Τα σιωπηλά μπαρμπούνια

 Τα σιωπηλά μπαρμπούνια


Σαν πασχαλιάτικο δώρο μου μοιάζει το άνοιγμα των εστιατορίων. Στο πρώτο lockdown μου είχαν λείψει πολύ τα καφέ. Πολύ αργότερα κατάλαβα το γιατί. Ανέκαθεν στο μυαλό μου το καφέ εκπροσωπούσε στιγμές ανεμελιάς: το ‘χω συνδέσει με τον ελεύθερο χρόνο. Όταν ξεκίνησε η περιπέτεια με τον ιό ήταν σαν η ανεμελιά να χάθηκε: όλα όσα είχαμε ταυτίσει με αυτή (αγκαλιές, φιλιά, βόλτες, παιγνίδια, πάρτι κτλ) ξαφνικά έγιναν επικίνδυνα. Σε ένα τέτοιο επικίνδυνο κόσμο τα καφέ έμοιαζαν να μην  έχουν λόγο ύπαρξης – περισσότερο και από την αγωνία με είχε πιάσει μια μάλλον μεγάλη φοβία για την μετάλλαξή τους. Έφταιγε και ότι πολλά ήταν ανοιχτά, απλά για να παίρνουν κάτι γρήγορα οι περαστικοί: σε αυτή τους τη λειτουργία έβλεπα μια απειλή – την απειλή της μετάλλαξής τους σε κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που εγώ αγαπάω. Όταν σταμάτησαν οι περιορισμοί και ξαναβγήκαν τα τραπεζάκια έξω είδα σε αυτή την εξέλιξη το πιο μεγάλο σημάδι επιστροφής σε ένα είδος κανονικής ζωής: τα καφέ άντεξαν.

 Έχοντας πλέον την βεβαιότητα ότι τα καφέ θα λειτουργούν όπως πάντα και για πάντα, στο δεύτερο lockdown μου έλειψαν τα εστιατόρια. Το φαγητό, αλλά και οι χώροι. Οι άνθρωποι, οι εργαζόμενοι και οι πελάτες. Αισθάνομαι την έλλειψή τους όχι απλά σαν πελάτης, αλλά σαν ιδιοκτήτης τους. Σαν να μου ανήκουν όλα τα εστιατόρια και να είναι όλα κλειστά γιατί κάτι δεν έκανα σωστά. Έτσι ένιωθα.

 https://media-cdn.tripadvisor.com/media/photo-s/1b/7b/65/8e/il-trovatore-yard.jpg

Από τότε που ήμουν μικρός το εστιατόριο ήταν στο μυαλό μου συνώνυμο μιας υπέροχης προσβάσημης πολυτέλειας. Όταν τρώγαμε έξω οικογενειακώς κάποιος λόγος υπήρχε και ήταν πάντα ένας καλός λόγος. Ακόμα κι αν βγαίναμε μια φορά στο τρίμηνο (και αν…) μας αντιμετώπιζαν σαν να ήμασταν καθημερινοί πελάτες κι αυτή η ωραία παράσταση σερβιτόρων και υπεύθυνων  πάντα με ξετρέλενε: στο καλό εστιατόριο νιώθεις σημαντικός πριν φας, πριν καν παραγγείλεις.

Η ίδια η στιγμή της παραγγελίας είναι συχνά ένα απόσπασμα θεατρικής παράστασης: στην καλύτερη εκδοχή της πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο εστιάτορας που σε πείθει πως ξέρει τι πρέπει να παραγγείλεις και δεν σε ρωτάει καν. Αλλά και στις άλλες εκδοχές η στιγμή της παραγγελίας είναι ολόκληρο μονόπρακτο: αν δεν σου προτείνουν, σου εξηγούν. Οποιος πάρει την παραγγελία, έχει όλες τις απαντήσεις για όλες τις ερωτήσεις και συγχρόνως έχει την υπομονή να σημειώσει όλες τις απαιτήσεις σου. Ακόμα κι αν του παραγγείλεις κάτι που μπορεί να βγάλει το σεφ από τα ρούχα του θα το σημειώσει χωρίς αντιρρήσεις. Η θα σου τις εκφράσει χαριτωμένα, σαν να σου λέει ότι δεν αναλαμβάνει την ευθύνη του πιάτου.

Η επίσκεψη στο εστιατόρια απαιτεί πάντα προετοιμασία. Δεν πας όπου να ναι. Η επιλογή του χώρου έχει πάντα σχέση με τη βραδιά ή το λόγο του γεύματος. Το εστιατόριο έχει την προσωπικότητα του: δεν κάνει για όλα και για όλους. Είναι το μοναδικό μαγαζί, που έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Υπάρχουν εστιατόρια που είναι τέλεια σκηνικά για ρομάντζα και άλλα που νομίζεις ότι κάποιος τα έφτιαξε για την φασαριόζικη παρέα σου και μόνο. Αν ο χώρος είναι αυτός που πρέπει, ακόμα και μια επιχειρηματική συμφωνία θα κλείσει σε χρόνο ρεκόρ. Επίσης υπάρχουν εστιατόρια στα οποία πας για να γιορτάσεις κι αυτά στα οποία πας για να μοιραστείς με όποιον καταλαβαίνει ένα καταπληκτικό γαστρονομικό μυστικό. Υπάρχουν αυτά στα οποία αισθάνεσαι πολύ άνετα με όσους τρώνε και φλυαρούν δίπλα σου κι αυτά στα οποία χαίρεσαι γιατί σου θυμίζουν τα φοιτητικά χρόνια σου ή και τους γονείς σου. Υπάρχουν τα εστιατόρια στα οποία πας γιατί αισθάνεσαι σαν στο σπίτι σου, αλλά και τα άλλα στα οποία απολαμβάνεις μια πολυτέλεια που στο σπίτι σου δεν θα την έχεις ποτέ. Και φυσικά υπάρχουν κι αυτά που η κουζίνα σου φαίνεται τόσο καλή, ώστε νιώθεις σαν φανατικός οπαδός μιας θρησκείας στο κέντρο της οποίας βρίσκεται ένας Θεός, που όπως οι Αρχαίοι Έλληνες έχεις επινοήσει: Τον αγαπάς γιατί σε καλομαθαίνει. Ο Γιώργος στα Φιλετάκια. Ο Γιάννης στους Ψαράδες. Ο Μάρκο στο Bella Napoli. O τρομερός ψήστης που σε ένα σουβλατζίδικο δίπλα στην Τροχαία φτιάχνει ακόμα «καλαμάκια», όπως παλιά με κομματάκια από κρέας που κόβει μόνος του. Δεν ξέρω αν υπάρχει Θεός, αλλά αν υπάρχει θα είναι κάποιος σαν τον Λευτέρη Λαζάρου. Χαμογελαστός, απλός αλλά κι έτοιμος να κάνει θαύματα. Όμως ζαλισμένος από την ανάμνηση διάφορων χαμένων απολαύσεων κάπου ξεστράτισα και θα σας κάνω να πιστέψετε πως αυτό που μου έλειψε ήταν τα αρχοντικά μενού, τα υπέροχα πιάτα και οι κάθε είδους λιχουδιές: δεν είναι έτσι πιστέψτε με. Είναι χειρότερο.

 https://www.athinorama.gr/lmnts/places/5000158/images/600254_362832327163021_765160757_n.jpg

Αυτό που στερήθηκα εξαιτίας του κλεισίματος των εστιατορίων δεν ήταν οι χώροι, οι άνθρωποι και τα πιάτα: ήταν η ίδια η αναζήτηση των εστιατορίων. Η συζήτηση για το καλό εστιατόριο είναι συχνά ανώτερη από το ίδιο το εστιατόριο κι αυτή είναι μια συζήτηση που η πανδημία σκότωσε – εξαφάνισε. Και ήταν μια συζήτηση αγαπημένη γιατί επέτρεπε πάντα φαντασιώσεις και μεγάλωνε τις επιθυμίες: τέτοιες συζητήσεις είναι σπάνιες. Το delivery δεν τις εξασφαλίζει: είναι αδύνατο να παραγγείλεις πέντε πιάτα και μαζί μια συζήτηση για το ποιο από αυτά είναι το καλύτερο.

Εχω μήνες να ακούσω ένα φίλο να μου εξηγεί γιατί πρέπει να πάμε οπωσδήποτε στο εστιατόριο που ανακάλυψε «γιατί θα πάθουμε όλοι πλάκα με αυτό που θα ζήσουμε». Έχω μήνες να δω κάποιον να ορκίζεται ότι η επίσκεψη στο τάδε ταβερνάκι είναι μια «εμπειρία ζωής». Όλο αυτό το διάστημα μου λείπουν οι φίλοι μου που μαλώνουν για το που μπορεί να φας το καλύτερο μπιφτέκι ή τον καλύτερο μπακαλιάρο. Και ναι, λαχταρώ να ξανακούσω περιγραφές γεμάτες λεπτομέρειες για καλοψημένα παϊδάκια, καλοτηγανισμένα κολοκυθάκια, ψαρόσουπες «που ανασταίνουν νεκρούς» και μπαρμπούνια «που είναι τόσο φρέσκα που σου μιλάνε». Μήνες τώρα τα μπαρμπούνια είναι σιωπηλά.

Πόση αλήθεια υπήρχε σε όλες αυτές τις διηγήσεις ούτε το ξέρω ούτε κι έχει καμία σημασία. Αυτό που μετράει είναι η πιθανότητα ο παράδεισος να είναι κάπου κοντά σου κι εσύ να μην το γνωρίζεις. Όπως για παράδειγμα δεν γνωρίζεις πως εκτός όλων των άλλων σε αυτό το καταπληκτικό ταβερνάκι που δεν έχεις πάει, υπάρχει και το καλύτερο ροζέ κρασί. Μπορεί να ήταν και κόκκινο: δεν θυμάμαι. Την ώρα που γινόντουσαν αυτές οι συζητήσεις πάντα είχα πιεί ένα ποτήρι παραπάνω και δεν τις πρόσεχα όσο θα πρεπε. Τώρα που θα ξανανοίξουν τα εστιατόρια, την ώρα που στα εστιατόρια θα μιλάμε για εστιατόρια, ορκίζομαι να κρατάω και σημειώσεις…       

(Βημαγκαζίνο, Απρίλιος 2021)