Η Λωζάνη και η Κοζάνη…

Η Λωζάνη και η Κοζάνη…


Aκούω πολλές φορές ότι η κατρακύλα της Ελλάδας σε ευρωπαϊκό επίπεδο μαρτυρά την πτώση του επιπέδου του πρωταθλήματός μας. Διαφωνώ λιγάκι. Η πτώση του επιπέδου αντικατοπτρίζεται στο πρωτάθλημα κι έχει να κάνει με το ότι για τους διεκδικητές του τίτλου τα αληθινά δύσκολα ματς γίνονται ολοένα και πιο λίγα. Αυτή η αγωνιστική είναι τρανό παράδειγμα. Ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ έρχονταν από τρεις ευρωπαϊκές εμφανίσεις που σήκωσαν πολύ συζήτηση. Επαιξαν τρία ματς εκτός έδρας στα οποία θα έπρεπε να δυσκολευτούν. Κανένας από το τρεις δεν είχε σπουδαία απόδοση, αλλά στα δικά μου μάτια κέρδισαν και οι τρεις σχετικά εύκολα. Αυτή η ευκολία με την οποία κερδίζουν στην Ελλάδα, είναι που στην Ευρώπη πληρώνεται.

Αντεπιθέσεις με κόστος

Το σαββατιάτικο παιγνίδι του Αρη με τον Ολυμπιακό ήταν ανώτερο από ότι περίμενα κυρίως χάρη στην συμπεριφορά του γηπεδούχου. Ο Αρης πίεσε τον Ολυμπιακό στο ξεκίνημα του παιγνιδιού, δυσκολεύοντας τον να κυκλοφορήσει τη μπάλα και τελείωσε το ματς στην επίθεση ψάχνοντας ένα δεύτερο γκολ που θα του έδινε την ισοπαλία. Αν δεις τις λεπτομέρειες (κι όχι το σκορ) του ματς ο Αρης είχε κάποια σημαντικά στοιχεία στα υπέρ του. Η κατοχή της μπάλας ήταν μοιρασμένη (48%-52%), ο Αρης κέρδισε επτά κόρνερ και παραχώρησε ένα κι όταν μπήκαν στο ματς ο Σίλβα, ο Μπερτόλιο και ο Λόπεθ έγινε και επικίνδυνος. Αλλά το κόστος της απόφασης να πιέσει ήταν ότι άφησε στον Ολυμπιακό κάποιες αντεπιθέσεις: στην μάλλον καλύτερη, μια συνεργασία του Ελ Αραμπί με τον Φορτούνη και μια σέντρα του δεύτερου έδωσαν στον Μπουχαλάκη τη δυνατότητα να κρίνει το ματς κάνοντας το 0-2 – ο ίδιος είχε ανοίξει το σκορ στο μισάωρο.

Στο ματς υπάρχει κάτι το αντιφατικό. Ο Αρης έδειξε ότι δικαίως ήταν στην κορυφή για μήνες γιατί στάθηκε καλά: δεν φοβήθηκε και διεκδίκησε την ισοπαλία μέχρι τέλους. Και την ίδια στιγμή έδειξε πως η υπερβολική ενασχόληση με το πώς θα σταματήσεις τον αντίπαλο καμιά φορά γίνεται μπούμερανγκ. Ο Μάντζιος έκανε πολλά για να περιορίσει τους Ελ Αραμπί, Φορτούνη και Καμαρά: κρατούσε σταθερά τρεις αμυντικούς πίσω, έφτιαξε μια μεσαία γραμμή με τρεις κόφτες (Ματίγια, Σάσα και Τζέκο), άλλαζε συχνά τους Γκάμα και Γκαρσία για να μην κατεβεί ο Ραφίνια κι έβαλε τον Σάχιτς να κυνηγά τον Λοβέρα για να του κλέψει μια μπάλα και να βγάλει τον Αρη στην αντεπίθεση. Αλλά στην προσέγγιση του ματς είναι φανερό ότι υπάρχει ως σενάριο νίκης μόνο το 1-0. Αυτό είναι πρόβλημα μεγαλύτερο και από το ότι η μεσαία γραμμή άφησε χώρους στον Μπουχαλάκη. Ένα ρίσκο θα το πάρεις κι αυτό έμοιαζε προτιμότερο. Το αληθινό πρόβλημα είναι ο ρυθμός και η παραγωγή φάσεων: όσο πιο λίγες φάσεις κάνεις, τόσο πιο λίγες πιθανότητες έχεις να κερδίσεις. Αλλά στην Ελλάδα του 1-0, αυτό δεν το καταλαβαίνει κανείς. Ολοι μοιάζουν να πιστεύουν σε ένα ποδόσφαιρο που δεν χρειάζεται να παίξεις για να κερδίσεις.

Χωρίς να ιδρώσει

Η επικράτηση του ΠΑΟΚ στη Λαμία ήταν πιο εύκολη. Ο Πάμπλο Γκαρσία άλλαξε τη μισή ομάδα που αγωνίστηκε στην Ολλανδία δείχνοντας ότι δεν είχε να φοβηθεί τίποτα από τους γηπεδούχους. Και τι να φοβηθεί;  

Ο Γκαρσία έβαλε στην αρχική ενδεκάδα του ΠΑΟΚ τους Ουαγκέ, Περέιρα και Μιχαηλίδη δίπλα στον Ινγκασόν – και το αποτέλεσμα ήταν να παίξει ο ΠΑΟΚ με μια άμυνα με παίκτες που δεν είχαν αγωνιστεί ποτέ μαζί. Αφησε έξω τους βασικούς μέσους του, πλην του Ελ Καντουρί, δίπλα στον οποίο έβαλε τον Ντούγκλας και τον Νινούα, ενώ στην επίθεση το νέο πρόσωπο ήταν ο Μουργκ που βρέθηκε δίπλα στους Τζόλη και Σβιντέρσκι. Η Λαμία θα έπρεπε να μπει δυνατά και να προσπαθήσει να εκμεταλλευτεί την ανομοιογένεια του ΠΑΟΚ: ούτε που το σκέφτηκαν νομίζω αυτό ο Μπάμπης Τεννές και οι παίκτες του που μένοντας 90 λεπτά πίσω από την μπάλα δεν έκαναν ευκαιρία και είδαν τον Τζόλη να ανοίγει το σκορ από πάσα του Ουαγκέ στο 12΄και τον Βιερίνια να μπαίνει στο ματς και να χρίζεται σκόρερ εκτελώντας ένα φάουλ στο 64΄. Που παίζεται αυτό το ποδόσφαιρο; Νομίζω πουθενά στον κόσμο.  

Τα κατάφερε με τον Καρίμ

Η ΑΕΚ χρειάστηκε να προσπαθήσει λίγο περισσότερο, αλλά κι αυτή τα κατάφερε. Ο Καρέρα αυτή τη φορά δεν έπαιξε με τρια στόπερ κι αντιθέτως προτίμησε τρεις κανονικούς κυνηγούς τον Καρίμ, τον Λιβάγια και τον Τάνκοβιτς ενώ υπήρχε και ο Μάνταλος που μπορούσε να μοιράσει σωστά την μπάλα κι αυτό φάνηκε. Όταν η ΑΕΚ άνοιξε το σκορ με τον Λιβάγια στο 12΄ θα πίστευες πως η νίκη θα είναι εύκολη αφού και ο Τάνκοβιτς και ο Καρίμ είχαν κέφια. Αλλά οι δεδομένες αμυντικές αδυναμίες της ΑΕΚ πάλι φάνηκαν: στο 44΄, στην πρώτη επίθεση του ο Αστέρας ισοφάρισε με τον Μπαράλες που έβαλε στα δίχτυα τον Τσιγκρίνσκι. Η ΑΕΚ πήρε τη νίκη με γκολ του Καρίμ στο 58΄. Το κράτησε παρά τον εκνευρισμό της και μολονότι παρά τους χώρους που ο Αστέρας της έδωσε δεν μπορούσε να βρει μια αντεπίθεση να τελειώσει το ματς. Κυρίως το κράτησε γιατί ο Αστέρας προσπαθούσε να βρει κι ένα δεύτερο γκολ με τον ίδιο τρόπο δηλαδή απλά γεμίζοντας. Χωρίς μια στοιχειώδη ιδέα επιθετικής ανάπτυξης και με τον Αλι Μπαμπά να προσπαθεί να περάσει όλο τον κόσμο. Ισως το κατόρθωνε αν είχε τους σαράντα κλέφτες.

Μόνες τους χάνουν και κερδίζουν

Στα πιο πολλά ματς οι τρεις ομάδες που αγωνίζονται στην Ευρώπη παίζουν μόνες τους: μόνες τους χάνουν καμιά φορά και βαθμούς. Από εδώ και πέρα θα γίνεται όλο και πιο σπάνια, ειδικά αν η κούραση από τα ευρωπαϊκά ματς γίνει διαχείριση. Όταν όμως δεν αντιμετωπίζεις σοβαρές αγωνιστικές δυσκολίες είναι δύσκολο να βελτιωθείς και ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβεις τα πραγματικά προβλήματά σου. Η ΑΕΚ π.χ είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Εχει δεχτεί 9 γκολ σε 4 ματς στον όμιλο του Γιουρόπα λιγκ (παίζοντας με τη Μπράγκα και τη Ζόρια κι όχι με την Μπάγερν Μονάχου και τη Σίτυ) και όλοι τα βάζουν με τον Μάσιμο Καρέρα γιατί προβληματίζεται για την άμυνα και παίζει άλλοτε με πέντε κι άλλοτε με τέσσερις αμυντικούς. Πώς να μην προβληματιστεί δηλαδή;

Ο προβληματισμός είναι η μοναδική πιθανότητα οι ομάδες αυτές να πιάσουν τους ευρωπαϊκούς τους στόχους. Αν ο ΠΑΟΚ ξεχάσει το ματς στη Λαμία (κι έχει καταλάβει πως η Ομόνοια παίζει τουλάχιστον καλύτερη άμυνα) έχει μια πιθανότητα να κερδίσει στην Κύπρο. Κι αν ο Μαρτίνς είδε στο Βικελίδης τις δυσκολίες και της άμυνας του Ολυμπιακού, η ομάδα του μπορεί να γυρίσει από τη Μασσαλία με ένα θετικό αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι ο Χολέμπας και ο Ραφίνια σταματάνε να κατεβαίνουν στο δεύτερο ημίχρονο και καλύπτουν τις αδυναμίες σε τρεξίματα με την εμπειρία τους δεν τους καθιστά διακριθέντες. Και το ότι ο Σεμέδο και ο Σισέ ξαναέκαναν λάθη με την μπάλα στα πόδια είναι καμπανάκι συναγερμού και δεν οφείλεται στην άνεση με την οποία αντιμετωπίζουν τα ματς στην Ελλάδα: και η κούραση του μυαλού θέμα φόρμας είναι.

Είτε τρέχεις μόνος σου, είτε το κάνεις για να κερδίσεις, πρέπει να τρέχεις. Το μεγαλύτερο κακό που υπάρχει στο ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ότι οι μεγάλες ομάδες απέκτησαν την συνήθεια να κερδίζουν περπατώντας…