Τα παράπονα στο δήμαρχο

Τα παράπονα στο δήμαρχο


Επειδή δεν μου αρέσουν τα θερινά σινεμά, πράγμα που αποτελεί απόδειξη πως κάποια στιγμή θα γίνω ένας στριμμένος γέρος, παραλίγο να χάσω μια από τις πιο ευχάριστες ταινίες της χρονιάς, το «L’ ora legale», όγδοη δημιουργία των σιτσιλιάνων Σάλβο Φικάρα και Βαλεντίνο Πικόνε, που βγήκε στην Ελλάδα με τον τίτλο «Τα παράπονά σας στο  Δήμαρχο», κι έκοψε καλοκαιριάτικά ένα συμπαθητικό αριθμό εισιτηρίων – υπήρξε για λίγο και στην πρώτη θέση του άτυπου ελληνικού box office. Η ταινία είναι ανάλαφρη και καλοκαιρινή, μολονότι στην Ιταλία κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο κι έκοψε πιο πολλά εισιτήρια από το La La Land. Εξίσου σπουδαίο είναι ότι αποτελεί κι ένα ωραίο σχόλιο πάνω στο φαινόμενο που λέγεται «λαϊκισμός» και για το οποίο τόση συζήτηση γίνεται.

Η χαμένη παράδοση

Οι Ιταλοί, έχουν ως γνωστόν, μια μεγάλη παράδοση στην κωμωδία – σε προηγούμενες δεκαετίες μας έδωσαν αριστουργήματα. Υπάρχουν κάποιοι λόγοι που αυτό συμβαίνει, λόγοι που είναι δύσκολο να τους καταλάβεις, αν δεν έχεις ζήσει στην Ιταλία. Η κινηματογραφική κωμωδία είναι δυσκολότερη από την θεατρική κωμωδία. Η θεατρική κωμωδία θέλει ατάκες, ευστροφία του πρωταγωνιστή να φέρει το κείμενο κοντά στο κοινό, ικανότητα στον αυτοσχεδιασμό. Η κινηματογραφική κωμωδία είναι δύσκολη γιατί δεν επιτρέπει προσαρμογές: δεν ξέρεις που παίζεται η ταινία, με τι αστεία γελούν οι άνθρωποι, πόσοι την βλέπουν. Το γέλιο είναι μεταδοτικό: η κωμωδία έχει ανάγκη από κοινό – αντίθετα από το δράμα, η κωμωδία δεν είναι προσωπική υπόθεση. Ο Παζολίνι, που εκτός από μεγάλος διανοητής ήταν και υπέροχος κινηματογραφικός κριτικός, έλεγε ότι «η κάθε χώρα έχει τους δικούς της κωμικούς, γιατί η κάθε χώρα έχει τους δικούς της κωμικούς κώδικες: οι λαοί δεν γελάνε με τα ίδια πράγματα, ενώ συνήθως κλαίνε για τους ίδιους λόγους». Το μεγάλο σουξέ των ιταλικών κωμωδιών στα χρόνια του ΄60 και του ΄70 είχε να κάνει πως οι Ιταλοί κωμικοί είχαν φάτσες: είναι δύσκολο να μην βρεις διασκεδαστική τη φάτσα του Τοτό π.χ, για τον ίδιο λόγο που βρίσκεις διασκεδαστική τη φάτσα του Αυλωνίτη ή της Γεωργίας Βασιλειάδου. Βλέποντας τον είναι σαν να ανοίγει ένα παράθυρο μέσα σου – ένα παράθυρο που σε προκαλεί να αποδράσεις από την όποια προσωπική σου σοβαροφάνεια, ν αφεθείς. Μπορείς να γελάς με ένα άνθρωπο; Ναι μπορείς. Αν αυτός μιλάει και περίεργα γελάς και πιο πολύ. Κι όταν οι καταστάσεις στις οποίες μπλέκει είναι ιλαροτραγικές, γελάς με την καρδιά σου. Στην ιταλική κωμωδία η φάτσα, η συμπεριφορά και η ψυχοσύνθεση του ήρωα σε βάζουν σε διαδικασία να γελάσεις: προηγούνται της πλοκής – αυτή ακολουθεί. Ο τελευταίος Ιταλός που ήξερε αυτή την Τέχνη, πριν την ξεχάσει δυστυχώς, ήταν ο Ρομπέρτο Μπενίνι, ανθρωπάκος και διάβολος συγχρόνως – όχι τυχαία ως «Διαβολάκος», που ταλαιπωρεί τον πάτερ Γουόλτερ Ματάου έγραψε κάποτε ιστορία κάνοντας τη γη ολόκληρη να κλάψει από τα γέλια.

Ξέμειναν από φάτσες

Οι Ιταλοί σταμάτησαν να κάνουν μεγάλες κωμωδίες όταν ξέμειναν από φάτσες. Ενώ εντός της Ιταλίας οι κωμικοί τους εξακολούθησαν να κάνουν τεράστια σουξέ, αυτά τα σουξέ δεν απέκτησαν διεθνές κοινό γιατί ήταν υπερβολικά Ιταλικά: οι σεξοκωμωδίες που σκανδάλιζαν τους καθολικούς στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν έλεγαν τίποτα, οι ατακαδώροι κωμικοί που έρχονταν στο σινεμά από το καμπαρέ (ο Φραντσέσκο Νούτι, ο Πιερατσόνι, ο μακαρίτης ο Τροϊζι κτλ) μιλούσαν μια γλώσσα που εκτός Ιταλίας δεν ήταν κατανοητή, οι φάρσες και τα μπλεξίματα του Μπόλντι και του Ντε Σίκα είχαν πλοκή ανέκδοτου, που λέμε στο στρατό. Εφταιγε και ότι ήταν ψηλά ο πήχης: όταν μια χώρα μας έχει χαρίσει τους «Εντιμότατους Φίλους» μας, με την υπογραφή του Μονιτσέλι, που να βρεθούν άλλες ανάλογες ιστορίες κωμικών καταστάσεων;  Οι ιταλοί κλείστηκαν στο καβούκι τους, τα τελευταία τριάντα χρόνια μας έδωσαν δράματα και ο κόσμος έμαθε να ζει με την ανάμνηση των μεγάλων κωμικών τους: ο Σόρντι ως δήθεν «Αμερικάνος στη Ρώμη», ο Μαστρογιάνι ως σχεδόν ανίκανος «Καζανόβας», ο Γκάσμαν ως διοικητής της «Αρμάδας Μπρανκαλεόνε», ο Τονιάτσι στο «Κλουβί με τις τρελές», περιφέρονταν στο πάνθεον της κωμωδίας ως φαντάσματα που ποτέ δεν ξορκίσαμε. Ωσπου δειλά δειλά τα τελευταία χρόνια, μια φουρνιά καλών κωμικών, εκπρόσωποι της οποίας είναι κι ο Φικάρα κι ο Πικόνε ανακάλυψαν ένα νέο τρόπο έκφρασης: ένα μυστήριο ιταλικό σουρεαλισμό, που επιτρέπει, πέρα από κωμωδίες, να γίνονται και αιχμηρά πολιτικά σχόλια. Εχω την εντύπωση πως αυτό το ρεύμα γεννήθηκε προσπαθώντας να σατιρίσει τον μπερλουσκονισμό, όταν οι Ιταλοί σταμάτησαν να προσπαθούν να τον ερμηνεύσουν. Αλλά μπορεί να κάνω και λάθος.

Βρήκε ευρωπαϊκό ακροατήριο

Το «Τα παράπονά σας στο δήμαρχο» είναι πάντως μια μεταμπερλουσκονική κωμωδία κι ακριβώς γιατί δεν εστιάζει στον Μπερλουσκόνι και την εποχή του, κατάφερε να βρει ευρωπαϊκό ακροατήριο. Ο Φικάρα κι ο Πικόνε διηγούνται μια απλή ιταλική ιστορία που θα μπορούσε να είναι αληθινή. Σε μια πόλη της Σικελίας, μετά από μια σειρά συμπτώσεων, ο κόσμος αποφασίζει να μην ψηφίσει τον μόνιμο δήμαρχο, που μοιάζει με τον μεγάλο Σίλβιο, αλλά ένα τίμιο καθηγητή, που θέλει να βάλει τάξη και σειρά. Ο κόσμος χαίρεται με την αλλαγή, αλλά σύντομα διαπιστώνει πως οι αλλαγές που ο νέος δήμαρχος επιβάλει κοστίζουν και τάξη και σειρά με προσωπικό κόστος δεν θέλει κανένας. Πάνω σε αυτό τον απλό καμβά οι δυο δημιουργοί στήνουν μια σειρά από φάρσες, που βγάζουν γέλιο καθώς οι απλοί άνθρωποι της πόλης (πλανόδιοι, φουκαράδες, μαγαζάτορες, ακόμα και παπάδες) βλέπουν το δήμαρχο ως απειλή. Το μεγάλο όπλο των δημιουργών πάντως είναι μια γλυκιά ειρωνεία, που, ναι μεν προκαλεί χαμόγελα, πλην όμως σε οδηγεί στο να κάνεις συγκρίσεις με τα δικά σου. Εύκολα διαπιστώνεις ότι αυτό που λένε οι δημιουργοί έχει μια τεράστια δόση αλήθειας: «λαϊκισμός» δεν είναι μόνο η προσπάθεια του πολιτευτή να σε πείσει σερβίροντάς σου ως πρόγραμμα, αυτά που θες ν ακούσεις (και που τα καταπίνεις ακόμα κι αν είναι μια σαλάτα από ψέματα) - «λαϊκισμός» είναι και το να απαιτείς εσύ ο πολίτης, η κεντρική εξουσία (όποια κι αν είναι) να επιτρέπει την αυθαιρεσία, γιατί στο φινάλε «ο κοσμάκης έχει πάντα δίκιο». Στην ωραία αυτή καλοκαιρινή ταινία ο Φικάρα κι ο Πικόνε με όπλο τις δυο αστείες φάτσες τους, μας εξηγούν υπέροχα πως ο ψεύτης πολιτικός (που μοιραία θα δημιουργήσει σκάνδαλα) και ο βολεψάκιας ψηφοφόρος (που θέλει κάποιον να κάνει τα στραβά μάτια στις μικρές ή μεγάλες του παρανομίες) κάποια στιγμή συναντιούνται, αγκαλιάζονται και πορεύονται μαζί, γιατί μιλάνε την ίδια γλώσσα - καταλαβαίνονται. Το «Τα παράπονά σας στο δήμαρχο» είναι μια ωραία κωμωδία γιατί μια σειρά από κωμικές και σουρεαλιστικές καταστάσεις, εξυπηρετούν υπέροχα ένα φινάλε, βασισμένο σε μια τίμια κεντρική ιδέα. Είναι σαν κάποιος να σε κάνει να γελάς με τα χάλια σου, ρωτώντας σε, συγχρόνως, αν κομμάτι ντρέπεσαι.

Κανείς μας δεν ντράπηκε

Βγαίνοντας από το σινεμά άκουγα τον κόσμο να σχολιάζει ότι «έτσι είμαστε», «ούνα φάτσα ούνα ράτσα». Ολοι είχαμε πιάσει το υπονοούμενο – η ταινία είχε λειτουργήσει. Το καλό ήταν ότι όλοι μας είχαμε γελάσει. Το κακό ότι κανείς μας δεν έμοιαζε να ντρέπεται…