Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του...

Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του...


Στο Μπουένος Αϊρες έγιναν επεισόδια ανάμεσα στον κόσμο και στην αστυνομία την ώρα της νεκρώσιμης ακολουθίας: ο Ντιέγκο Μαραντόνα παράγει τρομερές ιστορίες και μετά το θάνατο του. Χθες υπήρξε ένα ανατριχιαστικό tweet που δείχνει τι συνέβη στην πρωτεύουσα της Αργεντινής την ώρα της μεταφοράς του στο νοσοκομείο: το ασθενοφόρο συνοδεύει μια πομπή από μηχανές και αυτοκίνητα που κορνάρουν, ενώ ο κόσμος φωνάζει το όνομά του! Στη Νάπολι οι οπαδοί κόντρα στα περιοριστικά μέτρα έκαναν τη νύχτα μέρα γύρω από το Σαν Πάολο, η ομάδα παρατάχτηκε στο ματς με την Ριέκα με τη φανέλα που αυτός φορούσε στο πρώτο πρωτάθλημα υπό τους ήχους του Life is life με το οποίο έκανε ζέσταμα.  Και παντού σχεδόν γίνεται η ίδια ερώτηση: ήταν τελικά ο Μαραντόνα ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου; Η ήταν ένα μιντιακό φαινόμενο που κρατήθηκε στην επικαιρότητα, γιατί ο μύθος του αποδείχτηκε πανίσχυρα γοητευτικός;   

Εχω γράψει και παλιά ότι προσπαθώντας να δώσουμε απαντήσεις σε τέτοιες ερωτήσεις ξυπνά το παιδί που κρύβουμε μέσα μας – το παιδί αυτό γνωρίζει τον κόσμο του ποδοσφαίρου χάρη σε ήρωες και είδωλα που μαθαίνει να αγαπά παράφορα. Αυτοί που του κλέβουν την καρδιά είναι πάντα οι καλύτεροι – ό,τι και να του πεις. Αλλά στην περίπτωση του Μαραντόνα υπάρχουν μερικά αντικειμενικά στοιχεία που τον καθιστούν αδιαφιλονίκητα τον καλύτερο. Σε αυτά βάζω μέσα και ότι το παιδί που τον αγάπησε, ο Μαραντόνα ίσως δεν το σκέφτηκε πραγματικά ποτέ του. Δεν ήθελε να είναι παιδικός ήρωας – εμείς μόνοι μας εξακολουθούμε να τον βλέπουμε έτσι.  

Ο απίστευτος Πελέ

Ας τον συγκρίνουμε με κάποιους άλλους μεγάλους. Στην σύγκριση με τον Πελέ, που είναι η πιο βαριά, ο Μαραντόνα έχει σαφώς ένα πρόβλημα: ο Βραζιλιάνος έχει συμμετοχή σε τρεις κατακτήσεις μουντιάλ κι ως εκ τούτου μοιάζει να τον ξεπερνά στο παλκοσένικο, που του ήταν πάντα προνομιακό – αυτό του παγκοσμίου κυπέλλου.

Ο Πελέ ήταν απίστευτος. Ηταν μεγάλος σκόρερ, ήταν ιδιοφυής, ήταν μοναδικά προικισμένος, ήταν σούπερ αθλητής και όσες φορές τον βλέπω πιστεύω πως εύκολα θα μπορούσε να παίζει σε κάθε εποχή, προσαρμόζοντας την προπόνησή του. Αλλά παραδόξως είναι ακριβώς αυτή η εξαιρετικότητα που τον κάνει να βρίσκεται μισό σκαλάκι παρακάτω από τον Μαραντόνα. Ο Ντιέγκο δεν είχε τα σωματικά προσόντα που προκαλούν θαυμασμό, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να είναι εξίσου αποτελεσματικός σήμερα, είναι συζητήσιμο αν θα άντεχε την τωρινή προπόνηση: όταν μεγαλουργούσε στη Νάπολι προσπαθούσαν να είναι κεφάτος και να κοιμάται νωρίς – ο προπονητής Κάρλος Μπιάνκι πήγαινε στο σπίτι και του διάβαζε ιστορίες για να κοιμηθεί, όταν δεν νυχτοπερπατούσε! Στη σύγκριση με τον Πελέ ο Μαραντόνα έχει τρία επιπλέον πολύ δυνατά χαρτιά στα υπέρ του. Ηταν ηγέτης – ένας και μοναδικός – σε όποια ομάδα κι αν αγωνίστηκε. Έπαιξε στην Ευρώπη δηλαδή δοκιμάστηκε στο ξύλο των αληθινών αμυντικών, ενώ ο Πελέ ποτέ δεν το τόλμησε. Και τέλος ήταν απολύτως αποδεκτός από τους δικούς του ως ο κορυφαίος, ενώ ο Πελέ είχε πάντα απέναντί του ένα πλήθος από  Βραζιλιάνους που υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα ότι ο Γκαρίντσα είχε κάτι παραπάνω. Και υπάρχει και κάτι άλλο. Ο Πελέ το μεγάλο κύπελλο το κέρδισε και σαν θαυματουργός μικρός στη Σουηδία και σαν σούπερ σταρ στο Μεξικό: ποτέ όμως ως αδιαφιλονίκητος ηγέτης κι αυτό επιτρέπει εξ αρχής στους πιστούς του Μαραντόνα να θεωρούν ότι η σύγκριση είναι στα υπέρ του Θεού τους.

Ο Κρόιφ και οι άλλοι

Υπάρχουν άλλοι παίκτες που θα μπορούσαν να μπουν μαζί του σε σύγκριση; Ο Γιόχαν Κρόιφ σίγουρα. Αλλαξε το ποδόσφαιρο παίζοντας στον Αγιαξ με τον οποίο κέρδισε τρία κύπελλα πρωταθλητριών και πήγε το 1974 την Ολλανδία στον τελικό του Παγκοσμίου κυπέλλου. Αλλά η Ολλανδία χωρίς τον μεγάλο Γιόχαν έπαιξε τελικό και στο μουντιάλ του 1978, ενώ η Αργεντινή χωρίς τον Ντιέγκο είναι αμφίβολο αν θα έφτανε στα τελικά του παγκοσμίου κυπέλλου.  

Ο Κρόιφ ανήκει στην κατηγορία των παικτών που παρήγαγαν στιγμές ποδοσφαιρικής μαγείας – είναι ίσως ο καλύτερος από άλλους πολλούς. Ο Τζορτζ Μπεστ ήταν ένα αερικό που τρέλανε τον αντίπαλό του στη μέρα του. Ο Εουζέμπιο ήταν ο μαύρος πάνθηρας που προηγήθηκε της εποχής του. Ο Πλατινί, ο Ζιντάν, ο Ρουμενίγκε, ο Ματέους, ο Κριστιάνο Ρονάλντο – για να μην μιλάω μόνο για τους παλιούς – έχουν στο παλμαρέ τους ρεκόρ τρομερά κι έχουν σκοράρει περισσότερο από τον Ντιέγκο. Αλλά όλοι αυτοί υπολείπονται: σκύβουν το κεφάλι τους μπροστά του.

Ο Μπέστ ήταν ένας κολασμένος αρτίστας με μικρή διάρκεια. Ο Εουζέμπιο κι ο Ρονάλντο δεν έχουν σκορπίσει ανατριχίλες σε τελικούς παγκοσμίου κυπέλλου. Ο Πλατινί κι ο Ζιντάν δεν μεταμόρφωσαν ομάδες: έπαιξαν στη Γιουβέντους και στη Ρεάλ Μαδρίτης. Συγκλόνισαν πολύ, αλλά συγκίνησαν λίγο. Και ποτέ δεν σου άφησαν την εικόνα ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ανεπανάληπτο κυρίως γιατί δεν έκαναν τα ταχυδακτυλουργικά τους στα τελικά του μουντιάλ.

Αυτό είναι κάτι που πάντα θα απογειώνει την υστεροφημία του Μαραντόνα: οι δικές του μεγάλες στιγμές καταγράφονται όταν πάνω του έχει τα μάτια όλης της υφηλίου. Και δεν είναι μόνο το γκολ κόντρα στους Αγγλους. Είναι κι ένα γκολ κόντρα στους Βέλγους στον ημιτελικό του μουντιάλ του ‘86. Είναι κι ένα γκολ στους Ιταλούς στο ίδιο μουντιάλ. Είναι και η ασίστ στον Μπουρουσάγα που κρίνει τον τελικό στο Μεξικό. Είναι και το απίστευτο εκείνο σόλο κόντρα στη Βραζιλία το 1990, όταν περνά όποιον βρήκε πριν δώσει τη δυνατότητα στον Κανίγια να σκοράρει. Είναι η ασίστ κόντρα στη Νιγηρία το 1994. Και το τελευταίο του γκολ, με το ουρλιαχτό του τέλους του κόντρα στην Ελλάδα. Ολοι οι υπόλοιποι για τους οποίους κατά καιρούς συζητάμε θα πλήρωναν να έχουν μια τέτοια στιγμή στο ρεπερτόριο τους.  

Ο προφήτης μετά το Θεό

Μένει φυσικά ο Μέσι, ο πιο διαλυμένος από την σύγκριση με τον Ντιέγκο: ο μόνος προφήτης ενός Θεού, που εμφανίστηκε μετά την ύπαρξη του Θεού. Η δική του περίπτωση είναι ίσως η πιο τραγική από όλες, διότι πιθανότατα θα ήταν ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής του κόσμου, αν ο Ντιέγκο δεν υπήρχε. Κέρδισε ευρωπαϊκά τρόπαια ως πρωταγωνιστής, έχει ρεκόρ που θα μείνουν ακατάρριπτα, υπήρξε για πάνω από μια δεκαετία ο μεγαλύτερος σύγχρονος παραγωγός ποδοσφαιρικών στιγμών. Πήγε την Αργεντινή στον τελικό του μουντιάλ του 2014 στη Βραζιλία – σαν σταυροφόρος. Κι όμως αυτός ο σούπερ ήρωας θα περάσει τελικά στην ιστορία ως ο παίκτης που όταν φορούσε την φανέλα της Εθνικής Αργεντινής και συγκρινόταν με τον Θεό, έχανε όλη την αναμφισβήτητη λάμψη του. Η περίπτωσή του βοήθησε τελικά τον κόσμο να καταλάβει, όχι απλά ότι ο Ντιέγκο υπήρξε ο καλύτερος όλων, αλλά ότι δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να του αμφισβητήσει την πρωτιά.

«Τζάμπα ο κόπος που έκανες…»

Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί του και γιατί υπήρξε μια μοναδική πηγή έμπνευσης και φυσικά ένα σπάνιο αποκούμπι για εκατομμύρια ανθρώπους που τον είδαν να γονατίζει τους πανίσχυρους. Στην Ιταλία και στην Αργεντινή έχουν εκδοθεί πάνω από διακόσια βιβλία (!) που έχουν να κάνουν με το μύθο του. Δυο σπουδαίοι σκηνοθέτες προσπάθησαν να καταγράψουν το φαινόμενο Μαραντόνα: και ο Εμιλ Κουστορίτσα και ο Ασιφ Καπάντια προσπάθησαν να διεισδύσουν στον άγνωστο κόσμο του και να τον ψυχογραφήσουν. Το αποτέλεσμα δεν είναι το καλύτερο, καθώς δεν γίνεται να μην χαθείς στον ωκεανό του κόσμου του Μαραντόνα, ωστόσο υπάρχουν σε αυτά τα ντοκιμαντέρ εικόνες που αναδεικνύουν την μοναδικότητα του. Στο ντοκιμαντέρ του Κουστορίτσα βλέπουμε ζευγάρια που παντρεύονται στην «Εκκλησία του Μαραντόνα», που δημιουργήθηκε από πιστούς του στην Αργεντινή. Σε αυτό του Καπάντια ακούγεται η πιο πικρή φράση που έχει πει ποτέ του: «όταν ήρθα στη Νάπολι με περίμεναν εδώ 100 χιλιάδες άνθρωποι, όταν έφυγα ήμουν μόνος».  

Το ντοκιμαντέρ του Κουστορίτσα κλείνει με το τραγούδι του Μανού Τσάο «La vida e una tompola» - το πιο γνωστό από τα δεκάδες που γράφτηκαν για αυτόν. Οι δυο συναντήθηκαν σε ένα τηλεοπτικό στούντιο κάποια χρόνια πριν. Στο τραγούδι ο Μανού λέει τι θα έκανε αν ήταν Μαραντόνα, καταλήγοντας ότι θα έκανε τα ίδια λάθη. «Τζάμπα ο κόπος που έκανες» του λέει ο Ντιέγκο, γελώντας. «Μαραντόνα δεν θα μπορούσες να γίνεις ποτέ…». Αυτό ισχύει και για όλους όσους κατά καιρούς συγκρίθηκαν μαζί του…