Μας λείπεις πολύ Νίκο Γκάλη

Μας λείπεις πολύ Νίκο Γκάλη


Στο βιντεάκι που έφτιαξε η τηλεόραση του ΝΒΑ για να καταλάβουν οι Αμερικάνοι τον λόγο, που ο Νίκος Γκάλης μπήκε στο Hall of Fame, μέσα σε δυο μόλις λεπτά υπάρχει συμπυκνωμένη, όχι η τεράστια καριέρα του Νικ, αλλά το δέος που αυτός προκαλούσε: βρήκα ασύγκριτα πιο ζεστά και από τα λόγια της ευχαριστίας του Γκάλη για την τιμή, την εξήγηση για το αναγκαίο της παρουσίας του στο Hall of Fame, έτσι όπως την έδωσαν ο Τόνι Κούκοτς, ο Βλάντε Ντίβατς, ο Ντέτλερ Σρεμπφ. Οι γίγαντες αυτοί μιλούν για τον Νικ με ένα θαυμασμό που προκαλεί ανατριχίλες, τονίζοντας πως ήταν τιμή τους, που τον είχαν αντίπαλο. Ο ίδιος ο Γκάλης εμφανίστηκε στην μεγάλη αυτή γιορτή με τον αέρα του Αμερικάνου, ντυμένος, όπως πρέπει, για να τραβήξει τα βλέμματα ήδη περνώντας από το κόκκινο χαλί, αλλά και με την ζεστασιά του Ελληνα, που την ώρα της δικαίωσης, μιλά για την πατρίδα. Η μοίρα θέλησε να βρει και επισήμως θέση στο Hall of Fame τη μέρα που η Εθνική μας αναζητά μια νίκη κόντρα στην Λιθουανία στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα – μια νίκη στην οποία λίγοι πιστεύουν. Κυρίως γιατί η τωρινή ομάδα μοιάζει να ξέχασε τις αξίες, που ο Νικ έφερε κάποτε στο ελληνικό μπάσκετ.

Τριάντα χρόνια μετά

Ο Γκάλης έζησε χθες βράδυ αυτή τη μέγιστη για μπασκετμπολίστα τιμή σαράντα περίπου χρόνια μετά τον ερχομό του στην Ελλάδα και τριάντα χρόνια μετά τον απόλυτο θρίαμβό του, δηλαδή την κατάκτηση του Eurobasket του 1987. Κάποτε είχα γράψει ένα κομμάτι με τίτλο «Δεν υπάρχει Hall of Fame που να χωράει τον Νίκο Γκάλη» (υπάρχει στα «Παλιά κι Aγαπημένα» του Blog) - εξακολουθώ να το πιστεύω. Αλλά η βράβευσή του την δεδομένη στιγμή είναι αρκετά χρήσιμη για το ελληνικό μπάσκετ, καθώς ίσως, σε συνάρτηση με την συζήτηση που γίνεται για την Εθνική, βοηθήσει λίγο, ώστε να βρεθούν οι ξεχασμένες αξίες.

 

Υπάρχει ένα πρόβλημα να μιλάς για τον Γκάλη στους νεότερους, που δεν τον έχουν δει: έχοντας όλα τα παιδιά πλέον σπουδαία γνώση του μπάσκετ, προσπαθούν να κρίνουν τον ίδιο και τα κατορθώματα του με βάση τις μοντέρνες παραστάσεις τους – κάθε συζήτηση ολοκληρώνεται με την αναπάντητη ερώτηση τι θα έκανε τώρα. Δεν είναι αυτό το θέμα και είναι λάθος να το βλέπουμε έτσι: η σωστή επισήμανση είναι ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ πρέπει να ξαναθυμηθούμε τον Γκάλη για την αληθινή φύση της προσφοράς του, η οποία δεν είχε να κάνει μόνο με πόντους, νίκες και θριάμβους, αλλά υπήρξε στον καιρό της ένα αληθινό μάθημα που ξεπερνούσε τα στενά αθλητικά πλαίσια.

Η γνώση της αληθινής επιτυχίας

Δεν ήτα άγιος ο Γκάλης, ούτε λατρεύτηκε γιατί κέρδιζε συμπάθειες: η σκληρότητά και η ευθύτητα του τρόμαζε και συμπαίκτες του. Αλλά ήταν πρωτοπόρος, μοναδικός. Ο Γκάλης, την δεκαετία του ‘80, έδειξε στην ελληνική κοινωνία (κι όχι απλά την μικρή τότε μπασκετική κοινότητα) ότι ο επαγγελματισμός είναι το συνώνυμο της δουλειάς, της εξέλιξης, της συνεχούς βελτίωσης. Ο Γκάλης άλλαξε το ίδιο το αξιολογικό σύστημα της χώρας του «Εδώ και Τώρα»: μέχρι να εμφανιστεί και να αρχίσει να μεγαλουργεί η Ελλάδα πίστευε ότι η καταξίωση και η επιτυχία είναι απλά θέμα ταλέντου και προσόντων, ζήτημα σωστής προπαρασκευής και αποτέλεσμα κάποιου χαρίσματος. Ο Γκάλης που είχε αμερικάνικη παιδεία και προπαρασκευή, αλλά και χαρίσματα και ταλέντο που σπάνια συναντάς σε αθλητή, ήρθε να αποδείξει ότι αυτά δεν αρκούν αν δεν συνοδεύονται από σκληρή δουλειά, ασταμάτητη πρόοδο, κοπιαστική αλλά απαραίτητη βελτίωση, συνέχεια και διάρκεια. Μέχρι τότε ο μεγάλος Ελληνας αθλητής, σε όλα τα σπορ, ήταν ο ταλαντούχος, που του αρκούσε να επιδεικνύει κάθε τόσο (και όποτε είχε κέφι) τις ικανότητες του: οι αθλητές λατρεύονταν για το εν δυνάμει τους, για αυτό που υπόσχονταν ότι μπορούσαν να κάνουν και όχι για την σταθερότητά τους, την πρόοδό τους, την επαγγελματική τους καριέρα. Η Ελλάδα ήταν γεμάτη από χαρισματικούς αλητάμπουρες, ωραίους τύπους που εξαργύρωναν φήμη και χρήμα στα αυτοκίνητα και στα μπουζούκια, μάγκες που αγαπούσαν το σπορ περισσότερο από την ίδια την καριέρα τους. Μέχρι τον Γκάλη η δουλειά ήταν απαραίτητη στους μέτριους, ο ιδρώτας ήταν σημάδι δυσκολίας, η βελτίωση δεν ήταν αυτοσκοπός – άλλωστε οι καλοί δεν είχαν ανάγκη βελτίωσης. Ο Νικ, δουλεύοντας ασταμάτητα, έδειξε ότι το ταλέντο είναι η βάση και όχι το ταβάνι της καριέρας και ότι η επιτυχία, (η αληθινή επιτυχία που χωρίς αυτόν δεν ξέραμε στην Ελλάδα τι είναι…), έρχεται μόνο όταν η απαίτηση από τον εαυτό σου σε οδηγεί στο να γίνεσαι καλύτερος. Η ίδια η επιτυχία της ομάδας του 1987 είναι το χρονικό μιας ομάδας που διαρκώς βελτιώνεται – πρώτοι από όλους βελτιώνονται οι παίκτες σε ατομικό επίπεδο, χάρη στην κουλτούρα της δουλειάς που φέρνει ο Νικ. Κάποτε ο Φασούλας μου είχε πει ότι ήταν αδύνατο να μην προσπαθείς να γίνεις καλύτερος όταν παίζεις δίπλα στον Γκάλη, εννοώντας ότι ο Νικ ήταν ο πρώτος που με τη δική του πρόοδο έκανε κατανοητή σε όλους την δική σου στασιμότητα. Αυτός ο κανόνας της ασταμάτητης επαγγελματικής δουλειάς έγινε το μυστικό κάθε ελληνικής επιτυχίας μετά τον Γκάλη. Ολοι οι μεγάλοι μας παίκτες στο μπάσκετ, μετά τον Γκάλη, δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους, όχι ως ταλαντούχοι μικροί, αλλά ως αθλητικά ώριμοι, ακριβώς γιατί δουλεύουν πολύ. Ο Γιαννάκης και ο Φασούλας πάνε στην Αμερική και γυρνάνε καλύτεροι. Ο Χριστοδούλου μεταμορφώνεται σε «παίκτη – ορχήστρα», και οι τραυματισμοί δεν τον φρενάρουν. Ο Φιλίππου, ο Ανδρίτσος, ο Ιωάννου, ο μεγάλος Καμπούρης κάνουν μεγαλώνοντας πιο πολλά από αυτά που ο καθένας μας περίμενε. Αυτός ο κανόνας της συνεχιζόμενης προόδου βρίσκει εφαρμογή, μετά τον Νικ, παντού και πάντα: οι επιτυχίες του Σιγάλα, του Αλβέρτη, του Παπαλουκά, του Διαμαντίδη, φυσικά του Σπανούλη στηρίζονται στην ασταμάτητη δουλειά – όλοι περπατάνε το δύσκολο δρόμο του πρωτοπόρου Γκάλη. Αυτός ο δρόμος είναι που μου μοιάζει κομμάτι χαμένος σήμερα. Για μια χώρα που έχει μάθει να ξεχνάει δεν είναι παράξενο: της λείπει ένας Γκάλης για να της τον θυμίζει.

   

Αρμόδιος του εαυτού του

Διάβασα χθες τις δηλώσεις αυτοκριτικής του Γιάννη Μπουρούση – δηλώσεις τίμιες και γενναίες. Δεν μπορώ, όμως, ούτε να φανταστώ τον Γκάλη να κάνει τέτοιες δηλώσεις – δεν του έλειπε το θάρρος, απλά στην καριέρα του δεν υπήρχε λόγος για αυτομαστίγωμα ή αυτοκριτική. Ο Γκάλης δεν είπε ποτέ του «αδίκησα τον εαυτό μου» - δεν θα μπορούσε να το φανταστεί καν, γιατί ο μεγάλος αρμόδιος της όποιας προσφοράς σε κάθε ματς ήταν ο ίδιος και μόνο: τον εαυτό σου ούτε τον αδικείς, ούτε τον αποθεώνεις – τον κουμάντάρεις. Η προετοιμασία του Γκάλη, ο επαγγελματισμός του, η δουλειά του, η προσήλωσή του, η συγκέντρωσή του δεν άφηναν κανένα περιθώριο για αυτοκριτική: οι ήττες του, πολλές και πικρές, ήρθαν γιατί ο αντίπαλος ήταν καλύτερος – στα σπορ συμβαίνει. Αλλά ατομικά, έλεγε ο Γκάλης στα ξεχασμένα του μαθήματα, εσύ πρέπει να είσαι άψογος. Και να προοδεύεις διαρκώς.

Λευκοντυμένος χρυσοδάκτυλος

Με ένα κατάλευκο σακάκι, ασορτί με τα ασημένια του μαλλιά, ένα παπιγιόν μαύρο που θύμιζε Τζέιμς Μποντ – απαραίτητο στην βραδιά καθώς μιλάμε για ένα Χρυσοδάκτυλο – ένα μαύρισμα μεσογειακό για να καταλάβουν οι Αμερικάνοι ότι ο τιμώμενος έρχεται από μια ηλιόλουστη χώρα, ο Γκάλης περπάτησε το κόκκινο χαλί που οδηγεί στην καταξίωση με άνεση και υπερηφάνεια. Το περπατούσε από την πρώτη μέρα που έπιασε μια μπάλα στα χέρια: ήταν ο δρόμος που στο μυαλό του σχεδίασε. Αυτό τον δρόμο της δουλειάς, της συνεχιζόμενης προσπάθειας, της απαίτησης για αυτοβελτίωση, πρέπει να τον βρουν τα σημερινά παιδιά της Εθνικής – κάποια μεταξύ μεγάλων συμβολαίων και εύκολων μπράβο έχουν ψιλοχαθεί. Δεν τους κακίζω: συνολικά η χώρα χάθηκε πιστεύοντας πως όλα είναι εύκολα, αρκεί να βρίσκεις κάθε φορά λόγια για υποσχέσεις και δικαιολογίες. Λόγια που ο καταπληκτικός Νικ ποτέ του δεν είπε.