Οι βιωματικές εξομολογήσεις ενός άρχοντα...

Οι βιωματικές εξομολογήσεις ενός άρχοντα...


Μόνο καλοκαίρι θα μπορούσε να φύγει από όσους αγάπησε ο Τόλης Βοσκόπουλος. Το καλοκαίρι η ελληνική νύχτα που ο Βοσκόπουλος αγάπησε είναι πάντα καθαρή και μπορείς να βλέπεις τα αστέρια. Κι ο Τόλης είχε ειδική σχέση με τα αστέρια. Αστέρι υπήρξε ο ίδιος. Κι αστέρια στη ζωή του είχε πολλά.

Οι δυο ρόλοι του

Αρχοντας μοναδικός, ερμηνευτής αληθινός και φυσικά ανεπανάληπτος, ο Βοσκόπουλος ήταν ένας από τα πιο λαμπερά αστέρια που φώτισαν ποτέ ελληνική πίστα. Μπορεί την καριέρα του να την ξεκίνησε στο θέατρο, τραγουδώντας εντελώς κατά τύχη την «βαλίτσα» του Γιώργου Ζαμπέτα (ένας ηθοποιός του θιάσου έφυγε μια μέρα πριν κι ο Τόλης άφοβα ζήτησε να πει το τραγούδι), αλλά η καριέρα του υπήρξε συνυφασμένη με τη νύχτα στην οποία έδωσε ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια. «Όταν ξεκίνησα να τραγουδάω έπρεπε να κουβαλήσω στην πίστα και τον ηθοποιό» είχε πει σε μια συνέντευξή του παλιά εξηγώντας πολύ ωραία τους δυο ρόλους του. Ως ηθοποιός έγινε γνωστός στο πανελλήνιο. Αλλά ως τραγουδιστής έγινε μύθος. Από χθες γράφτηκαν δεκάδες αφιερώματα, η είδηση του θανάτου του έγινε πρώτο θέμα στα δελτία ειδήσεων, διαβάσαμε μέχρι και κάμποσες άγνωστες ιστορίες για την ζωή του – άγνωστες ακόμα και σε μας που νομίζαμε ότι για αυτόν ξέραμε τα πάντα. Μετά από εξήντα περίπου χρόνια στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας ο Βοσκόπουλος δεν θα μπορούσε να έχει πολλά μυστικά – κι όμως είχε. Όπως όλοι οι πραγματικοί σταρ που έχουν ζήσει του κόσμου τις ζωές κι όχι μόνο μία όπως εμείς οι υπόλοιποι.   

Πιο πολύ από τα μυστικά του ωστόσο, τώρα που έφυγε, το πραγματικό ενδιαφέρον είναι να απαντήσει κάποιος την ερώτηση γιατί αγαπήθηκε τόσο πολύ. Οσοι έγραψαν για τον Τόλη νομίζουν ότι το σταριλίκι του είναι και η απάντηση, μπερδεύοντας το αποτέλεσμα με το γιατί που το δημιούργησε. Η λάμψη του Βοσκόπουλου, εκτυφλωτική και σπάνια στην πίστα, προέκυψε κυρίως από την αγάπη του κόσμου κι αυτή η αγάπη έχει ειδικά στην δική του περίπτωση ίσως και μεγαλύτερο ενδιαφέρον από την τεράστια καριέρα του. Και είναι μια αγάπη μοναδική κι ανεπανάληπτη. Ο Βοσκόπουλος χάρη σε αυτή και μόνο εκτοξεύτηκε.   

Το μυστικό της αγάπης

Ας ψάξουμε λίγο το μυστικό αυτής της αγάπης για να δώσουμε περιεχόμενο στο αντίο του. Νομίζω πως το αληθινό μυστικό της δημοφιλίας του είναι ότι πέρα από το τεράστιο σταριλίκι του (απλησίαστο από οποιονδήποτε άλλο) ο Τόλης κουβαλούσε μια παράξενη αλήθεια: υπήρξε ο πρώτος που έκανε τον έρωτα βίωμα και τον τραγούδησε ελεγειακά, σαν μια εξιστόρηση, τόσο αυστηρά προορισμένη για άντρες, ώστε οι γυναίκες δεν θα μπορούσαν παρά να νιώθουν ένα παράξενο δέος στο άκουσμά της.

Ο Βοσκόπουλος έρχεται από μια εποχή που ο τραγουδιστής δεν έπρεπε να είναι απλά καλός ερμηνευτής, αλλά έπρεπε να σε πείθει πως αυτό που τραγουδά ήταν βίωμά του: αυτό συνέβαινε με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Στράτο Διονυσίου κι άλλους πολλούς – κι αυτό ήταν εν τέλει που βοήθησε και τον Τόλη να κάνει τη διαφορά. Ούτε η φωνή του ήταν απίστευτη (παρόλο που είχε ένα ιδιαίτερο ηχόχρωμα), ούτε το ρεπερτόριο του ήταν μοναδικό (μολονότι τα μεγάλα τραγούδια δεν έλειψαν από το ρεπερτόριο του). Η δύναμή του στην περίπτωσή του ήταν η ικανότητα του να πείθει πως ότι τραγούδησε του ‘χει αληθινά συμβεί προκαλώντας ένα είδος θαυμασμού για τα ατελείωτα κατορθώματα του. Ο Τόλης τραγουδούσε εν τέλει τη ζωή και τους έρωτές του, έρωτες τεράστιους που τους ξέραμε όλοι. Ερωτες με περιεχόμενο, αρχή, μέση και τέλος. Ερωτες θεαματικούς και παραπονιάρικους. Ερωτες που όλοι ζήσαμε, όπως αυτός. Η τουλάχιστον έτσι μας έκανε να πιστεύουμε. 

Μικρά μαθήματα ζωής

Τα τραγούδια του Τόλη έμοιαζαν βιωματικά – ήταν μικρά μαθήματα ζωής που ένας άρχοντας που από ζωή ξέρει στα «έλεγε» προσωπικά και κατά παραγγελία κατεβαίνοντας για πάρτι σου από τον απλησίαστο θρόνο του. Δεν μπορούσες παρά όλο αυτό το ρεπερτόριο να το ακούς σαν ένα είδος εκμυστήρευσης – ο Βοσκόπουλος ένιωθες πως σου άνοιγε την καρδιά του και ότι αυτή η καρδιά ήταν ένα μεγάλο περιβόλι. Απέναντι σε αυτές τις εξομολογήσεις έπρεπε να πάρεις θέση: να του σταθείς ως κάποιος που τον καταλαβαίνει ή να παραδεχτείς πως ίδια και χειρότερα έχεις να του πεις κι εσύ, παρόλο που οι δικές σου περιπέτειες ήταν ασύγκριτα πιο μικρές από τις δικές του. «Αγωνία με λαχτάρα να σε νοιάζομαι» τραγουδούσε κι εσύ άκουγες στο τέλος κι ένα γυναικείο όνομα που ήταν αυτό της δική σου αγάπης. «Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» έλεγε από καθέδρας κι αυτή η παραδοχή του γλυκού πόνου σε έκανε να θες να τον πάρεις αγκαλιά. Όταν ισχυριζόταν ότι «τα λόγια ήταν περιττά» δεν μπορούσες παρά να συμφωνήσεις. Όταν ο Τόλης σχεδόν μονολογούσε το «πριν χαθεί το όνειρό μας» εσύ άκουγες το στίχο που λέει «άσε με να σ αγαπάω κι όπου φτάσουμε». Κι ακόμα και το «Ανεπανάληπτος» που πολυφορέθηκε σε όλα τα αφιερώματα των ημερών, δεν ήταν μια αυτάρεσκη παρουσίαση ενός αληθινού άρχοντα, όπως ήταν ο Βοσκόπουλους, αλλά μια απλή επισήμανση που είχε πάντα να κάνει με εκείνη: «ανεπανάληπτος θα μείνω στη ζωή σου». Και μόνο.      

Ένα ηχόχρωμα σφραγίδα

Όταν ο Βοσκόπουλος αποφάσισε να γράψει κάτι κι ο ίδιος έγραψε το «Αγόρι» μου (και το έδωσε στην υπέροχη Τζένη Βάνου και της έσωσε την καριέρα): το έκανε για να δείξει στα κορίτσια πώς έπρεπε να τον βλέπουν και να τον αγαπάνε. Λίγο καιρό πριν είχε δώσει γενναιόδωρα στη Μαρινέλα «Το δυο νύχτες μόνο», ένα πραγματικό σενάριο με νότες. Κι εξίσου μεγαλόκαρδα έδωσε στο Στράτο Διονυσίου το «Αποκοιμήθηκα» που ήταν σουξέ πριν καν γραφτεί, αλλά που έκρινε πως δεν ήταν για αυτόν – αυτός είχε πολλά όνειρα ακόμα να ξεφυλλίσει.  Ο Τόλης έφυγε αφήνοντας πίσω του μικρά μαθήματα ζωής – ένας είδος οδηγού συμπεριφοράς του άντρα που ερωτεύεται, που πληγώνεται, που θυμώνει, που «δεν τη βρίσκει με τη ντίσκο». Όταν η δημοφιλία του εκτοξεύτηκε σε ύψη απλησίαστα ο Βοσκόπουλος μπορούσε να κάνει σουξέ οτιδήποτε: το «Ψύλλοι στα αυτιά μου» αν το έλεγε άλλος θα προκαλούσε απλά χαμόγελα, το «Ξανθιά, αγαπημένη, Παναγιά» απλά δεν μπορούσε να το πει άλλος κανείς. Ο Βοσκόπουλος είχε την τύχη να δουλέψει με σπουδαίους συνθέτες (από τον Ζαμπέτα μέχρι τον Πολυκανδριώτη και τον Ακη Πάνου), τραγούδησε και Φοίβο και Καρβέλα, αλλά κακά τα ψέματα τα τραγούδια ήταν όλα δικά του: το ηχόχρωμα της φωνής του ήταν σφραγίδα. Σε έκανες να πιστεύεις πως όλα έχουν γραφτεί κατά παραγγελία από τον ίδιο- ότι εξηγούσε την ιστορία στο στιχουργό ή το συνθέτη κι αυτός την προσάρμοζε.

Ο Βοσκόπουλος με τις μεγάλες αγάπες του και τις μοναδικές του ιστορίες ήταν ίσως ο πρώτος Ελληνας σταρ του οποίου η ζωή έδινε περιεχόμενο στα τραγούδια του, τη στιγμή που τα τραγούδια του έδιναν περιεχόμενο στη δική μας. Όμως ήταν και κάτι περισσότερο: ένας μοναδικός μάγος που έκανε την πίστα και το μαγαζί να λάμπει. Εχω δει τρομερά πράγματα σε βραδιές του Τόλη και θα χω πάντα στη μνήμη μου την τελευταία φορά που τον είδα στο Baraonda: η αριστοκρατική του εμφάνιση ήταν από μόνη της μια λαμπερή στιγμή – τα μάτια των θαμώνων που τον αναγνώριζαν ως ένα είδος θεμελιωτή μιας νέας θρησκείας τον φώτιζαν σαν προβολείς. Ο Τόλης εκείνο το βράδυ άφηνε μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας, που θα την ένιωθες ακόμα κι αν δεν τραγουδούσε. Εκεί, η μεγάλη αλήθεια που είπε για αυτόν ο Ακης Πάνου, («και μανταλάκια στην Ομόνοια να πούλαγε, θα τα πούλαγε με καλλιτεχνικά γιατί είναι καλλιτέχνης») αποκτούσε όλο το αληθινό της νόημα.    

Όταν τον γνώρισα το Βοσκόπουλο κάποτε στα καμαρίνια του Διογένη το τελευταίο που σκέφτηκα ήταν ότι είχα μπροστά μου ένα λαϊκό παιδί από τον Πειραιά, το τελευταίο δωδέκατο παιδί μιας οικογένειας με έντεκα κορίτσια, τον ωραίο μάγκα που ο Ζαμπέτας αγαπούσε γιατί έπαιζε και μπουζούκι και κιθάρα. Εγώ είδα μόνο τη λάμψη ενός αστεριού. Κι ένα τρομερό και σπάνιο αληθινό αρσενικό που ομόρφυνε μεγαλώνοντας πλαισιωμένο από γυναίκες που λάτρεψε όπως είναι η Αντζελα και η κόρη του. Τις γυναίκες πάντα πίστευα πως τις αγάπησε όσο όλοι μας μάλλον για να μας δείξει πως αυτό γίνεται.  Ισως τελικά μόνο αυτός να τις αγάπησε πραγματικά.

Όχι, αντίθετα από όσα λέγονται στα αφιερώματα των καναλιών, ο Τόλης δεν ήταν ένας από μας. Ηταν κάτι σπάνιο: ένα αστέρι που από τη νύχτα μας θα λείψει. Για πάντα…