Μια νέα θρησκεία...

Μια νέα θρησκεία...


Δεν θα σας πω τίποτα για το «Avengers End Game» διότι δεν θέλω με κάποια αποκάλυψη να σας στερήσω ένα έστω δευτερόλεπτο απόλαυσης. Η ταινία είναι ένα δώρο στους πιστούς της Marvel, σε όλους εμάς, που από το 2008 που ξεκίνησε η τρομερή σειρά που τώρα κλίνει (;), περιπλανηθήκαμε στο σύμπαν της. Είναι παράξενο, αλλά αντί να ευχαριστήσουμε εμείς τη Marvel για τις μικρές ή τις μεγάλες απολαύσεις, που μας χάρισε αυτά τα εννέα χρόνια, το κάνει αυτή και μάλιστα με τον πλέον γενναιόδωρο τρόπο: με μια ταινία που προορίζεται αποκλειστικά για τους πιστούς και που αποτελεί κορύφωση όλων των προηγούμενων ιστοριών και συγχρόνως περίληψή τους. Την ώρα της προβολής παρελθόν και πραγματικότητα γίνονται ένα  - το μέλλον μπορεί να περιμένει: αυτό που συμβαίνει στο End Game, συμβαίνει και με μας που το παρακολουθούμε.

Θα σπάσει ταμεία

Τις δυο πρώτες μέρες που ξεκίνησε την πορεία του οι πιο πολλές αίθουσες ήταν κατάμεστες και στην Ελλάδα και σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται για μια ταινία, που είναι όντως αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς, αν δεν έχει δει τις προηγούμενες: μιλάω για όλες όσες διαδέχτηκαν το Iron Man του 2008. Κι όμως, μολονότι απευθύνεται μόνο στο κοινό της η ταινία θα σπάσει ταμεία γιατί το κοινό αυτό είναι γιγάντιο. Και πρέπει να πούμε μπράβο στη Marvel μόνο και μόνο γιατί κατάφερε και το έχτισε, σε μια εποχή μάλιστα που παγκοσμίως το σινεμά έχασε θεατές και φίλους.

Το 2008 οι ταινίες με θέμα τους σούπερ ήρωες είχαν σχεδόν τελειώσει. Τις ταινίες της δεκαετίας του ’90, με ήρωα τον Μπάτμαν, αυτές που γύρισε ο Τζόελ Σουμάχερ παίρνοντας την σκυτάλη από τον Τιμ Μπάρτον, τις είχαν δει σχετικά λίγοι funs – απόδειξη ότι μια ταινία που έπρεπε να γυριστεί το 1997 με κεντρικό ήρωα τον Ρόμπιν είχε ακυρωθεί. Ο Σαμ Ράιμι είχε παρουσιάσει μια καλούτσικι τριλογία με θέμα τον Σπάιντερ Μαν στις αρχές του 2000, όμως και αυτής η κατάληξη ήταν περίπου ίδια: η αιμορραγία σε εισιτήρια είχε ως κατάληξη ένα σχεδόν άδοξο φινάλε. Είχε συμβεί και παλιότερα με τον Σούπερμαν: ο κόσμος μετά από δυο, τρεις (το πολύ…) ταινίες κουραζόταν. Ο λόγος νομίζω ότι ήταν απλός: όλοι εστίαζαν πολλοί στην εμφάνιση του Σούπερ ήρωα ποντάροντας στα σίγουρα. Εικονοποιούσαν ιστορίες γνωστές στο μεγάλο κοινό: πόνταραν στο ό,τι το κοινό τις γνώριζε – διηγούνταν γνωστά παραμύθια προσθέτοντας σπέσιαλ εφέ. Ποιος δεν γνώριζε ότι ο Σπάιντερ μαν απέκτησε τις ικανότητές του όταν τον τσίμπησε ραδιενεργή αράχνη; Ποιος δεν θυμόταν ότι ο Μπατμαν έμεινε ορφανός και πάμπλουτος, όταν οι γονείς του εκτελέστηκαν; Ποιος δεν είχε γελάσει με το ότι οι Αμερικάνοι δεν έβλεπαν ότι ο Κλαρκ Κεντ και ο εξωγήινος Σούπερμαν είναι το ίδιο πρόσωπο; Ολοι τρέχαμε να δούμε ιστορίες που γνωρίζαμε, απλά για να δούμε πως τις έφτιαξαν. Κι όταν αυτές τελείωναν, κι έπρεπε να υπάρξουν άλλες που δεν τις ξέραμε καλά, οι πιο πολλοί χάναμε το κέφι μας. Πρώτα από όλα γιατί η αφήγηση τους, όταν δεν υπήρχε το κεφάλαιο της αρχής τους, μας φαινόταν αδύναμη. Ασχετη με τα λατρεμένα κόμικς.

Το 2005 ο ιδιοφυής Κρίστοφερ Νόλαν μας έδωσε τον πρώτο Μπατμαν που ήταν περισσότερο άνθρωπος, παρά σούπερ ήρωας. Το Batman Begins ήταν κατά κάποιο τρόπο η ληξιαρχική πράξη θανάτου της εποχής των σούπερ ηρώων: η ηρωϊκή τους διάσταση είχε μικρότερη σημασία από τις ανθρώπινες περιπέτειές τους. Η ίδια η Marvel έμοιαζε κι αυτή αυτό να το πιστεύει, λανσάροντας ήδη από το 2000 την κινηματογραφική εκδοχή των X men, που επίσης έμοιαζαν προβληματικοί χαρακτήρες με δυνάμεις που ποτέ δεν ζήτησαν. Και οι Χ men, μετά από τρεις μόνο ταινίες, «κρέμασαν»: ο Μπράιν Σίνγκερ αρνήθηκε να γυρίσει το τρίτο μέρος της τριλογίας, που έκανε μεν μεγάλες εισπράξεις, αλλά δεν είχε παρά ελάχιστη σχέση με τα δυο προηγούμενα. Αν τα προηγούμενα διδάσκουν, το συμπέρασμα που μπορούσε κάποιος να βγάλει πριν την εμφάνιση του Iron Man, ήταν ότι για να έχουμε κάτι της προκοπής με πρωταγωνιστές σούπερ ήρωες, χρειαζόμασταν μια φίρμα σκηνοθέτη με άποψη (Μπάρτον, Νόλαν, Σίνγκερ, Σαμ Ράιμι) και κάποιες ιστορίες που θα πρεπε αρχικά να πατάνε στο κόμικς της καταγωγής τους και μετά να ξεμακραίνουν. Και τότε η Marvel έκανε κάτι εντελώς κόντρα στο ρεύμα: είπε ότι αυτό που μετράει είναι μόνο οι ιστορίες – αρκεί να έχεις τον τρόπο να τις αφηγηθείς. Οι σούπερ ήρωες της σειράς των Avengers άρχισαν να εμφανίζονται ένας ένας για να δώσουν ζωή στα κόμικς της καταγωγής τους κι όχι για να γίνουν κάτι άλλο: ο κινηματογράφος, ως μέσο γραφής και αφήγησης, υπηρέτησε τις ιδέες του μακαρίτη του Σταν Λι για να τις τιμήσει, κι όχι για να παρουσιάσει τις δικές του εκδοχές. Κατά κάποιο τρόπο όλα έγιναν περισσότερο χάρτινα, για να γίνουν περισσότερο αληθινά, η περισσότερο ονειρικά – όπως το δει κανείς. Το ωραίο είναι ότι στην ολοκλήρωση του κύκλου, με το υπέροχο End Game, έρχεται η υπέρβαση. Το σύμπαν της Marvel, στέρεο όσο ποτέ, μπορεί πια να γεννήσει ιστορίες και να βάλει το σινεμά στα κόμικς. Το End Game έχει χιούμορ, έχει πρωταγωνιστές με χαρακτήρες, έχει σπουδαίους ηθοποιούς σε σπουδαίες στιγμές, έχει σενάριο, έχει εφέ, έχει ανατροπές, έχει εκπλήξεις. Κυρίως έχει τη δύναμη του μελό και τη μεγαλοπρέπεια της περιπέτειας, θα μπορούσε να είναι γουέστερν, αλλά και οικογενειακή ιστορία με μπαμπάδες και γιους, loosers και προδομένους που βρίσκουν την πίστη τους– είναι δηλαδή αμερικάνικο σινεμά.

   

Ενστάσεις που δεν έχουν νόημα 

Πάντα, όταν αυτές οι ταινίες κάνουν επιτυχία η ένσταση όσων δεν τις αντέχουν είναι ότι σε όλα αυτά υπάρχει λίγος κινηματογράφος, πολύ κομπιούτερ, λίγη δημιουργία, ελάχιστη έμπνευση. Συχνά επανέρχεται η κατηγορία ότι μιλάμε για ταινίες φτιαγμένες για ένα ειδικό κοινό με στόχο τα εισιτήρια των Village. Πάντα απαντάω ότι το πρώτο και το βασικό κριτήριο κρίσης μιας ταινίας θα πρέπει να είναι το κατά πόσο σέβεται το είδος: το είδος το σέβεσαι, ακόμα κι όταν το υπερβαίνεις. Στην προκειμένη περίπτωση, επειδή το είδος το δημιούργησε η Marvel, η συζήτηση δεν έχει σημασία: μπορείς να πεις δεν μου αρέσει τίποτα από αυτά – η απόρριψη δεν επιτρέπει όμως ενστάσεις. Από εκεί κι έπειτα πιστεύω ότι δεν υπάρχει ταινία που να μην είναι φτιαγμένη για ένα κοινό: όλες, που θέλουν κοινό, σε κάποιο κοινό στοχεύουν – ειδικά οι ταινίες των δημιουργών απευθύνονται σχεδόν πάντα σε ένα κοινό συγκεκριμένο, εκτός αν κάποιος πιστεύει πως ένα παιδί 16 χρονών μπορεί να δει Γκοντάρ και να ενθουσιαστεί. Οσο για τις αίθουσες, εξακολουθώ να θεωρώ ότι πρόβλημα δεν είναι οι γεμάτες αίθουσες, αλλά οι άδειες. Αν το σινεμά προοριζόταν για λίγους κι αν ο σκοπός ήταν να βλέπουμε τις ταινίες σε ένα ειδικά διαμορφωμένο θάλαμο, που χωράνε δέκα άτομα, το σινεμά θα είχε πεθάνει σε χρόνο ρεκόρ. Αν και νομίζω πως πάντα θα βρισκόταν η Marvel για να το αναστήσει.

Δείτε, εσείς που πρέπει, το End Game σαν μια πασχαλιάτικη ταινία. Είναι μια ταινία με θαύματα και αναστάσεις. Μια ταινία ορόσημο για κάτι που μοιάζει ολοένα και περισσότερο με νέα θρησκεία…