Η Λάμψη, τριάντα επτά χρόνια μετά

Η Λάμψη, τριάντα επτά χρόνια μετά


Την περασμένη Δευτέρα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών προβλήθηκε η «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούπρικ. Είδαμε την ταινία στην αρχική της μορφή, που ήταν κατά μισή περίπου ώρα μεγαλύτερη. Ο μακαρίτης ο Κιούπρικ υποχωρώντας λίγο στις απαιτήσεις των παραγωγών την έκοψε για το χατίρι του αμερικάνικου κοινού, αλλά οι παραγωγοί που έχουν πάντα τον τρόπο να βγάζουν χρήματα, κράτησαν την αρχική της κόπια και την λανσάρουν ξανά τριάντα επτά χρόνια περίπου μετά την αρχική της έξοδο. Τα εισιτήρια στη Στέγη εξαντλήθηκαν σε χρόνο ρεκόρ, πολύς κόσμος έβαζε μέσον για να βρει ένα μαγικό χαρτάκι, οργανώθηκαν κάποιες παράλληλες εκδηλώσεις – έγινε και πάρτι στο τέλος. Όλα αυτά μου θύμισαν την πίκρα μου για την πονεμένη ιστορία που λέγεται Ταινιοθήκη της Ελλάδος.  

Είναι μια κρύα ταινία; 

Η «Λάμψη» δεν είναι απλά μια μεγάλη ταινία – είναι μια ταινία που προκάλεσε ένα τεράστιο καυγά ανάμεσα στον σκηνοθέτη της, τον πολύ Στάνλεϊ Κιούπρικ και τον συγγραφέα του βιβλίου πάνω στο οποίο στηρίχτηκε, τον πολυγραφότατο Στίβεν Κίνγκ, ένα από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες του αιώνα μας. Ο Στίβεν Κίνγκ, ακόμα δεν τον συγχωρεί κι ας έχει φύγει απο τη ζωή. «Η "Λάμψη», η κινηματογραφική, είναι του Κιούμπρικ και είναι κρύα, όπως κρύος ήταν κι αυτός. Εγώ δεν είμαι ένας κρύος τύπος. Νομίζω ένα από τα πράγματα που κάνει τον κόσμο να αγαπάει τα βιβλία μου είναι αυτή η ζεστασιά, ένα κάλεσμα προς τον αναγνώστη που του λέει «Θέλω να είσαι μέρος αυτής της ιστορίας που θα σου διηγηθώ». Με τη "Λάμψη" του Κιούμπρικ ένιωσα κάτι πολύ κρύο. Κάτι του στιλ "Παρατηρούμε αυτούς τους ανθρώπους, αλλά είναι σαν μικρά μυρμήγκια στη φωλιά τους. Δεν κάνουν ενδιαφέροντα πράγματα, κοιτάξτε τα"» έλεγε σε μια πρόσφατη συνέντευξή του στο BBC o Στίβεν Κινγκ, αποδεικνύοντας πως συνεχίζει να μισεί την κινηματογραφική «Λάμψη», λίγο πριν συμπληρωθούν τέσσερις δεκαετίες από τη δημιουργία της. Σύμφωνα με όσα είπε η «κρύα» ατμόσφαιρα του φιλμ, δεν είναι το μόνο πράγμα που τον ενοχλεί. Ο Στίβεν Κινγκ θεωρεί απαράδεκτη την ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον θεωρώντας πως η τρέλα του κεντρικού ήρωα Τζακ Τόρανς γίνεται αμέσως φανερή, αφού δεν έχει κανείς καμία αμφιβολία ήδη από την αρχή πως είναι τρελός. Το πράγμα δεν έχει καμία σχέση με το βιβλίο στο οποίο ο ήρωας Τόρανς δίνει μια αληθινή μάχη για να αποφύγει την τρέλα. Ο Κινγκ θεωρεί εντελώς εκτός πνεύματος του βιβλίου και τον ρόλο της Γουέντι, της συζύγου του Τζακ Τόρανς: «Είναι» είπε «ένας από τους πιο μισογύνικους χαρακτήρες στην ιστορία του σινεμά. Υπάρχει στην ταινία βασικά για να ουρλιάζει και να κάνει την ηλίθια και δεν είναι η γυναίκα ηρωϊδα για την οποία έγραψα εγώ». Όλα αυτά ακούγονται ακόμα πιο ενδιαφέροντα, αν αναλογιστεί κανείς, ότι τόσο ο Τζακ Νίκολσον όσο και η Σέλεϊ Ντιβάλ είναι καταπληκτικοί στην ταινία: καταπληκτικοί για όλους εκτός από τον δημιουργό των χαρακτήρων τους. 

Σκέφτεται πολύ και νοιώθει λίγο

Το 1980, όταν η ταινία βγήκε στις αίθουσες, ο Κινγκ είχε δηλώσει πως μίσησε το μεταφυσικό κομμάτι της  γιατί κατά τη γνώμη του είχε διαλύσει την ίδια τη βασική ιστορία. Στο βιβλίο του ο ήρωας  γίνεται θύμα των υπερφυσικών δυνάμεων του ξενοδοχείου, ενώ ο Κιούμπρικ θεωρεί ότι ο ήρωας βρήκε στο ξενοδοχείο τη φυσιολογική του θέση – σαν τρελός Οδυσσέας που βρήκε την Ιθάκη του. Εκείνη την εποχή ο Κινγκ είχε κατηγορήσει τον Κιούμπρικ, ως έναν άνθρωπο που «σκέφτεται πολύ και νιώθει λίγο». Ο Κινγκ είχε από τότε διαλύσει την ταινία με την κριτική του ματιά θεωρώντας την ως το κατασκεύασμα ενός προδώτη, που εν τέλει δεν τον σεβάστηκε: «Μέρη της ταινίας είναι ανατριχιαστικά, φορτισμένα από έναν ανελέητο κλειστοφοβικό τρόμο, αλλά άλλα είναι απλά επίπεδα. Οχι ότι η θρησκεία δεν έχει σχέση με τον τρόμο, αλλά ένας πορωμένος σκεπτικιστής όπως ο Κιούμπρικ δεν θα μπορούσε να συλλάβει την απάνθρωπη φύση του ξενοδοχείου. Οπότε έψαξε το κακό στους χαρακτήρες και έκανε την ταινία μια οικιακή τραγωδία με απλά υπερφυσικές νότες» είχε πει. Και πρόσθεσε: «Αυτό ήταν το βασικό ελάττωμά: επειδή ο ίδιος δεν μπορεί να πιστέψει, δεν μπορούσε να κάνει το φιλμ πιστευτό και στους άλλους. Αυτό που είναι λάθος στην εκδοχή της "Λάμψης" του Κιούμπρικ είναι ότι είναι μια ταινία από έναν άνθρωπο που σκέφτεται πολύ και νιώθει λίγο. Για αυτό, παρόλη την ικανότητα του σκηνοθέτη, η ταινία δεν σε πιάνει ποτέ από το λαιμό και δεν σε πνίγει, όπως συμβαίνει όταν νοιώθεις τον πραγματικό τρόμο». Ολα αυτά τα διάβασα πρόσφατα σε ένα ωραίο κείμενο που έγραψε ο Μανώλης Κρανάκης στο flix.gr και τα βρήκα απολαυστικά, γιατί καταλαβαίνοντας την πίκρα του Στίβεν Κίνγκ, διαφωνώ κάθετα: αν υπάρχει μια ταινία που σε πιάνει από το λαιμό και σε βυθίζει στον τρόμο είναι η «Λάμψη» και τη Δευτέρα το βράδυ, κουλουριασμένος στην καρέκλα σε μια σκοτεινή αίθουσα στην οποία δεν ακουγόταν ούτε ανάσα το ξαναθυμήθηκα.

Που είναι η Ταινιοθήκη οεο;

Η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών και το Flix. gr έδωσαν στους φίλους τους την δυνατότητα να χαρούν ένα κινηματογραφικό διαμαντάκι. Κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε η επανέκδοση της ταινίας και η ειδική της πρεμιέρα να συνδυαστεί και με μια συζήτηση για το ποιος ανάμεσα στον Κιούμπρικ και στον Κίνγκ έχει τελικά δίκιο. Θα ήθελα ν ακούσω τον Χρήστο Χωμενίδη ή τον Δημοσθένη Κούρτοβικ να μιλάνε για την ανάγκη σεβασμού του έργου του συγγραφέα, για την πικρή αίσθηση της προδοσίας ενός βιβλίου, για την ευθύνη του σεναριογράφου να σεβαστεί όχι απλά την πλοκή ενός βιβλίου, αλλά κυρίως την εσωτερική του ατμόσφαιρα. Και θα ήθελα ν ακούσω τον Παντελή Βούλγαρη ή τον Σωτήρη Γκορίτσα να διαφωνούν ισχυριζόμενοι ότι μια ταινία είναι αυθύπαρκτο δημιούργημα και δεν χρειάζεται να κουβαλάει καμία υποχρέωση σεβασμού για ένα λογοτέχνημα στο οποίο απλά στηρίχτηκε – δεν προκαταβάλω τις απόψεις, μπορεί οι άνθρωποι να μην διαφωνούσαν σε τίποτα, λέω απλά ότι η Λάμψη, όπως και πολλές άλλες ταινίες θα μπορούσαν να ζωντανέψουν την Ταινιοθήκη της Ελλάδας, που έχει δυστυχώς πεθάνει, ενώ υπάρχει ένα μεγάλο κοινό που την έχει ανάγκη. Εχω περάσει ώρες στην Ταινιοθήκη όταν ήταν στην Κανάρη. Είδα εκεί σχεδόν όλο το Χίτσκοκ, τον Μπουνιουέλ, τον Μπερτολούτσι, το Λουί Μάλ. Θυμάμαι συζητήσεις, αφιερώματα, καυγάδες. Μελαγχολώ. Υπάρχει ένα τεράστιο κοινό που διψάει για το κλασικό σινεμά και που γεμίζει Δευτέρα βράδυ την Στέγη. Και που δεν ξέρει ούτε καν που βρίσκεται η Ταινιοθήκη, ποιο είναι το πρόγραμμά της, ποια είναι τα αφιερώματα της, ποια είναι η προσφορά της. Ισως γιατί προσφορά δεν υπάρχει χρόνια τώρα…