Ο από μηχανής Θεός ήταν Ιταλός...

Ο από μηχανής Θεός ήταν Ιταλός...


Το 1982 ο Πάολο Ρόσι ήταν ο διασημότερος Ιταλός στον κόσμο. Είχε το πιο απλό και συνηθισμένο από τα ιταλικά ονοματεπώνυμα: το άκουγες και σου έμεινε στο μυαλό πιο πολύ κι από αυτά του Μάρκο Ταρντέλι, του Νίνο Τζοφ, του Γκαϊτάνο Σιρέα, του Σπίλο Αλτομπέλι. Εφυγε λίγο πριν φύγει το καταραμένο 2020 σε ηλικία 64 ετών. Πήρε μαζί του τις αναμνήσεις μας από το ωραιότερο ίσως μουντιάλ όλων των εποχών, το μοναδικό που εξαιτίας της φόρμουλας διεξαγωγής με τους ομίλους στη δεύτερη φάση μας επέτρεψε να δούμε από τη μια τους Βραζιλιάνους τους Αργεντίνους και τους Ιταλούς και από την άλλη τους Ισπανούς, τους Γερμανούς τους Αγγλους και τους Γάλους να παίζουν μεταξύ τους. Κι αυτόν να εμφανίζεται ξαφνικά και να το κρίνει.

Σαν μάρκα αυτοκινήτων

Η ιστορία του μουντιάλ του 1982 είναι η στην ιστορία των μουντιάλ μάλλον η πιο ογκώδης. Το καλοκαίρι εκείνο ένας νευρώδης και εκρηκτικός Ιταλός φορ, που σου έδινε την εντύπωση πως πριν σκοράρει θα σου κλέψει χαμογελώντας και το πορτοφόλι, σκότωσε το όνειρο εκατομμυρίων ποδοσφαιρόφιλων που έχοντας εντυπωσιαστεί από την Εθνική Βραζιλίας ήθελαν να τη δουν Παγκόσμια Πρωταθλήτρια. Τα τρία γκολ του στην ομάδα του Φαλκάο και του Σώκρατες προκάλεσαν ένα είδος παγκόσμιου σοκ. Το σοκ προκαλεί πάντα αντιδράσεις απρόβλεπτες. Σχηματίστηκε τότε αμέσως η παγκόσμια εντύπωση πως ο απίθανος αυτός τύπος με τα αδύναμα πόδια και τους στενούς ώμους, που έμοιαζε περισσότερο με ηθοποιό παρά με ποδοσφαιριστή, ήταν ένα είδος μετεωρίτη, που ήρθε από το πουθενά  και στο πουθενά επέστρεψε. Τα κατορθώματά του που ακολούθησαν την εκτέλεση των Βρζιλιάνων, (δυο ακόμα γκολ στον ημιτελικό με την Πολωνία κι ένα στους Γερμανούς στον τελικό θρίαμβο), δεν μεγάλωσαν τόσο τον θαυμασμό μας, όσο την απορία μας. Κανείς δεν μπορούσε να δώσει πειστικές εξηγήσεις για το κατόρθωμά του κι όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις πειστήκαμε ότι η παρουσία του ήταν ένα είδος αστείου σκηνοθετημένο από κάποιο Θεό του ποδοσφαίρου που περνούσε την ώρα του.

https://weedynews.com/static/images/f8/paolo-rossi.png

Χωρίς μεγάλη ενημέρωση, χωρίς εικόνες από το καμπιονάτο, χωρίς Ιντερνετ, συνεχίσαμε να λατρεύουμε τους Μαραντόνα, τους Πλατινί και τους Ρουμενίγκε  προσπαθώντας να διαγράψουμε από την ποδοσφαιρική μνήμη μας τον απροσδόκητο κλέφτη της δόξας των άλλων. Κι ας είχε σφραγίσει όσο κανείς το μεγαλύτερο μουντιάλ όλων των εποχών. Κι ας κουβαλούσε ήδη τρομερές ιστορίες. Κι ας ήταν εξίσου καταπληκτικός και τέσσερα χρόνια πριν στην Αργεντινή, όταν είχε πετύχει τρία γκολ και είχε δώσει στον Ρομπέρτο Μπέτεγκα την ασίστ για το γκολ της νίκης των Ατζούρι κόντρα στην Αργεντινή – το γκολ που σιώπησε το Μπομπονιέρα. Κι ας είχε κάνει στην Ιταλία πρωταθλητισμό με επαρχιακές ομάδες όπως η Βιτσέντσα και η Περούτζια, που είχε αποκλείσει ο Αρης, στον οποίο είχε βάλει και γκολ.    

Το 1982 το «Πάολο Ρόσι» μας ακουγόταν σαν ιταλική μάρκα αυτοκινήτων, σαν όνομα τραγουδιστή, σαν ονοματεπώνυμο παραθεριστή: δεν ταίριαζε σε σούπερ σταρ.  Ο,τι δεν σου εξάπτει τη φαντασία, δύσκολα θα το ψάξεις: ακόμα κι εγώ που πάντα λάτρευα το ποδόσφαιρο για τις ιστορίες του δεν είχα μπει στον πειρασμό να ψάξω το βιογραφικό του απροσδόκητου ήρωα  που περπατούσε στα ματς με το Περού, το Καμερούν και την Αργεντινή πριν πάρει φωτιά και κατακτήσει ένας μουντιάλ ως πρώτος σκόρερ – ήταν ο πρώτος ευρωπαίος που το έκανε.

Μόνο όταν βρέθηκα εκεί  

Ομολογώ ότι κατάλαβα ποιος ήταν ο Ρόσι και τι σήμαινε για τους Ιταλούς μόνο όταν επτά χρόνια μετά το θαύμα στο Σαριά, το γήπεδο που έγινε το Ιταλία – Βραζιλία 3-2, βρέθηκα στη χώρα τους. Εκεί διαπίστωσα πως στο τότε Χόλιγουντ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, όπου μορφές όπως ο Μαραντόνα, ο Γκούλιτ, ο Ματέους, ο Βιάλι, ο Μπάτζιο, ο Βαν Μπάστεν λάμπρυναν τα γήπεδα, στην καθημερινότητα όλων υπήρχε κυρίως αυτός ο τρομερός τύπος γύρω από τον οποίο γυρνούσαν όλα. Ο Πάολο «Παμπλίτο» Ρόσι ήταν πάντα ο λατρεμένος φίλος του μέσου Ιταλού κι ο πρίγκιπας της μέσης Ιταλίδας: un italiano vero. Αυτός που από τη βραδιά που έκανε τη Βραζιλία και τους πιστούς της να κλάψουν έγινε ένα είδος συμβόλου της ιταλικής άνοιξης της δεκαετίας του ’80: η απόλυτη απόδειξη ότι το made in Italy δεν μπορεί να το κοπιάρει κανείς γιατί είναι απρόβλεπτα γοητευτικό. Κι απροσδόκητα επιτυχημένο. Όπως ο Ρόσι.

Τον γνώρισα σε ένα τελικό του Τσάμπιονς λιγκ το 1998, ως σχολιαστή, αλλά θα θυμάμαι πάντα τις εμφανίσεις του στις εξέδρες των επισήμων στα ιταλικά γήπεδα– πράγματα που είχα δει με τα μάτια μου πολύ πριν του σφίξω το χέρι. Εμφανιζόταν κι άλλαζε η ατμόσφαιρα. Οι Ιταλοί σκούνταγαν ο ένας τον άλλο φωνάζοντας ότι είναι στο γήπεδο ο Παμπλίτο. Όχι γιατί ήταν ακριβοθώρητος – ίσα ίσα. Αλλά γιατί ήταν ο από μηχανής Θεός του καλοκαιριού του 1982 – ο από μηχανής Ιταλός για την ακρίβεια. Που τους τρέλανε και τους ένωσε όσο κανείς ίσως.

https://headtopics.com/images/2020/12/10/channelnewsasia/soccer-the-day-paolo-rossi-changed-brazilian-football-for-good-1337051213829976066.webp

Το αγαπημένο παιδί μιας χώρας

Ο Ρόσι όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο με διαλυμένα τα γόνατα στα 31 του είχε την τύχη να ζει σε μια χώρα που τιμά και αγαπά τους ήρωές της. Ποτέ τους Ιταλούς δεν τους ενδιέφερε τι πίστευε ο κόσμος για το ποδόσφαιρο και τους ήρωές του: τους χρειαζόντουσαν για να τους αγαπάνε. Στο ρόλο του αγαπημένου παιδιού της χώρας ο Ρόσι ήταν καλύτερος και από ποδοσφαιριστής: κανείς μετεωρίτης δεν είχε τόσο πολυτάραχη ζωή. Τιμωρήθηκε με δυο χρόνια αποκλεισμό για συμμετοχή σε στημένο ματς κι έχασε το Πανευρωπαϊκό του 1980. Εγινε στα 25 του η ακριβότερη μεταγραφή της Γιουβέντους που τον απέρριψε στα 18 του. Είχε κοσμοπολίτικο αέρα. Εγινε επιχειρηματίας. Παντρεύτηκε δυο φορές κι απέκτησε το πρώτο του παιδί το μαγικό καλοκαίρι του 1982 και τα επόμενα δυο μετά τα 50 του. Ήταν είδωλο των πιτσιρικάδων – πολλοί συγκρίθηκαν μαζί και κάμποσοι, όπως ο Τοτό Σκιλάτσι π,χ, διαλύθηκαν από το βάρος της σύγκρισης. Έπαιξε σε ταινίες (πάντα τον εαυτό του), έγινε μοντέλο για διαφημιστικές καμπάνιες, έβγαλε ακόμα κι ένα τραγούδι που μιλάει για το πόσο δύσκολα τα περνάνε οι γυναίκες των ποδοσφαιριστών τις Κυριακές. Πήρε μέρος και ήταν καταπληκτικός στο Dancing with the Stars. Υπήρξε και υποψήφιος βουλευτής – έκανε τα πάντα σε μια χώρα που ζούσε για αυτόν. Με τη Γιουβέντους κέρδισε εγχώριους και ευρωπαϊκούς τίτλους, έγινε ο πρώτος Ιταλός μετά τον Τζιάνι Ριβέρα που πήρε τη Χρυσή Μπάλα, έπαιξε αξιοπρεπώς και στη Μίλαν και στην Βερόνα, αλλά έμεινε στη μνήμη όλων με τη φανέλα των Ατζούρι στο Μουντιάλ του 1982. «Εκανα τη Βραζιλία να κλάψει» είναι ο τίτλος της βιογραφίας του.    

Το φινετσάτο όνειρο

Ο Ρόσι είχε καταπληκτικό χιούμορ. Ελεγε ότι ο πρόεδρος της Γιουβέντους του ζήτησε να παντρευτεί μόλις η Κυρία τον απέκτησε για να σοβαρευτεί και να ωριμάσει. «Γύρισα σπίτι και είπα στη Σιμονέτα ότι ο Μπονιπέρτι μου ζήτησε να παντρευτούμε. Παραλίγο να λιποθυμήσει πιστεύοντας πως θα παντρευτώ τον Μπονιμπέρτι» έλεγε και πρόσθετε πως τον καιρό του διαζυγίου του σκεφτόταν πως ίσως ήταν προτιμότερο να χε παντρευτεί τον Μπονιπέρτι! Όταν περιέγραφε την εμπλοκή του στο σκάνδαλο των στημένων ματς εξηγούσε ότι συνάντησε δυο κύριους που του ζήτησαν το Περούτζια – Αβελλίνο να λήξει ισόπαλο κι ο ίδιος να βάλει δυο γκολ. «Τους είπα αυτά δεν γίνονται, αλλά την Κυριακή δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό: έβαλα δυο γκολ κι έχασε δυο χρόνια από τη ζωή μου». Και μετά από δυο χρόνια στην Ισπανία σε μια εβδομάδα, την ίδια τη ζωή που έχασε τη μετέτρεψε σε όνειρο. Πολύ ιταλικό, πολύ φινετσάτο.

Ας είναι ελαφρύ το χώμα…