Η μέρα του Αγίου Ζιοβάνι...

Η μέρα του Αγίου Ζιοβάνι...


Κάποιες μέρες ομολογώ ότι δεν έχω τίποτα να γράψω και τρώγομαι με τα ρούχα μου αλλά η σημερινή δεν είναι μια από αυτές: έχω τουλάχιστον πέντε θέματα με τα οποία θα μπορούσα να ασχοληθώ κι ελπίζω να είναι και προσεχώς επίκαιρα.  Αλλά θα ήταν νομίζω λάθος μου να μην γράψω κάτι για το χαμό που έγινε χθες το απόγευμα στο blog όταν ανέβασα ένα κείμενο για τον Ζιοβάνι γραμμένο το 2004, δηλαδή περίπου δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια πριν. Ήταν σαν ξαφνικά το blog να πήρε φωτιά: ακόμα και βραδιάτικα έμπαινε κόσμος και το διάβαζε – ήταν τόσοι πολλοί στις 3 το πρωί π.χ οι αναγνώστες που μάλλον έχουμε να κάνουμε με Έλληνες του εξωτερικού. Φυσικά ο χαμός δεν έγινε για το κείμενο αλλά για τον Ζιοβάνι.

Οι μαγικοί πίνακες

Κάθε φορά που ένας ποδοσφαιριστής σταματά το ποδόσφαιρο ή αν είναι ξένος φεύγει από την Ελλάδα, αναλαμβάνει εργολαβικά ο χρόνος για να λιμάρει τις ατέλειες της εικόνας του. Ο χρόνος είναι ο μεγάλος καταλύτης: ειδικά όταν μιλάμε για αθλητές, ο χρόνος σχεδόν σου επιβάλει να κρατάς τα ωραία τους και σβήνει από τη μνήμη σου όλα τους τα ψεγάδια. Οι αθλητές είναι υπό αυτό το πρίσμα τυχεροί διότι στο τέλος της καριέρας τους σου αφήνουν ως ανάμνηση τη συγκίνηση, που σου έχουν προσφέρει και η οποία είναι αδύνατο να προκύψει αν δεν έχεις παρακολουθήσει τα κατορθώματά τους σε ζωντανή μετάδοση.

Ένα ωραίο τραγούδι μπορεί να το ανακαλύψεις τριάντα και σαράντα χρόνια μετά την αρχική του κυκλοφορία και να συγκινηθείς: μου συμβαίνει όλο και πιο συχνά. Μια ωραία ταινία μπορεί να τη δεις (ή ακόμα και να την ξαναδείς) πολλά χρόνια μετά και να αισθανθείς τυχερός για την απόλαυση. Δεν γίνεται όμως να ξαναζήσεις ένα αθλητικό γεγονός: με τη λήξη του έχει πάρει μέρος στην ιστορία και είναι ανεπανάληπτο ακριβώς όπως η performance του αθλητή – πρωταγωνιστή.

https://www.to10.gr/wp-content/uploads/2018/07/maxresdefault-5.jpg

Στην περίπτωση της μελωδίας ή της ταινίας το αποτέλεσμα είναι σημαντικότερο από το δημιουργό κι ας ξέρουμε ότι δεν θα υπήρχε χωρίς αυτόν. Εχουμε να κάνουμε με κάτι αυτοτελές: ένα τραγούδι ή μια ταινία αποκτά υπόσταση που δεν αλλάζει. Τα όσα όμως έχει κάνει ένας αθλητής, με τον καιρό, γίνονται ολοένα και πιο θολά, ενώ αντιθέτως στη μνήμη μας η αξία του μεγαλώνει. Κι ένα γκολ μπορεί στην εποχή του Youtube να αποκτήσει τη δική του υπόσταση, αλλά είναι πάντα μια απλή απόδειξη ικανότητας: σε τελική ανάλυση μπορεί να κρίνεις, να αξιολογείς και τελικά να θυμάσαι τα δέκα ωραιότερα τραγούδια των Beatles, αλλά δεν μπορείς να θυμάσαι τα δέκα ωραιότερα τακουνάκια του Ζιοβάνι ή τις δέκα ωραιότερες ντρίπλες του. Αυτές σε έχουν συγκινήσεις ή σε έχουν εντυπωσιάσει, δηλαδή λειτούργησαν, την στιγμή που έγιναν. Ολο αυτό παράγει τελικά μια ομορφιά που σου μένει και με τον καιρό γίνεται ανάμνηση, δηλαδή κάτι σαν πίνακας ζωγραφικής που κουβαλάς στο μυαλό σου. Τον κουβαλάς μέσα σου, ακόμα κι αν δεν μπορείς να τον περιγράψεις: αρκεί για αυτό η μια φορά που τον είδες.

Ο μεγάλος παίκτης αφήνει στο μυαλό μας αυτούς τους πολλούς απαράμιλλους, μαγικούς, υπέροχους πίνακες ζωγραφικής που στο τέλος δημιουργούν την γκαλερί των αναμνήσεων μας. Και φτάνει καμιά φορά ένα ελάχιστο για να ξεκλειδωθεί αυτή η γκαλερί. Μια φωτογραφία. Μια συζήτηση. Ένα κείμενο σε ένα blog.        

Κάποιος θα πει ότι αυτό που συμβαίνει με τον αθλητή συμβαίνει και στο θέατρο πχ αφού και οι παραστάσεις είναι μοναδικές αν και επαναλαμβανόμενες: ο καλός θεατρόφιλος γνωρίζει ότι δεν είναι ποτέ ακριβώς ίδιες. Αλλά εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά: μια παράσταση μπορεί να ξαναγίνει στο μέλλον με άλλους συντελεστές και να είναι και καλύτερη – αλλά δεν μπορούμε να ζητήσουμε να ξαναπαιχτεί το ΠΑΟ – Ολυμπιακός 1-4 στη Λεωφόρο π.χ. Η μοναδικότητα του γεγονότος έχει ως αποτέλεσμα τη μοναδικότητα του αθλητή: δεν θα υπάρξει άλλος Ζιοβάνι, άλλος Σκόκο, άλλος Ζάετς, άλλος Κούδας, άλλος Χατζηπαναγής. Δεν είναι ότι αυτοί είναι υποχρεωτικά καλύτεροι από τους επιγόνους τους – είναι ότι όλοι παραμένουν μοναδικοί.

Μοναδικός αλλά ταπεινός

Στην περίπτωση του Ζιοβάνι αυτή η μοναδικότητα ήταν απόλυτη και είχε να κάνει και με τον χαρακτήρα του. Ηταν μάλλον απόμακρος και μιλούσε σε λίγους όχι από αλαζονεία, αλλά εξαιτίας μιας φυσικής συστολής. Από όλα όσα έχει πει κρατάω το «εγώ θέλω να είμαι λόγος που ο κόσμος έρχεται στο γήπεδο, κι όχι αιτία που ο κόσμος από αυτά απομακρύνεται». Ο Ζιο ποτέ του δεν έκανε χειρονομίες για να κοροϊδέψει αντιπάλους – κι αυτό ως αρτίστα τον έκανε συμπαθή σχεδόν σε όλους. Ποτέ του δεν πούλησε οπαδιλίκι, αν κι αυτό σε αυτή τη χώρα είναι το πιο εύκολο. Ποτέ του δεν έγινε απολύτως κατανοητός – κανείς μας δεν τον ξέρει πραγματικά. Ποτέ του δεν ήταν παιδί της διπλανής πόρτας μολονότι είναι ένας, με τον τρόπο του, ταπεινός άνθρωπος.  

Παρά την ανεξήγητη τεχνική του ο Ζιοβάνι δεν ήταν ποτέ του ηγέτης, δηλαδή πολεμιστής. Παρά το ταλέντο του δεν ήταν ποτέ του επιδειξίας: το «περιττό» του παιγνιδιού του (έτσι ατυχώς μάθαμε να αποκαλούμε την προσπάθεια για δημιουργία) ήταν μια απλή στιγμή (καμιά φορά ανολοκλήρωτης) μεγαλοφυίας, κι όχι μια σειρά από επαναλαμβανόμενες κινήσεις επίδειξης τεχνικής. Εχω δει τον Χατζηπαναγή π.χ (αλλά και τον Τζορτζ Μπεστ και τον Ροναλντίνιο) να ντριπλάρουν δυο και τρεις φορές τον αντίπαλο στην ίδια φάση κάνοντας σε να θες να φωνάξεις «όλε όλε»: ο Ζιο δεν το έκανε ποτέ, καθώς προτιμούσε το παιγνίδι να τρέξει, χωρίς μάλιστα ο ίδιος να είναι ο πιο γρήγορος του γηπέδου. Ο Ζιο δοκίμαζε σχεδόν σε κάθε ματς να «κρεμάσει» τον αντίπαλο τερματοφύλακα, αλλά όχι ματαιόδοξα: πίστευε ότι μπορεί να το κάνει, γιατί το είχε κάνει πολλές φορές και το κανε γιατί μαζί του το πίστευες κι εσύ.  

https://www.flash.gr/wp-content/uploads/2020/02/04/9a396e28-28eb-4736-a5c8-ec03dec633d7.jpg

Γιατι τα έγραψα όλα αυτά

Η πίστη. Αυτό νομίζω είναι το κλειδί της ιστορίας. Η πίστη προκαλεί λατρεία και η λατρεία δεν έχει να κάνει με κεραυνοβόλους έρωτες: μεγαλώνει με την ανάμνηση, δηλαδή με τα κολπάκια του ταχυδακτυλουργού χρόνου. Ο Ζιοβάνι ήταν άτυχος γιατί ήρθε στον Ολυμπιακό πριν τα social media και την γιγάντια συσπείρωση πιστών που αυτά προκαλούν. Αν ερχόταν τώρα θα προκαλούσε όχι απλά ντελίριο, αλλά θα γινόταν ως ένα είδος προφήτη, ο λόγος της εξάπλωσης της θρησκείας των «Ζιοβανικών» που υπήρξε και θα υπάρχει όσο ζουν όσοι τον χειροκρότησαν. Θα μπορούσε να γράφεται και στις ταυτότητες. Με την εθνικότητα, το φύλο, την διεύθυνση κατοικίας, το επάγγελμα κτλ. Ελληνας, άνδρας,  Ζιοβανικός.

Ο ίδιος ως βαθιά θεοσεβούμενος άνθρωπος θα ανατρίχιαζε από θυμό με αυτά που γράφω – είμαι βέβαιος. Αλλά η πίστη στο Ζιοβάνι ξεπερνούσε πάντα τον ίδιο τον Ζιοβάνι. Οσοι δούλεψαν μαζί του λένε ότι η σχέση του με τους προπονητές δεν ήταν η πιο απλή, ο ψυχισμός του ήταν ευμετάβλητος, δεν πέθαινε στην προπόνηση, δεν καταλάβαινε τη διαφορά του ελληνικού πρωταθλήματος από το Τσάμπιονς λιγκ, δεν μπορούσε να προσαρμοστεί σε τακτικές οδηγίες και για αυτό τρέλανε και τον Φαν Γκαλ π.χ. Ε και; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με την απόλαυση, την δημιουργία, την απροσδόκητη ενέργεια, την μαγεία του μάγου εν τέλει; Καμία απολύτως. Και τι είναι πιο σημαντικό; Δεν σας λέω την απάντηση. Την ξέρετε.

Γιατί τα έγραψα όλα αυτά; Γιατί πάντα μου άρεσε η θεολογία, η δύναμη της πίστης, η ακατανόητη ανάγκη του ανθρώπου να αναζητά την απροσδόκητη συγκίνηση αι να ελπίζει στο θαύμα. Αντλώντας το δικαίωμα αυτό από την ίδια τη λατρεία για την Τέχνη του περιττού, κηρύσσω την 4η Φεβρουαρίου, ημέρα των γενεθλίων του «μάγου», ως «ημέρα του Αγίου Ζιοβάνι» – ο καθένας αυτή τη μέρα μπορεί να γιορτάζει τους «μάγους» του, άλλωστε κάθε θρησκεία έχει και τους αγίους της. Το Χατζηπαναγή, τον Μαραντόνα, τον Δεληκάρη, τον Σκόκο κι άλλους κι άλλους. 

Σας καλώ να μάθετε με κάποιο τρόπο στα παιδιά σας να λατρεύουν αυτούς τους απόστολους της θρησκείας της ποδοσφαιρικής δημιουργίας. Στο όνομα του ενός και μοναδικού Βραζιλιάνου που στην Ελλάδα μας μάγεψε...