Τι είχες Γιώργο, τι είχα πάντα...

Τι είχες Γιώργο, τι είχα πάντα...


O Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός στο μπάσκετ θα παίξουν και φέτος πολλές φορές – τα παιγνίδια τους δεν θα βαρεθούμε να τα βλέπουμε γιατί ως συνήθως θα είναι γεμάτα από συγκινήσεις. Χθες ο ΠΑΟ κέρδισε το λιγότερο σημαντικό για τους βαθμούς και το περισσότερο ίσως σημαντικό για το γόητρο: πήγε στο ΣΕΦ χωρίς να είναι φαβορί κι έφυγε με μια δικαιότατη νίκη. Αλλά για μια στιγμή. Μήπως δεν έκανε ακριβώς το ίδιο και πέρυσι στο δεύτερο γύρο της Ευρωλίγκας; Δεν ήταν και τότε απόλυτο φαβορί ο Ολυμπιακός που κυνηγούσε την οκτάδα; Ηταν. Κι ο ΠΑΟ κέρδισε. Κι ο κόσμος του Ολυμπιακού τα είχε βάλει με το Γιώργο Μπαρτζώκα. Και το ίδιο κάνει και τώρα. Μόνο που ο άνθρωπος παραμένει απολύτως συνεπής. Ποτέ δεν έδειξε ότι ξέρει να διαχειριστεί τέτοιου είδους ματς. Οπότε δεν καταλαβαίνω και γιατί όλοι φωνάζουν.

Ενας Ελληνας προπονητής

Είναι καλός ή κακός προπονητής ο Μπαρτζώκας; Εγώ θα έλεγα κάτι άλλο: είναι απλά ένας Ελληνας προπονητής μπάσκετ. Το «Ελληνας προπονητής μπάσκετ» έχω καταλήξει χρόνια τώρα ότι είναι ένα εξαιρετικό επάγγελμα. Βασίζεται στο γεγονός ότι έχει δημιουργηθεί μια γενικότερη βεβαιότητα πως ο Ελληνας προπονητής μπάσκετ είναι καλός. Αυτή η βεβαιότητα έχει δημιουργηθεί χάρη σε μια άλλη εξαιρετική επαγγελματική κατηγορία: τον Ελληνα δημοσιογράφο που ασχολείται με το μπάσκετ. Για τον Ελληνα δημοσιογράφο που ασχολείται με το μπάσκετ και που πρέπει να κρίνει τον Ελληνα προπονητή μπάσκετ ο δεύτερος είναι πολύ καλός a priori. Δεν έχουν καμία σημασία τα γεγονότα.

https://www.athensmagazine.gr/photos/w_800px/articles/202111/osfp___pao.jpg

Κάπως έτσι υπάρχει μια ολόκληρη γενιά προπονητών που βγάζει το ψωμί της λειτουργώντας περίπου υπεράνω σοβαρών κρίσεων. Οποιος παράγοντας απολύει ένα Ελληνα προπονητή κάνει πάντα «λάθος». Οποιος προσλαμβάνει ένα Ελληνα προπονητή πρέπει πάντα «να τον στηρίξει», δηλαδή να του πάρει τους παίκτες που θέλει κτλ. Οποιος ξαναπροσλαμβάνει ένα προπονητή που κάποτε είχε διώξει «διορθώνει ένα προηγούμενο λάθος του». Κι αν ο προπονητής αρχίσει και χάνει το ένα ματς μετά το άλλο, φταίει όλη η οικουμένη (οι παράγοντες, οι παίκτες, οι οπαδοί που πιέζουν, η Ευρωλίγκα κτλ) εκτός από τον προπονητή. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον λειτουργεί κι ο Μπαρτζώκας. Ο,τι κάνει είναι πάντα σωστό. Οι επιλογές του σε παίκτες, ο τρόπος που η ομάδα παίζει, η διαχείριση των αγώνων κτλ. Μια ωραία σαλάτα γεμάτη από αμερικάνικους όρους χρησιμοποιείται κάθε φορά για τα πεπραγμένα του. Αν ένας ξένος είχε χάσει όπως έχασε αυτός φέτος το ματς με την Εφές θα τον είχαν περάσει γενιές δεκατέσσερις. Αλλά ο Ελληνας προπονητής δεν έχει τέτοια προβλήματα: εδώ ο καλός Δημήτρης Πρίφτης χάνει κάθε εβδομάδα στην Ευρωλίγκα και αν διαβάσει κανείς τι γράφουν σήμερα θα πιστέψει ότι είναι διάνοια.

Ηρωας σε ντοκιμαντέρ

Το πράγμα έχει μια πλάκα βέβαια, αρκεί να το παρακολουθείς ψύχραιμα. Πέρυσι ο Μπαρτζώκας είχε αποφασίσει ότι δεν υπάρχουν ψηλοί στο σύγχρονο μπάσκετ κι είχε φτιάξει την πρώτη ομάδα στην ιστορία χωρίς κανονικό σέντερ. Αν ήταν στην Αμερική ή θα γινόταν ήρωας ντοκιμαντέρ (θα λέγανε ότι είναι ένα τζίνι που αποφάσισε να αλλάξει το μπάσκετ και θα έφτιαχναν κάτι πραγματικά διασκεδαστικό) ή το εγχείρημά του θα το δίδασκαν στα σχολεία ως παράδειγμα προς αποφυγή: εδώ μας φαινόταν απολύτως λογικό. Φέτος, αφού ένα χρόνο τρέλανε τον κόσμο βάζοντας στην άκρη τη λογική, αποφάσισε να πάρει τον Φαλ και να πάει στο άλλο άκρο: ο Φαλ πρέπει να παίζει 45 λεπτά στα 40 που διαρκεί ο αγώνας και χωρίς αυτόν ο Ολυμπιακός συνήθως χάνεται. Θα λεγε κανείς ότι έπαθε κι έμαθε: αμ δε! Αν είχε μάθει, θα είχε φροντίσει να έχει η ομάδα του ένα δεύτερο κανονικό ψηλό, ώστε να μην εξαρτάται απόλυτα από την παρουσία του Γάλλου. Αλλά τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει: ο Ολυμπιακός είναι σαν να είναι δυο ομάδες – μια με το Φαλ, ας πούμε κανονική, και μια χωρίς το Φαλ που είναι να κάνεις το σταυρό σου.

Είναι μόνο αυτό το πρόβλημα; Όχι φυσικά. Πάλι ο Ολυμπιακός είναι μια ομάδα ενός Ελληνας προπονητή: ανισοβαρής και χωρίς καμία ικανότητα μετάλλαξης ανάλογη με τις συνθήκες του ματς. Ολη η συζήτηση γίνεται πάλι για την άμυνα (και μόνο) και στην άλλη πλευρά του γηπέδου είτε η ομάδα παίζει το γύρω γύρω όλοι και κάποιος σουτάρει ένα τρίποντο ή παίρνει κάποιος τη μπάλα κι αφού την κρατήσει είκοσι δευτερόλεπτά προσπαθώντας να τρυπήσει το παρκέ παίρνει μια απόφαση που έχει να κάνει με Θεού φώτιση.

https://www.kathimerini.gr/wp-content/uploads/2021/11/3330088-768x480.jpg

Το αστείο στην ιστορία είναι ότι ενώ οι Ελληνες προπονητές θα πρεπε να πίνουν νερό στο όνομα του παίκτη που αναλαμβάνοντας  πρωτοβουλίες μασκαρεύει μόνος του την αδυναμία τους να διδάξουν επίθεση, συνήθως τον αντιμετωπίζουν και ως πρόβλημα! Για κάτι χρόνια πρόβλημα ήταν για τον Μπαρτζώκα ο Σπανούλης, έλεγαν χαμηλόφωνα αυτοί που ξέρουν. Σήμερα μοιάζει να είναι ο Σλούκας που έγινε παίκτης δεύτερης πεντάδας. Αύριο θα είναι ο Ντόρσεϊ λέω εγώ. Γιατί τα παλιόπαιδα δεν μπορούν να βάλουν 30 πόντους σουτάροντας από το σπίτι τους, όπως έκανε χθες ο Νέντοβιτς ώστε να δικαιωθεί η άμυνα (!) που διδάσκει (;) ο κόουτς.

Κάτω τα χέρια από τον κόουτς

Εγώ δεν λέω να φύγει ο Μπαρτζώκας – προς Θεού. Κάτω τα χέρια από τον κόουτς κι ας ισχύει το «τι είχες Γιώργο, τι είχα πάντα»: εγώ απλά τον υπερασπίζομαι επιχειρώντας κάτι που δεν συμβαίνει – προσπαθώ να εξηγήσω περί τίνος πρόκειται. Σε ένα μπάσκετ, σαν το ελληνικό, που γενιές ολόκληρες έχουν μεγαλώσει πιστεύοντας πως ωραίο ματς είναι ένα που λήγει 42-40 κι όχι ένα που τελειώνει 102-100, οι προπονητές τέτοια θα κάνουν: θα πουλάνε «άμυνα» κι ας δέχονται 35 πόντους σε ένα δεκάλεπτο, θα ψάχνουν «χτίστες» Αμερικάνους με 20% στο τρίποντο, θα τσακώνονται με όποιο παίκτη θέλει να υπάρχει και μια κομπίνα που να του επιτρέπει να κάνει ένα ελεύθερο σουτ και θα ειδικεύονται στην αναζήτηση δικαιολογιών που οι Ελληνες δημοσιογράφοι θα προβάλουν χωρίς την παραμικρή κρίση ως περίπου θέσφατα. Σε όλο αυτό τον κόσμο του ελληνικού μας μπάσκετ, που έχει και μια γοητεία κυρίως για την εσωστρέφεια του, μια χαρά μου φαίνεται ο Μπαρτζώκας. Αν δεν υπήρχε άλλωστε αυτός θα τον λέγανε Σφαιρόπουλο, Πρίφτη, Πεδουλάκη, Βόβωρα, Σερέλη, Καστρίτη, Τόμιτς (κι αυτός δικός μας είναι…) και δεν ξέρω πως αλλιώς. Τον Ιτούδη εξαιρώ: ζει μακριά μας.

https://www.in.gr/wp-content/uploads/2021/11/5413497.jpg

Ποια άμυνα;  

Αυτό που ξέρω είναι ότι όλοι αυτοί οι προπονητές σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο, μιλάνε με τον ίδιο τρόπο, χρησιμοποιούν την ίδια κατασκευαστική λογική στις ομάδες που αναλαμβάνουν, τσακώνονται συνήθως με τους ίδιους παίκτες, κάνουν την ίδια σε γενικές γραμμές διαχείριση των αγώνων («άμυνα και βόηθα Παναγιά»), κερδίζουν με τον ίδιο τρόπο. Και κυρίως χάνουν. Πάντα με τρόπο που προκαλεί απορίες για το αν τα καλά λόγια που τους συνοδεύουν έχουν νόημα. 

Επιπροσθέτως εμένα καιρό τώρα μου προκαλεί απορία και ποια διάβολε είναι αυτή η καλή άμυνα για την οποία όλοι καμαρώνουν. Πέρυσι στον Ολυμπιακό έβαλαν του κόσμου τους πόντους ο Ντιλέινι, ο Πάντερ, ο Λάρκιν, ο Ντε Κολό. Φέτος του έχουν βάλει πάνω από 25 πόντους ο Μπουμπουά, ο Κλάιμπερν και κάνανε πάρτι ο Μπίλι Μπάρον και ο Φράνκαμπ – άντε να δεχτώ ότι αυτοί είναι σπουδαίοι σκόρερ. Μα πέρυσι ένας Σίλυ του έβαλε μια ντουζίνα τρίποντα στο ΣΕΦ με τη Μπάγερν κι ο Σαντ Ρος με τον Μποχωρίδη κάνανε ρεκόρ καριέρας! Γιατί είναι παράξενο που ο Νέντοβιτς άρχισε χθες να βάζει και ποτέ δεν σταμάτησε;  

Χαμηλό ταβάνι

Φέτος ο Ολυμπιακός έχει βρει μερικά πράγματα που πέρυσι δεν είχε και που όπως ήδη έχω γράψει τα θεωρώ και ωραία: το πιο ωραίο είναι ότι στο ΣΕΦ μπορεί να χτίζει σερί από νίκες με εμφανίσεις που στον κόσμο αρέσουν. Αν κι ο ΠΑΟ ξαναβρεί τη δύναμη της έδρας του κι αλλάξει κανα δυο ξένους για να πάρει ένα που να κάνει τη διαφορά, θα ζήσουν όλοι καλά κι εμείς καλύτερα. Αλλά το παραμύθι σε κάθε περίπτωση μοιάζει να έχει ταβάνι και το ταβάνι είναι κομμάτι χαμηλό. Μακάρι να κάνω λάθος. Σε αυτό που σίγουρα δεν κάνω λάθος είναι ότι  κανένας Ελληνας προπονητής δεν έχει φτιάξει μια σπουδαία ελληνική ομάδα. Ο μακαρίτης ο Ντούντα κι ο Ομπράντοβιτς έφτιαξαν μεγάλες ομάδες στην Ελλάδα. Δικοί μας ήταν και οι δυο. Αλλά όχι Ελληνες. Προπονητές...