Ο κόσμος δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις...

Ο κόσμος δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις...


Εχω καιρό να γράψω κάτι για σινεμά γιατί τα σινεμά ήταν κλειστά και βαριέμαι να γράφω για την τηλεόραση. Η τηλεόραση δεν έχει καμία σχέση με το σινεμά κι ας παίζει ταινίες – στο σινεμά πας για την ταινία γιατί την διαλέγεις βγαίνοντας από το σπίτι, στην τηλεόραση οι ταινίες είναι σαν να διαλέγουν εσένα για να σε κρατήσουν σπίτι: η διαδικασία είναι ολότελα διαφορετική κι εμένα δεν μου αρέσει να λέω στον κόσμο τι θα κάνει σπίτι του. Όταν τα σινεμά άνοιξαν εγώ είχα μπλέξει με το Euro το οποίο παραδόξως με κυνηγούσε κι όταν τρύπωσα σε μια αίθουσα σε ένα ρεπό. Η ταινία Druk/Another Round (που βγήκε στα ελληνικά με τον περιγραφικό αλλά ατυχέστατο τίτλο «Ασπρο Πάτο») σε βοηθά να καταλάβεις μεταξύ πολλών άλλων και γιατί η Δανία κατάφερε να φτάσει στα ημιτελικά της διοργάνωσης, μολονότι η ιστορία του Ερικσεν θα μπορούσε να την καταστρέψει. Η απάντηση, που δίνεται στην ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ, είναι απλή και συγχρόνως σύνθετη: γιατί είναι μια ομάδα στην οποία παίζουν Δανοί. Και οι Δανοί είναι σίγουρα ιδιαίτεροι άνθρωποι.

Φήμη πριν την προβολή

Το Druk είναι η κλασσική περίπτωση ταινίας που η φήμη της προηγείται της προβολής της. Πριν μπορέσει να τη δει κάποιος στις αίθουσες σίγουρα κάτι είχε ακούσει για τα βραβεία που την συνόδευαν: Όσκαρ καλύτερης διεθνούς ταινίας, βραβεία Σεζάρ και BAFTA, Ευρωπαϊκό Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και α΄ αντρικού ρόλου για τον σπουδαίο Μαντς Μίκελσεν που κάθε φορά που κάπου πρωταγωνιστεί είναι ο ίδιος ένας λόγος για να δεις την ταινία. Κοντά σε αυτά υπήρχε η ίδια η σπαρακτική ιστορία του προικισμένου σκηνοθέτη της. Ο Βίντερμπεργκ στην έναρξη των γυρισμάτων της έχασε την κόρη του σε ένα τροχαίο: δεν πρέπει να υπάρχει ποιο άδικος θάνατος.

https://www.elculture.gr/wp-content/uploads/2021/07/005-Druk-Mads-Mikkelsen-Maria-Bonnevie-Photo-Henrik-Ohsten_202d8e48-dfeb-ea11-a9c9-0edcbcd33718-scaled.jpeg

Όλα αυτά ίσως να δημιουργούν σε κάποιους δυσπιστία. Από την μια τα πολλά βραβεία τρομάζουν, όπως τα καλά λόγια για όποιους δεν γνωρίζουμε: στην εποχή των Social Media το να μιλάνε με καλά λόγια για κάτι παραπέμπει σε σκοτεινές συνομωσίες. Κι από την άλλη δεν μπορείς παρά να νιώθεις ένα είδος περιέργειας για το κατά πόσο ένας χαροκαμένος πατέρας θα μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς να προσπαθεί να σου μεταδώσει την λογική αλλά αφόρητη κατάθλιψή του. Κι όμως ο Βίντερμπεργκ το κατάφερε. Γιατί είναι ένας εξαιρετικός παρατηρητής της ζωής. Και γιατί είναι Δανός. Δηλαδή άνθρωπος που προβληματίζεται για τα μεγάλα «γιατί» της ζωής, όχι για να παραιτηθεί από την προσπάθειά του να την κάνει καλύτερη, αλλά για να της δώσει περιεχόμενο. Όπως περίπου έκαναν και οι παίκτες της Εθνικής Δανίας, όταν στερήθηκαν τις υπηρεσίες του αρχηγού τους. Αν δεν είδατε το Drunk να το δείτε: επιβάλλεται.

Τέσσερις διαφορετικοί φίλοι

Τι είναι όμως το Druk; Η ερώτηση ισχύει και για όσους έχουν δει την ταινία και για όσους δεν την έχουν δει και γίνεται διαδικαστικά κι όχι γιατί υπάρχει μια και μοναδική απάντηση που κάποιος πρέπει να την ανακαλύψει: στο σινεμά του Βίντερμπεργκ αυτά είναι ανήκουστα. Για μένα είναι η δανέζικη εκδοχή του θρυλικού Amici Miei που πολύς κόσμος λατρεύει – και δικαιολογημένα. Η βάση της ιστορίας είναι ίδια: είναι η αντρική φιλία ως διαδικασία αντοχής και απόλαυσης της ίδιας της ζωής. Στην ταινία πρωταγωνιστούν τέσσερις φίλοι με αρκετά διαφορετικό κοινωνικό μπακράουντ και προβλήματα. Αντιμετωπίζουν διαφορετικά τη δουλειά, το γάμο, την ίδια τη σχέση τους. Προσπαθούν να δώσουν στη ζωή τους ενδιαφέρον ή απλά να την κάνουν λίγο παραπάνω συναρπαστική: το κίνητρο τους διαφέρει. Φυσικά δεν ρίχνουν σφαλιάρες στους ταξιδιώτες  των τρένων όπως οι Ιταλοί ήρωες του Μονιτσέλι και δεν ζουν σαν πρωταγωνιστές μιας τεράστιας φάρσας, αλλά είναι ανάλογα δεμένοι – και κυρίως έχουν αυτό το είδος της ανοχής για το χαρακτήρα του φίλου τους, που είναι κάτι που σπανίζει.

Ο Βίντερμπεργκ τοποθετεί τις ζωές τους σε ένα σχολείο: είναι όλοι καθηγητές. Η επιλογή είναι λίγο ειρωνική καθώς βρισκόμαστε μπροστά σε δασκάλους που δεν μπορούν να διδάξουν γιατί νιώθουν ότι λείπει από τους ίδιους η γνώση της χαράς της ζωής – δηλαδή η σημαντικότερη ίσως γνώση. Κι αποφασίζουν να τη βρουν με τη βοήθεια του αλκοόλ. Που γίνεται ξαφνικά τα πάντα: και απόλαυση και φάρμακο και τρόπος ζωής και τρόπος καταστροφής και μέσο και σκοπός. Εξού και ο ελληνικός τίτλος «Απρο Πάτο» που είναι ένα είδος ευχής. Που είναι άκομψος γιατί η ταινία δεν εύχεται τίποτα.

https://www.monopoli.gr/wp-content/uploads/2021/07/023-Druk-Lars-Photo-by-Henrik-Ohsten.jpg

Παιγνίδια με την εικόνα

Αυτό είναι και το πιο ενδιαφέρον ή (για να το πω πιο σωστά) το πιο δανέζικο στοιχείο του Druk. Το παγκόσμιο σινεμά είναι γεμάτο από ταινίες με χαριτωμένους ή κατεστραμμένους αλκοολικούς. Η μεθυστική (κυριολεκτικά) διάσταση του θέματος επιτρέπει στους σκηνοθέτες να παίξουν με την εικόνα και τους ηθοποιούς κι επιτρέπει στους σεναριογράφους να εντάξουν στις ιστορίες τους κάθε είδους ανατροπές. Στις περισσότερες των περιπτώσεων το αλκοόλ γίνεται σημαντικότερο από τις ιστορίες κι ο αλκοολικός μοιάζει με σούπερ ήρωα. Αλλά στην ταινία του Βίντερμπεργκ το θέμα δεν είναι το αλκοόλ, παρόλο που μετά από ένα σημείο ρέει άφθονο: το θέμα του είναι οι άνθρωποι, οι φίλοι, η αντιμετώπιση της ζωής και το ίδιο το περιεχόμενό της. Και μάλιστα – και ίσως  αυτό είναι το σπουδαιότερο – η εξιστόρηση των περιπέτειών τους γίνεται χωρίς χαρακτηρισμούς και χωρίς αξιολογήσεις: δεν υπάρχει τίποτα καλό και τίποτα κακό, τίποτα που να αποθεώνεται και τίποτα που να δαιμονοποιείται. Υπάρχει μόνο η υπενθύμιση πως όλα έχουν κόστος – ακόμα κι ό,τι νομίζεις πως σου δίνει δύναμη. Ωστόσο κι αυτή ακόμα δεν είναι μια υπενθύμιση ηθικοπλαστική: αφορά απλά τη ζωή και τα καμώματα της. Η ταινία είναι μια απόδειξη της διαπίστωσης του καθηγητή ιστορίας της παρέας που υπενθυμίζει πως ο κόσμος δεν είναι ποτέ αυτό που περιμένεις. Κι όσο κι αν αυτό ακούγεται διδακτικό, μόνο τέτοιο δεν είναι.

Οι εναλλαγές της έντασης

Ο Βίντερμπεργκ, όπως πάντα, εναλλάσσει την ένταση: ξεκινά με μια οργιώδη σκηνή ξέφρενης κατανάλωσης αλκοόλ από πιτσιρικάδες για να σου θυμίσει ότι βρίσκεσαι στη Δανία. Συνεχίζει με ένα γεύμα επιπέδου, που καταλήγει να ξυπνήσει τις αισθήσεις των παρευρισκόμενων κουρασμένων φίλων. Και μετά αφήνει τους ηθοποιούς να σε πείσουν πως αυτό που παρακολουθείς είναι η ιστορία της ζωής τους, ενώ είναι απλά μια ταινία: περιττό να πω ότι ο Μίκελσεν το κάνει καλύτερα από όλους συναντώντας στο φινάλε τον δικό μας Αλέξη Ζορμπά και τη στάση του απέναντι στη ζωή και τα καμώματα της. Όλα αυτά γίνονται προσεχτικά κι ανθρώπινα, χωρίς φτιασιδώματα και παράπονα. Και στο πιο σπουδαίο χωρίς να θες  στο τέλος να πας και να γίνεις φέσι στο κοντινότερο μπαρ, αλλά ξυπνώντας σου τη διάθεση να πάρεις νυχτιάτικα ένα τηλέφωνο τους φίλους σου. Και να τους πεις πως τους αγαπάς πολύ…