Μίλερ, ο Κίμιχ θα σήκωναν το βάρος. Οι πειραματισμοί (όπως η χρησιμοποίηση του Μίλερ ως δεξιό εξτρέμ…) σταμάτησαν. Ο Κόβατς ήταν υποχρεωμένος να δώσει ευκαιρίες σε νεοφερμένους γιατί προφανώς ευλόγησε την απόκτησή τους: ο Τολισό, ο Κοουτίνιο, ο Παβάρ ήταν στο μυαλό του διαρκώς. Ο Φλικ δεν ένοιωσε ποτέ καμία τέτοια υποχρέωση, γιατί οι βοηθοί δεν χρεώνονται μεταγραφικές επιλογές, ούτε μπορεί από αυτούς να έχεις απαίτηση να αξιοποιήσουν παίκτες εκατομμυρίων: νίκες πρέπει να φέρουν. Δίπλα στους διεθνείς Γερμανούς μονιμοποιήθηκαν στην ενδεκάδα όσοι τον σύλλογο τον γνωρίζουν καλά: ο Πέρισιτς, ο Αλάμπα, ο Κομάν, ο Τιάγκο, ο Γκνάμπρι φυσικά ο Λεβαντόφσκι αισθάνθηκαν με τον Φλικ πως η Μπάγερν είναι δική τους και μόνο. Οι ξεκάθαρες ιδέες έφεραν μια ξεκάθαρη βελτίωση. Κι όταν μια ομάδα πανίσχυρη βελτιώνεται, οι υπόλοιποι τρώνε τη σκόνη της.

Γνώστης και όχι «σημαία»

Ο Φλικ αποδείχτηκε ο Τάκης Λεμονής της Μπάγερν. Γνώστης του συλλόγου, αλλά όχι και «σημαία» ή πρώην αρχηγός. Κοινωνός και όχι δημιουργός μιας νοοτροπίας. Καλός διαχειριστής, γιατί ξέρει την τέχνη της απλότητας. Πίσω και όχι μπροστά από τους παίκτες. Το αν ξέρει να χτίσει θα το δούμε: για την ώρα κάνει αυτό που του ζητήσανε, δηλαδή θύμισε στην ομάδα ότι για να κερδίζει πρέπει να κάνει σωστά τα απλά πράγματα. Η Μπάγερν δεν παίζει την καλύτερη άμυνα, στην επίθεσή της υπάρχει κάμποση αυτοδιαχείριση, στιγμές στιγμές νοιώθεις πως όλοι κάνουν του κεφαλιού τους. Αλλά όλοι χαίρονται ξανά να παίζουν για αυτή: κερδίζουν και διασκεδάζουν γιατί κάποιος τους καθάρισε το μυαλό. Το έκανε ο καλός βοηθός, που συχνά είναι η καλύτερη λύση, ειδικά όταν στην ομάδα υπάρχουν παίκτες με προσωπικότητα και βιογραφικά γεμάτα τίτλους...