Χτύπα κι άλλο

Χτύπα κι άλλο


Αγαπάω τις ταινίες με θέμα το μποξ πιο πολύ από το ίδιο το μποξ. Αιτία ίσως είναι ένα σπουδαίο κείμενο που έχει γράψει τη δεκαετία του 70, αμέσως μετά το «Οργισμένο Είδωλο» ο Μάρτιν Σκορτσέζε: το είχα διαβάσει και είχα μυηθεί στο είδος.

Αγαπημένο θέμα

Για το Σκορτσέζε η κινηματογράφηση αγώνων μποξ, με την κάμερα να μπαίνει συχνά μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, που χτυπιούνται στο ρινγκ, είναι αρκετά απαιτητική γιατί βασίζεται σε πολλά εναλλασσόμενα κοντινά πλάνα: οι πολλές αμόρσες και τα πολλά «αμερικάνικα» δεν επιτρέπουν ακαδημαϊσμούς – η απόσταση και τα γενικά σχεδόν απαγορεύονται, το βλέμμα πρέπει να επικεντρώνεται κι όχι να ταξιδεύει. Η κινηματογραφική εικόνα, που προκύπτει, είναι κάτι που ο θεατής δεν μπορεί να δει στους κανονικούς αγώνες πυγμαχίας: η κινηματογράφηση ενός αγώνα μποξ είναι μια δημιουργία βλεμμάτων από ιδιαίτερες οπτικές γωνίες, που δίνουν στο σπορ και τους πρωταγωνιστές του μια μεγαλοπρέπεια που ξεπερνά την πραγματικότητα: βλέπεις ό,τι δεν μπορεί να δεις κι αυτό δεν συμβαίνει με την κινηματογράφηση κανενός άλλου σπορ. Επίσης οι αληθινές ιστορίες των μποξέρ είναι σεναριακά πλούσιες και σχεδόν όλες πολύ ξεχωριστές: δεν είναι εύκολο να καταλάβεις ένα μποξέρ, το δεδομένο είναι ότι αυτός κρύβει μια δύσκολη ανθρώπινη ιστορία – συνήθως συναρπαστική. Η δημιουργία εικόνων από τη μια και η σκληρότητα των σεναρίων από την άλλη, κάνει το μποξ το πιο κινηματογραφικό από όλα τα αθλήματα – λέει ο Σκορτσέζε και έχει δίκιο. Είναι αλήθεια ότι η μεγάλη σάγκα του Ρόκι έκανε μάλλον ζημιά στις ταινίες με θέμα το μποξ – το μποξ δεν χρειάζεται τόση μυθοπλασία. Ο Ρομπέρτο Ντουράν στη ζωή του οποίου είναι βασισμένο το Hands of Stone που παίζεται, μάλλον χωρίς μεγάλη επιτυχία στις αίθουσες, έχει κάνει ένα πέρασμα από τη δεύτερη ταινία της σειράς Ρόκι –ίσως να πίστευε και ότι ο Ρόκι είναι αυτός.

Ο Ρομπέρτο Ντουράν είναι μια τρομερή περίπτωση μποξέρ: δικαίως το έγκυρο αμερικανικό περιοδικό Τhe Ring magazine τον τοποθετεί στην πέμπτη θέση των κορυφαίων όλων των εποχών. Παναμέζος, σκληρόπετσος, σχεδόν αμόρφωτος, αγρίμι πραγματικό κι αδάμαστο, ο Ντουράν είναι ο μόνος που αγωνίστηκε σε έξι διαφορετικές επαγγελματικές κατηγορίες, καθώς είχε τη σπάνια ικανότητα να παίρνει και να χάνει κιλά εύκολα. Κατέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο στις τέσσερις από τις κατηγορίες αυτές, είναι ο μόνος επαγγελματίας που πήρε τίτλο πρωταθλητή από τον Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ και σταμάτησε την καριέρα του μετά τα 40 του χρόνια (!) γιατί είχε ένα σοβαρό τροχαίο ατύχημα. Σε ολόκληρη την καριέρα του που κράτησε πάνω από 22 χρόνια είχε 103 νίκες και μόλις 16 ήττες – τις 13 από τις οποίες στα έξι τελευταία χρόνια της καριέρας του. Παρόλα αυτά πέρασε στην ιστορία γιατί το 1981, στο σημαντικότερο ίσως αγώνα της καριέρας του, τη ρεβάνς που παραχώρησε στον Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ εγκατέλειψε λέγοντας την ιστορική για το μποξ φράση «Νο mas»: αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστικά ήττα της καριέρας του. Για τον κόσμο του μποξ, η εγκατάλειψη αυτή υπήρξε η εσχάτη προδοσία του αθλήματος. Άλλος στη θέση του Ντουράν δεν θα ξαναέβρισκε θέση στα αμερικάνικα επαγγελματικά ρινγκ: αυτός ήταν τόσο μεγάλος που και επέστρεψε και κατάφερε να τον συγχωρήσουν κερδίζοντας πάλι ένα παγκόσμιο τίτλο.

 Ενα αγρίμι πραγματικό

Η ιστορία του Ντουράν έχει όλα όσα χρειάζονται για να κάνει κάποιος ένα καταπληκτικό ψυχογράφημα εστιάζοντας ακριβώς σε αυτή του την ιστορική άρνηση. Το ίδιο το μοναδικό αυτό περιστατικό δημιουργεί ερωτήσεις, που θα ήταν πολύ ενδιαφέρον κάποιος να προσπαθήσει να τις απαντήσει. Επιτρέπεται ηθικά στον αθλητή να εγκαταλείψει χωρίς προφανή λόγο; Υπάρχει η υποχρέωση σεβασμού του γούστου του κοινού; Δικαιούται ένας αθλητής να αντιδρά με ένα τρόπο που δείχνει περιφρόνηση στο ίδιο το άθλημα; Υπάρχουν συμβάσεις, που ένας επαγγελματίας αθλητής οφείλει να σέβεται; Κι από την άλλη, αν κάποιος νοιώθει ότι έχει γίνει έκθεμα σε ένα τσίρκο δεν πρέπει ν αντιδράσει; Τι είναι εν τέλει σημαντικότερο: ή υποχρέωση να σεβαστείς την δέσμευση πως έχει δώσεις ό,τι θα υπερασπιστείς τον τίτλο σου ή το είσαι εντάξει με τον εαυτό σου εγκαταλείποντας, ώστε να κάνεις την πίκρα της αδικίας που νοιώθεις, κάπως να κοπάσει; Όλα αυτά είναι οι ωραίοι προβληματισμοί που δημιουργεί η ιστορία του Ντουράν - ή για την ακρίβεια η διασημότερη στιγμή της ιστορίας του. Ο ίδιος με την επιστροφή του στο ρινγκ και την παραμονή του σε αυτό μέχρι τα βαθιά αθλητικά γεράματα, μια απάντηση σε όλα την έχει δώσει – αλλά και οι απαντήσεις άλλων μπορεί να έχουν ενδιαφέρον. Δυστυχώς η ίδια η ταινία όμως ξεστρατίζει από αυτό που θα πρεπε να είναι ο βασικός λόγος της ύπαρξής της: στο τέλος σου αφήνει μόνο την εικόνα ενός σαλεμένου ταλαντούχου ανώριμου ήρωα που μπλέκει με το μποξ για να αποφύγει τη φτώχια, παραμένοντας μάλλον ανίκανος να διαχειριστεί τη σημαντικότητα του. Φεύγεις πιστεύοντας ότι είδες ένα υπέροχο χαμένο ή ένα χαμένο νικητή, αλλά ο πραγματικός Ντουράν δεν ήταν τίποτα από αυτά: η αλήθεια του μένει ανεξερεύνητη.

 Μια σαλάτα

Γιατί συμβαίνει αυτό; Γιατί ο δημιουργός της ταινίας, σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τζόναθαν Γιακούμποβιτς, από τη Βενεζουέλα, μαγεύεται από το μύθο του Ντουράν και χάνεται στις λεπτομέρειες του. Το σκηνικό, ο καμβάς πάνω στον οποίο η ζωή του πυγμάχου εξελίσσεται, καταλήγει να τον ενδιαφέρει πιο πολύ – την πατάει γιατί σε αυτό τον καμβά υπάρχουν πολλά που ιντριγκάρουν. Ο προπονητής Ρέι Αρσέρ, (τον όποιο υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, που μετά από καιρό θυμάται ότι είναι σπουδαίος ηθοποιός), οι φίλοι, οι συνεργάτες και η οικογένεια του Ντουράν, ο ίδιος ο Σούγκαρ Ρέι Λέοναρντ είναι ενδιαφέρουσες περιπτώσεις, όμως οι αναφορές σε όλους αυτούς στερούν χρόνο και ενδιαφέρον από αυτό που θα πρεπε να είναι η κεντρική αφήγηση: όταν διηγείσαι την ιστορία ενός μποξέρ ο φακός πρέπει να κλείνει πάνω του – όσο πλούσιο κι αν το πλαίσιο της εξέλιξης της. Ο Γιακούμποβιτς φτιάχνει μια σαλάτα στην οποία νομίζει ότι μπορεί να βάλει τα πάντα: λίγο αντιαμερικανισμό, λίγο πολιτική καταγγελία, λίγο μελό, λίγο σεξ, λίγο σεβεντίλα, λίγο από όλα και στο τέλος τίποτα. Η ταινία μοιάζει με τηλεοπτική σειρά πέντε επεισοδίων, που κατακρεουργήθηκε στο μοντάζ για να απομείνουν 105 λεπτά – είναι μια ταινία με σκόρπιες εικόνες, ρηχές ερμηνείες (ο Γιακούμποβιτς διάλεξε τον Εντγκαρ Ραμίρεζ για το ρόλο του πρωταγωνιστή μάλλον γιατί είναι κι αυτός από τη Βενεζουέλα, ενώ ο Τζον Τορτούρο χάνεται σε ένα πολύ δεύτερο ρόλο…), αληθοφανής και συγχρόνως ψεύτικη, αλλά την ίδια στιγμή χρήσιμη γιατί σου δημιουργεί την ανάγκη να ψάξεις την πραγματική ιστορία του Ρομπέρτο Ντουράν.   

Ψαξ’ την: θα ενθουσιαστείς. Μιλάμε για το μεγαλύτερο αγρίμι που έχει περάσει από τα ρινγκ – ένα σκληρό και αλλόκοτο τύπο που άνθρωπος ήταν μόνο μια στιγμή, όταν είπε το «φτάνει πια». Που παραμένει η μόνη στιγμή που νικήθηκε. Όχι από τον αντίπαλο, αλλά από τον εαυτό του…