Ενα παιδί του Κρόιφ

Ενα παιδί του Κρόιφ


Ο Ολυμπιακός κέρδισε εύκολα το τρίτο του ματς με προπονητή τον Οσκαρ Γκαρσία στο Καραϊσκάκη κι άρχισαν αμέσως να εμφανίζονται σε πρωτοσέλιδα και σχόλια υπερβολικά καλά λόγια. Δεν χρειάζονται και δεν κάνουν καλό – πρώτα πρώτα στον προπονητή. Ο Ολυμπιακός έχει τρεις νίκες χωρίς να δεχτεί γκολ, αλλά απέχει πάρα πολύ από το να παίξει το ποδόσφαιρο που αγαπάει ο τεχνικός του. Το «στοίχημα Γκαρσία» ο Ολυμπιακός θα το κερδίσει αν καταφέρει να παίξει αυτό το ποδόσφαιρο. Νίκες πολλές κάνουν όλοι.

Σχήματα και διατάξεις

Ας θυμηθούμε μερικά πράγματα για αυτό το ποδόσφαιρο, μιλώντας για τις πρώτες μέρες του νέου προπονητή του Ολυμπιακού. Η παρατήρηση ότι ο Γκαρσία δεν άλλαξε ούτε καν την διάταξη δεν έχει νόημα. Σας έχω γράψει αρκετές φορές στο παρελθόν ότι η σχηματοποίηση στο ποδόσφαιρο, δηλαδή οι διατάξεις και οι στρατηγικές, είναι πεπερασμένα πράγματα, δηλαδή δεν αποδέχονται βελτιώσεων: έγιναν όλα. Στο μοντέρνο ποδόσφαιρο είναι αδύνατο να διδάξεις κάτι καινούργιο γιατί όλα έχουν δοκιμαστεί κι έχουν γίνει. Νομίζω μετά τον Αρίγκο Σάκι και το σχηματοποιημένο και δουλεμένο στην προπόνηση πρέσινγκ του και τον Λουίς Βαν Γκααλ με το κάθετο 3-4-3 του Αγιαξ του 1995-97 (μια διάταξη που πρόβλεπε τοποθέτηση παικτών, όχι κατά πλάτος αλλά κατά μήκος του γηπέδου!) όλοι οι άλλοι ανέσυραν σχήματα από το παρελθόν και τα προσάρμοσαν στο σήμερα. Το ΜW του Γιόχαν Κρόιφ π.χ στην Μπάρτσα του 1992-96 ήταν πρωτοπορία και συγχρόνως βουτιά στο παρελθόν. Για τα παιδιά του Κρόιφ, κι ο Γκαρσία παιδί του Ολλανδού είναι, η διάταξη έχει τη λιγότερη σημασία. Αλλα είναι που μετράνε.

Η μια και μοναδική μέθοδος

Ο Κρόιφ σημάδεψε όλους τους μαθητές του - ο Γκουαρντιόλα είναι ο πιο γνωστός, αλλά υπήρξαν κι άλλοι. Τους κατήχησε σε μια νοοτροπία ξεχωριστή, τους έμαθε ότι είναι ευκολότερο μια ομάδα για να κερδίζει να παίζει καλά, παρά να κλέβει τα ματς. Τόνισε ότι το μυστικό είναι η νοοτροπία και επέβαλε τις αρχές ενός συγκεκριμένου επιθετικού ποδοσφαίρου – ομάδες επιθετικές υπήρχαν φυσικά και πριν τους Ολλανδούς και υπάρχουν και σήμερα πολλές, που παίζουν επίθεση με άλλους τρόπους. Αλλοι παίζουν επιθετικά, γιατί κάνουν σωστά αντεπιθέσεις με πολλούς παίκτες, άλλοι γιατί μεταφέρουν γρήγορα τη μπάλα από την άμυνα στη επίθεση (transition game, που έλεγε συνέχεια κάποτε ο Τεν Κάτε), άλλοι (και στην Ισπανία αυτό είναι πολύ συνηθισμένο), γιατί δεν παίζουν με στατικούς επιθετικούς, αλλά με παίκτες που στήνουν ένα φλιπεράκι στη μεσαία γραμμή και βγαίνουν στην επίθεση με συνεργασίες – θυμηθείτε ομάδες όπως κάποτε η Βιγιαρεάλ, η Ρόμα που βάσιζαν στην επίθεσή τους στην απουσία ενός στατικού φορ.

Ο Κρόιφ ωστόσο είχε την δική του μέθοδο. Για αυτόν επίθεση σήμαινε μόνο ένα πράγμα: κρατάω μπάλα και ο δημιουργικός μου μέσος οφείλει να βρει τις πάσες προς τους επιθετικούς ή προς τους παίκτες που κάνουν κίνηση χωρίς τη μπάλα. Αυτός ο παίκτης ήταν στα χρόνια του κυρίως ο Γκουαρντιόλα - αργότερα οι επίγονοί του έδωσαν τον ρόλο στον Ριβάλντο, στον Ντέκο, στον Ροναλντίνιο. Αυτή η απλοποίηση έκανε τη Μπάρτσα θεαματική, αλλά και προβλέψιμη: όταν κάποιος δυσκόλευε το passing game της και μπλόκαρε τον πλέι μέικερ, που έδινε την πάσα που άνοιγε την επίθεση, ακολουθούσαν αποκλεισμοί και δυστυχίες.

Ο καλός ο μαθητής

Ο καλύτερος μαθητής του Κρόιφ, ο Γκουαρντιόλα, έκανε, περιμένοντας την ωρίμανση του Μέσι, μια απλοποίηση: κατήργησε αυτόν τον «παίκτη – πριμαντόνα», που αναλαμβάνει να δώσει την πάσα στο χώρο (έδιωξε και τον Ροναλντίνιο και δεν αντικατέστησε τον Ντέκο) και δοκίμασε να κάνει κάτι σχεδόν εκτός μόδας, δηλαδή να παίξει με παίκτες που γεμίζουν την περιοχή δίνοντας σε όποιον κουβαλάει τη μπάλα τη δυνατότητα μιας καλής πάσας στον ελεύθερο συμπαίκτη. Η Μπάρτσα στα πρώτα χρόνια του Πεπ (και τώρα η Σίτυ) δεν έπαιζε απλώς επιθετικά: ήταν διαρκώς στην επίθεση! Στα παιγνίδια της κατασκήνωναν γύρω από την αντίπαλη περιοχή 5 και 6 παίκτες και περίμεναν τη μπάλα από όποιον την κουβαλούσε: δεν το έκαναν αυτό μόνο οι καλοί χαφ, δηλαδή ο Τσάβι και ο Ινιέστα, αλλά και στόπερ, όπως ο Μαρκέζ κι ο Πουγιόλ (αργότερα ο Πικέ και ο Μασκεράνο) που συχνά έβγαιναν από τα μετόπισθεν. Όταν η μπάλα έφτανε στους επιθετικούς λειτουργούσαν υποδειγματικά οι μεταξύ τους συνεργασίες, αφού όλοι έπαιζαν κοντά και όλοι είχαν στο μυαλό τους την πάσα, που κινεί την επίθεση.

Η έλλειψη ενός παίκτη που ψάχνει μανιωδώς την «μπαλιά τρύπα», όπως έκανε κάποτε ο Ροναλντίνιο ή ο Ντέκο έκανε τη Μπάρτσα πιο απρόβλεπτη. Φυσικά όλοι έπρεπε να πρεσάρουν όταν η μπάλα χανόταν. Όχι μόνο για να δυσκολέψουν την αντεπίθεση του αντιπάλου, αλλά κυρίως για να κλέψουν την μπάλα και να βρουν την αντίπαλη άμυνα εκτός ισορροπίας. Πάσα στο χώρο, κίνηση χωρίς τη μπάλα και πρέσινγκ: αυτό είναι το ποδόσφαιρο στο οποίο πιστεύει ο Γκαρσία. Αν στον Ολυμπιακό θέλουν να το δουν χρειάζεται δουλειά στην προπόνηση, υπομονή από τον κόσμο, στήριξη στα στραβοπατήματα και επιμονή από τον προπονητή. Και πιστέψτε με τίποτα από αυτά δεν είναι δεδομένο.

Μαθήματα υπομονής και επιμονής

Ο Ολυμπιακός κέρδισε τρία εύκολα ματς στο Καραϊσκάκη, δείχνοντας ελάχιστα ότι έχει αλλάξει προπονητή. Υπάρχουν όλες κι όλες τρεις φάσεις στις οποίες φάνηκε λίγο από το ποδόσφαιρο του Γκαρσία: το δεύτερο γκολ κόντρα στον Πλατανιά, το δεύτερο με αντίπαλο τη Λαμία και το τρίτο χθες απέναντι στην Ξάνθη ήταν αποτέλεσμα πίεσης, κίνησης και πάσας – μάλιστα είναι σημαντικό ότι οι εμπλεκόμενοι πρωταγωνιστές είναι διαφορετικοί. Υπάρχουν όμως πολύ περισσότερες φάσεις στις οποίες οι παίκτες κάνουν τα δικά τους: για να μάθουν θα τους πάρει καιρός και ίσως κάποιοι δουν και κανα ματς από τον πάγκο. Αλλά για μένα το θέμα δεν είναι τι θα γίνει με τους ποδοσφαιριστές, αλλά πόση θα είναι η επιμονή του Γκαρσία.  

 

Ένα μεγάλο πρόβλημα των προπονητών που έρχονται στον Ολυμπιακό είναι ότι οι πιο πολλοί αποθεώνονται για το ελάχιστο της δουλειάς τους: τους δίνουν συγχαρητήρια γιατί κερδίζουν, γιατί μιλάνε ωραία στις συνεντεύξεις, γιατί είναι «δίκαιοι», γιατί έχουν καλές σχέσεις με τους παίκτες και τους δημοσιογράφους, γιατί έχουν καλά αποδυτήρια κτλ. Όλα αυτά είναι χρήσιμα, αλλά δευτερεύοντα. Το βασικό για τον προπονητή είναι να διδάξει κάτι στην ομάδα, να την κάνει καλύτερη, να βελτιώσει παίκτες και να παρουσιάσει κάτι ελκυστικό, που θα ξυπνά στον ποδοσφαιρόφιλο την επιθυμία να πάει στο γήπεδο να την παρακολουθήσει. Οι πιο πολλοί ξένοι προπονητές του Ολυμπιακού ενθουσιάζονται από την αποδοχή και τα καλά λόγια για το ελάχιστο της προσφοράς, χαίρονται γιατί κερδίζουν, συμβιβάζονται γρήγορα και βάζουν νερό στο κρασί τους καταλήγοντας συχνά νταντάδες παικτών, που δεν θέλουν να μάθουν και πολλά. Για τον Ολυμπιακό θα ήταν ιδανικό ο Οσκαρ Γκαρσία να μην διαβάζει πρωτοσέλιδα, να μην ακούει τι λένε για αυτόν, να μην έχει καμία απολύτως σχέση με δημοσιογράφους και να μην τον νοιάζει ν ακούει την εξέδρα να φωνάζει το όνομά του – τουλάχιστον πριν η ομάδα του μάθει να παίζει όπως αυτός θέλει. Για τον Ολυμπιακό θα ήταν καλό ο Οσκαρ Γκαρσία  να μην είναι και πολύ ευχαριστημένος με τις πρώτες τρεις εμφανίσεις της νέας ομάδας του κι ας κέρδισε τα ματς εύκολα. Ας είναι οι άλλοι.