Ο αγαπημένος παππούς...

Ο αγαπημένος παππούς...


Δεν ξέρω πόσοι στην Ελλάδα γνώριζαν τον Ανδρέα Καμιλέρι, τον Σικελό συγγραφέα που έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 93 χρονών. Τα βιβλία του, τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν ως ήρωα τον επιθεωρητή Σάλβο Μολνταλμπάνο, έχουν εκδοθεί όλα σχεδόν στα ελληνικά (τα πιο πολλά από τις Εκδόσεις Παττάκη) και μερικά έχουν κάνει και μια σχετική επιτυχία, αλλά ο αριθμός των φανατικών του φίλων είναι μάλλον μικρός. Ισως λίγοι παραπάνω έχουν γνωρίσει τον Καμιλέρι και τον Μολνταλμπάνο χάρη στην σειρά της RAI, που προβάλλεται σταθερά στο Action24 τα τελευταία χρόνια κάθε Κυριακή και Παρασκευή – κάθε φορά που αυτή ολοκληρώνεται το κανάλι αρχίζει ξανά την προβολή της αφού όλο και περισσότεροι τηλεθεατές «κολλάνε». Η σειρά κουβαλάει πολύ από την ατμόσφαιρα των ιστοριών, τα βιβλία, όμως, είναι άλλο πράγμα.

Επιτυχία στα 68 του…

Από όλους τους συγγραφείς αστυνομικών που έχουν γίνει της μόδας τα τελευταία χρόνια ο Καμιλέρι αποτελεί την πιο ιδιαίτερη περίπτωση. Περισσότερο από συγγραφέας ο Καμιλέρι ήταν παραμυθάς. Ελεγε ότι θα ήθελε να πεθάνει στην πλατεία ενός χωριού ενώ διηγούνταν μια ιστορία του στους θαμώνες του τοπικού καφενείου - «θα ήθελα να πεθάνω μόλις την ολοκλήρωνα και θα ήθελα να με πήγαιναν κατευθείαν στο νεκροταφείο», έλεγε σε μια από τις πολλές του συνεντεύξεις. Η ανάγκη να αρχίσει να αφηγείται ιστορίες ξύπνησε μέσα του αργά – έπρεπε πρώτα να γίνει παππούς. Εγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα με ήρωα τον Μολνταλμπάνο σε ηλικία 68 χρονών, όταν δηλαδή οι κανονικοί άνθρωποι αρχίζουν να σκέφτονται την σύνταξη. Αλλά ο Καμιλέρι ήταν πάντα μια εξαιρετική περίπτωση και για αυτό σύνταξη δεν πήρε ποτέ του.

Τελείως τυφλός

Πριν εμφανιστεί στη ζωή του ο Μολνταλμπάνο, ο Καμιλέρι είχε δοκιμάσει τις ικανότητες του στη συγγραφή γράφοντας μυθιστορήματα με μικρότερη επιτυχία, αλλά εξαιρετικό χιούμορ. Το «Αίτηση για τηλέφωνο» είναι η περιπέτεια ενός απλού ανθρώπου που θέλει να βάλει ένα τηλέφωνο σε ένα χωριό της Σικελίας: είναι γραμμένο μόνο με διαλόγους – σαν θεατρικό έργο. Η «Εποχή του Κυνηγιού» είναι μια διασκεδαστικότατη ηθογραφία, μέρος της οποίας είναι και ο κεραυνοβόλος έρωτας του πρωταγωνιστή με μια κατσίκα – ο Καμιλέρι γράφει σαράντα σελίδες τουλάχιστον, μέχρι να καταλάβεις ότι το «αντικείμενο του πόθου» του πρωταγωνιστή του δεν είναι γυναίκα. Αλλά την επιτυχία την έκανε όταν δημιούργησε το Μολνταλμπάνο και το μικρό του σύμπαν, εκδίδοντας το «Σχήμα του νερού», πριν ακριβώς 25 χρόνια. Δεν ήθελε να γράψει άλλο βιβλίο με τον ίδιο ήρωα – επέμενε ο εκδότης του. Εγραψε τελικά πάνω από τριάντα ιστορίες. Τις μισές από αυτές τελείως τυφλός!

Φανταστικό και πραγματικό

Οσο ενδιαφέρον έχουν οι ιστορίες του άλλο τόσο έχει και η μηχανική της κατασκευής τους κι αυτό έκανε τον Καμιλέρι, όχι απλά συγγραφέα, αλλά αληθινό δημιουργό. Εχοντας δουλέψει στο θέατρο, ως βοηθός σκηνοθέτη, σκηνοθέτης και σκηνογράφος, ο Καμιλέρι που για πάνω από είκοσι χρόνια δούλευε και στη RAI ως τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός, δεν περιορίστηκε απλά στο να βρει ένα ενδιαφέρον ήρωα (που κατά βάση του μοιάζει) αλλά έκανε και δυο ακόμα επιλογές που καθιστούν το έργο του μοναδικό: έγραφε τα πάντα στα σιτσιλιάνικα (και μάλιστα σε μια διάλεκτο της Σικελίας…) και ως σκηνικό των ιστοριών του Μολνταλμπάνο χρησιμοποιούσε μια φανταστική επαρχεία, την επαρχία της Βιγκάτα, τα χωριά και της πόλης της οποίας επινόησε με βάση την πραγματικότητα. Στα πιο πολλά από τα βιβλία του οι περιγραφές των δρόμων, των χωριών, των πόλεων, της φύσης είναι τόσο γλυκές που σου ξυπνάνε την ανάγκη να πας να δεις αυτά τα μέρη – φυσικά και να φας όλα αυτά τα υπέροχα που ο Καμιλέρι περιγράφει. Πλην της κουζίνας, που βασίζεται στο ψάρι και είναι τυπικά σιτσιλιάνικη, όλα τα άλλα είναι πραγματικά και συγχρόνως φανταστικά. Πιθανότατα πόλεις και χωριά υπάρχουν, αλλά με άλλα ονόματα. Ο Μολντάλμπάνο τις χρησιμοποίησε στις δικές του ιστορίες φέρνοντας τα πάντα στα μέτρα του και κρατώντας απλά την αυθεντικότητα των ανθρώπων: υπάρχουν στα βιβλία του όλοι – και χαρούμενοι εστιάτορες και ερωτύλοι αστυνομικοί και στριμμένοι γέροι και ζευγάρια σε κρίση και κυρίες με επικίνδυνα γούστα και μετανάστες και απλοί καθημερινοί άνθρωποι με μυστικά και μαφιόζοι με ή χωρίς έλεος. Αληθινοί άνθρωποι που κινούνται σε ένα fiction περιβάλλον στον κανονικό μας κόσμο – παραμύθι και πραγματικότητα συγχρόνως. Ο Καμιλέρι πάντα μιλά και για την τωρινή Ιταλία, τη διαφθορά και τα προβλήματα της, τους επικίνδυνους δρόμους της και τις αντιλήψεις που τον ενοχλούν. Εχοντας μνήμες της πολιτικής της ιστορίας δεν θα μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Με μια δική του γλώσσα

Τα βιβλία που έγραφε στα σιτσιλιάνικα κυκλοφορούσαν και στα ιταλικά – οι δυο γλώσσες έχουν ομοιότητες, αλλά και διαφορές. Με τον καιρό τα σιτσιλιάνικα του Καμιλέρι έγιναν ακόμα πιο ιδιαίτερα και ακόμα πιο δικά του: ο συγγραφέας εκτός από ένα φανταστικό τοπίο δημιούργησε με τον καιρό και μια δική του γλώσσα – την καταλάβαιναν απόλυτα μόνο οι φανατικοί του οπαδοί, κι αυτό το έβρισκα πάντα υπέροχο. Όπως υπέροχη ήταν και η μοναδική επιμονή του να συνεχίζει να δημιουργεί και να εκδίδει ιστορίες μολονότι τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια έχανε την όρασή του – τα οκτώ τελευταία χρόνια ήταν εντελώς τυφλός και την συγγραφή των ιστοριών του είχε αναλάβει μια συνεργάτης του, η Βαλεντίνα Αλφέρι. Ο Καμιλέρι θεωρούσε την απώλεια της όρασης ως ένα είδος τιμωρίας για τις καταχρήσεις του και την ίδια στιγμή έλεγε πως δεν είναι τίποτα πιο πολύ από μια επιπλέον δυσκολία στο ασταμάτητο παιγνίδι της έμπνευσης. Ελεγε ακόμα ότι ο ίδιος είχε πάντα προβλήματα όρασης γιατί έπασχε από ένα είδος «συναισθηματικής πρεσβυωπίας», που δεν του επέτρεπε να βλέπει σωστά το παρελθόν και ότι η απώλεια της όρασης απλά δεν του επιτρέπει να βλέπει και το παρών – πράγμα ωστόσο «όχι και τόσο σημαντικό αφού αυτό που μετρά είναι το μέλλον».

Για να δείξει πόσο εντός του νέου ρόλου του μπορούσε να δημιουργήσει, πριν πέντε χρόνια, σε ηλικία 88 χρονών έπαιξε τον τυφλό μάντη Τειρεσία σε ένα ανέβασμα του Οιδίποδα στο Θέατρο των Συρακουσών και είπε ότι δεν ήταν ίσως ο καλύτερος στο ρόλο, αλλά σίγουρα υπήρξε «ο μόνος αληθινά τυφλός». Εχοντας περάσει από το θέατρο, ο Καμιλέρι μετέφερε και στη ζωή και στα βιβλία του κάτι από την ατμόσφαιρά του – όλα είχαν μια παράξενη θεατρικότητα. Δεν μου έκανε εντύπωση ότι έχει γράψει πριν από δέκα χρόνια μια περιπέτεια του Μολνταλμπάνο ζητώντας από τον εκδοτικό οίκο να την εκδώσει μετά το δικό του θάνατο. Αρχίζει με τον Μπολνταλμπάνο να σκέφτεται αν έφτασε η ώρα να τα παρατήσει. Ισως και να παντρευτεί τη Λίβια…

Μένουν πάντα οι ιστορίες  

Ισως ο Καμιλέρι δεν ήταν ο καλύτερος αφηγητής αστυνομικών ιστοριών – οι τελευταίες περιπέτειες του Μολνταλμπάνο είχαν μια αφηγηματική αθωότητα, αν τις συγκρίνεις με αυτές που γράφει ο Νέσμπο ή ο Λεμέτρ ή ο Φίτζεκ. Αλλά ο Καμιλέρι ήταν δημιουργός και συγχρόνως ο παππούς που αφηγείται ιστορίες – ο παππούς που όλοι θα θέλαμε να έχουμε.

Από καρδιάς, αντίο παππού…