Δεν θα με ξεχάσεις...

Δεν θα με ξεχάσεις...


Χθες βράδυ, εννέα χρόνια μετά την φυγή από τη ζωή του, που συνέβη στο νοσοκομείο Υγεία στις 2 Σεπτεμβρίου του 2014, ο Αντώνης Βαρδής έδωσε την μεγαλύτερη συναυλία του γεμίζοντας σχεδόν το Καλλιμάρμαρο στην ετήσια εκδήλωση του «Ολοι μαζί μπορούμε». Δεν ξέρω πόσοι Ελληνες συνθέτες θα μπορέσουν να κάνουν κάτι τέτοιο εν ζωή, πόσο μάλλον μετά θάνατο. Ο Βαρδής, που όσο ζούσε, θυμάμαι να έκανε μια συναυλία όλη κι όλη, το κατάφερε αποδεικνύοντας ότι η δύναμη του τραγουδιού δεν έχει όρια. Οι πάνω από 30 χιλιάδες άνθρωποι που βρεθήκαμε εκεί δεν τραγουδήσαμε απλά τα τραγούδια που μας άφησε, αλλά τον νιώσαμε ξανά δίπλα μας. Θα του άρεσε όλο αυτό το καταπληκτικό που οργανώθηκε από τα παιδιά του και τους φίλους του – είμαι βέβαιος. Θα του άρεσε όχι γιατί αγαπούσε τα μεγάλα θεάματα ή γιατί θα τον συγκινούσε η τεράστια παρουσία του κόσμου, αλλά γιατί θα ένοιωθε μια τεράστια δικαίωση για την μοναδική του καριέρα και την πορεία του. Αλλά και για τον τρόπο που δούλευε, αυτή την επιλογή του να γράφει πάντα τραγούδια έχοντας στο μυαλό του τους τραγουδιστές που θα τα πουν, σαν να είναι συνθέτης και παραγωγός, δημιουργός και καθοδηγητής, φίλος και επαγγελματίας συγχρόνως. Οσο κι αν η βραδιά είχε και αρκετή συγκίνηση μην νομίζετε πως αυτό που του έγινε ήταν κάποιου είδους καλλιτεχνικό μνημόσυνο: θα το έλεγα πιο πολύ παρεϊστικο πάρτι, σαν ο Γιάννης Βαρδής να αποφάσισε να φωνάξει ένα βράδυ τους φίλους του μπαμπά να θυμηθούν τα παλιά και μπουκάραμε συγχρόνως καμιά τριανταριά χιλιάδες άνθρωποι γιατί ήταν ανοιχτή η πόρτα.              

https://www.paron.gr/wp-content/uploads/2022/09/zambetas-oloi-mazi-1-scaled.jpg

Από τον Καζαντζίδη σε ό,τι πιο εναλλακτικό

Οποιος τον έχει γνωρίσει τον συνονόματο Αντώνη, που έφυγε μετά από μια μεγάλη μάχη με τον καρκίνο μόλις 66 χρονών, ζήλευε πολλά σε αυτόν και συγχρόνως μάθαινε και να τον αγαπάει λίγο περισσότερο από όσο τον αγαπούσε για τα πολλά υπέροχα τραγούδια του. Ζήλευε τις ιστορίες μιας πορείας απίθανης: ο Βαρδής ξεκίνησε από το Μοσχάτο χωρίς να τελειώσει λόγω φτώχειας ούτε το Γυμνάσιο, αφού δούλευε από τα 14 κι έφτασε στο να γεμίζει το Παναθηναϊκό Στάδιο μετά θάνατο. Ζήλευε την αθεράπευτη τρέλα του για τη μουσική, που ξεκινούσε από τον Καζαντζίδη κι έφτανε σε ό,τι πιο εναλλακτικό μπορούσε να ακούει ένας πιτσιρικάς. Ζήλευε τις ιστορίες για τις ερασιτεχνικά επαγγελματικές ροκ μπάντες του: η συμμμετοχή σε αυτές συνδυαζόταν με ένα αληθινό σεβασμό για το λαϊκό τραγούδι. Τον ζήλευε για την ικανότητα του να ψάχνει πέντε δεκαετίες μουσικές σε λόγια άλλων που ένοιωθε όμως ότι έλεγαν όσα αυτός ήθελε να πει. Ο Αντώνης Βαρδής περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο συνθέτη της γενιάς του υπήρξε ένας καταπληκτικός συλλέκτης στίχων γιατί αντιμετώπισε την Τέχνη του βιωματικά: περιηγήθηκε στο χώρο της μουσικής αναζητώντας στίχους που θα τον βοηθούσαν να πει όσα ήθελε. Και για δεκαετίες, όποιος ένιωθε ότι έγραψε στίχους για ένα τραγούδι που θα ήθελε όλοι να τραγουδήσουν για την αλήθεια του τον έψαχνε. Δεν ξέρω αν όντως η Γιούλα Γεωργίου του πήγε κάποτε στο καμαρίνι του το Ετσι Ξαφνικά γραμμένο σε ένα πακέτο τσιγάρα Σαντέ, όπως λέει ο μύθος, αλλά μόνο σε αυτόν αυτό μπορούσε να τύχει. Γιατί ήταν ο Αντώνης Βαρδής. Κι όλοι όσοι σκάρωναν δυο τετράστιχα ήθελαν να βάλει μουσική στην αλήθεια τους: όποιο το κατάφεραν είναι τυχεροί.    

Σαν να ρίχνει πυροτεχνήματα

Η βιωματική σχέση του Βαρδή με την μουσική τον έκανε πχ να γράψει ένα τραγούδι για τον Στέλιο Καζαντζίδη («Η Ελλάς του 2000») και να τον πάρει τηλέφωνο για να τον παρακαλέσει να το πει. Αυτό το υπέροχο ψάξιμο του με τα ακόρτνα που ξεκίνησε από τότε που ήταν μικρός, του επέτρεπε να γράψει ένα μόνο τραγούδι για τον μεγάλο Μανώλη Αγγελοπουλο («Τη βαρέθηκε η ψυχή μου») γιατί αυτός του το ζήτησε και να το κάνει τεράστια επιτυχία, ενώ την ίδια στιγμή είχε γράψει το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα» μια από τις πιο επικές ροκ μπαλάντες που έχουν γραφτεί από Ελληνα.  

https://www.lifo.gr/sites/default/files/styles/lifo_lightbox_open/public/articles/2020-11-03/oloi_mazi_borume_-1-.jpgsa_.jpg?itok=PKW6ScWJ

Ο Αντώνης Βαρδής είχε μια παράξενη ικανότητα να μοιράζει διαφορετικά τραγούδια σε πολλούς σαν να ρίχνει πυροτεχνήματα στην καριέρα τους. Τα άλμπουμ στα οποία έχει γράψει μουσική σε όλα τα τραγούδια που περιέχονται σε αυτό είναι σχετικά λίγα αν συνυπολογίσεις ότι η καριέρα του κράτησε πάνω από σαράντα χρόνια – από το 1973, που ξεκίνησε μέχρι το ξεκίνημα του 2010. Όμως δεν είχε ανάγκη να γράφει ολόκληρους δίσκους για να δημιουργεί επιτυχίες. Του αρκούσε η κιθάρα του, λίγη σπάνια ησυχία όπως έλεγε, και μια καθαρή αλήθεια στα στιχάκια που είχε μπροστά του. Και ήξερε πάντα για ποιον έγραφε και ποιος ό,τι έγραφε το δημιούργημα του θα το απογείωνε στις καρδιές μας. Η παραγωγή του ήταν στοχευμένη: όχι τυχαία ήταν παραγωγός και στο «Πότε Βουδας, πότε Κούδας» - έπρεπε δηλαδή να δαμάζει τον Ρασούλη και τον Παπάζογλου, πράγμα δύσκολο.

Η αποθέωση των μικρών       

Χθες βράδυ, ενώ από την σκηνή περνούσαν συγκινημένοι οι φίλοι του θυμήθηκα γιατί τον αγαπούσα – νομίζω ισχύει για πολλούς που ήμασταν από κάτω. Τον αγαπούσα γιατί πολλά από τα τραγούδια του τα έχω κι εγώ όπως η μισή Ελλάδα στο σάουντρακ της ζωής μου: τα τραγούδησα κι όταν ερωτεύτηκα κι όταν πικράθηκα κι όσο ακόμα μπορώ να αγαπάω και να θυμώνω θα τα τραγουδάω πάντα. Τον αγαπούσα για αυτή του ακριβώς την ικανότητα να βάζει μελωδίες όμορφες σε λέξεις απλές, που πάντα περιέγραφαν συναισθήματα. Του ήταν εύκολο για ένα λόγο απλούστατο: γιατί ήταν άνθρωπος τόσο γεμάτος σε αισθήματα, ώστε μπορούσε αυτά ακριβώς να τα κάνει τραγούδια. Η έμπνευση του Βαρδή ήταν η ίδια η καρδιά του και οι περιπέτειες της, οι έρωτές του και οι χωρισμοί του, οι πόνοι του και οι ενθουσιασμοί του. Κυρίως η άγια και συκοφαντημένη καψούρα, αληθινή δύναμη για ένα δημιουργό που την έχει νοιώσει κι έχει μάθει να τη σέβεται. Δεν υπάρχει παρέα τραγουδιστών που δούλεψαν μαζί του που να μην έχει αναρωτηθεί για «ποια το έχει γράψει αυτό ο Βαρδής;». Παράλληλα ο Βαρδής ήταν ένας καταπληκτικός επαγγελματίας: αν τον έβλεπες να βάζει σε τάξη μια ορχήστρα πχ δύσκολα θα το ξεχνούσες κι αυτό ομολογώ πως το έχω δει από λίγους – ένας είναι ο Γιώργος Νταλάρας με τον οποίο σίγουρα τον ένωνε η αγάπη για όσα για αυτούς είναι σημαντικά και για μας λεπτομέρειες.

https://www.newsit.gr/wp-content/uploads/2023/09/oloi0-mazi-mporoume-1.jpg

Οργανίστας, παραγωγός, ροκάς στα ανήσυχα νιάτα του και συνθέτης πολύ παραγωγικός στην ωριμότητα του ο Βαρδής είχε τη σπάνια ικανότητα να αποθεώνει τα μικρά: ένα τσιγάρο, ένα γράμμα, μια τηλεκάρτα, ένα μήνυμα, ένα βλέμμα, μια βόλτα στη Σαλονίκη, ένα ξύπνημα στις πέντε το πρωί. Ηξερε να τα αναδεικνύει γιατί καταλάβαινε πως για κάθε ερωτευμένο ήταν οι ψηφίδες της ευτυχίας ή του πόνου του. Πάνω από όλα κατέθετε την αλήθεια του: τα τραγούδια του είναι γεμάτα από εικόνες - ο καθένας μπορούσε να δει τον εαυτό του στην απλότητα τους, αλλά και στην συναισθηματική τους ένταση. Αυτή την ένταση την βγάζει ακόμα όποια κοπέλα πχ θέλει να γίνει τραγουδίστρια κι ονειρεύεται να πει μια μέρα το «θα εκραγώ» μπροστά σε εκατοντάδες κόσμο αλλά εντελώς για πάρτη της.  

Εσπασε η νύχτα δυο κομμάτια

Ο Βαρδής διάλεγε στίχους που τον άγγιζαν και οι μελωδίες του απογείωναν φράσεις που στο μυαλό μας κουβαλάμε όλοι συχνά. «Φεύγω», «Δεν θα με ξεχάσεις», «Ξύπνησα πέντε το πρωί», «Είπα δεν μπορεί», «Σε ποιον να μιλήσω», «Μια καρδιά έχω μόνο» - πάνω και πιο πολύ από όλα «Ετσι ξαφνικά». Οποιος έχει ερωτευτεί ένα τραγούδι του το χει πει σίγουρα χαράματα: πώς να τον ξεχάσει; Κι όποιος ακόμα ερωτεύεται θα τον έχει πλάι του σαν φύλακα Αγγελο, βρίσκοντας στις μελωδίες του δύναμη, παρηγοριά, ανακούφιση. Αν η χθεσινή συναυλία επαναλαμβανόταν την άλλη εβδομάδα στο Καλλιμάρμαρο θα πηγαίναμε 100 χιλιάδες αφού στην πόλη θα είχε διαδοθεί πως γύρισε.

Δεν θέλω να πω τίποτα για την αρτιότητα της βραδιάς. Υπήρξε ωστόσο μια στιγμή ζωής που για όποιον είχε την τύχη να τη ζήσει θα του μείνει αξέχαστη: μιλάω για ένα καταπληκτικό «Ξημερώνει» της Χαρούλας Αλεξίου μόνο με αφήγηση – αλλά τι αφήγηση! Ως ερμηνεύτρια αλλά και λατρεία του Βαρδή η Αλεξίου πήρε τους δικούς της στίχους σε ένα τραγούδι αθάνατο και τους μετέτρεψε σε μια από τις μεγαλύτερες ερωτικές εξομολογήσεις όλων των εποχών που έγινε μπροστά σε χιλιάδες ανθρώπους κι ενώ σιγοψιχάλιζε. Και η νύχτα έγινε ξαφνικά κομμάτια. Εσπασε σε δυο κομμάτια, για την ακρίβεια…