Μια κουκλάρα που κακογέρασε...

Μια κουκλάρα που κακογέρασε...


Οι επικήδειοι για την Μπαρτσελόνα πλημυρίζουν το διαδίκτυο. Σε όλες τις χώρες του κόσμου άνθρωποι αναρωτιούνται τι συνέβη χθες βράδυ στον προημιτελικό του Τσάμπιονς λιγκ, στον οποίο είδαμε την ομάδα του Λιονέλ Μέσι να διαλύεται από την Μπάγερν Μονάχου, σπάζοντας κάθε αρνητικό ρεκόρ στην ιστορία της. Όποιος κυρίως την αγαπά ψάχνει εξηγήσεις και παραθέτει απόψεις – πολλά από όσα ακούγονται είναι σωστά. Αλλά λίγο μπορείς να καταλάβεις τη Μπαρτσελόνα αν δεν ξέρεις πρώτα από όλα τους Καταλανούς. Αν μια ομάδα στη γη μπορεί να χτίσει μια βιομηχανία θαυμάτων θαμπώνοντας κόσμο με το ποδόσφαιρό της αυτή είναι η Μπαρτσελόνα. Κι αν μια ομάδα μπορεί να ρεζιλευτεί με τρόπο ιστορικό κι απόλυτο αυτή είναι πάλι η Μπαρτσελόνα. Γιατί η προσέγγιση των ανθρώπων της στο ποδόσφαιρο είναι πρώτα από όλα ιδεολογική και κάθε ιδεολογική προσέγγιση δημιουργεί δογματισμούς και ιδεοληψίες. Δηλαδή θριάμβους που βασίζονται στην απόλυτη πίστη και καταστροφές που οφείλονται σε λανθασμένες ιερές βεβαιότητες. Θα προσπαθήσω να σας το εξηγήσω.

Ο κροϊφισμός και η ανάγκη του

Υποφέροντας για δεκαετίες την ανταγωνίστρια Ρεάλ Μαδρίτης οι Καταλανοί βρήκαν καταφύγιο ύπαρξης και υπερηφάνειας σε μια βασική ιδέα: με βάση αυτή, η νίκη, σε όλα τα σπορ, πρέπει πάντα να συνδυάζεται με το θέαμα – να είναι θέαμα. Αν οι κακοί Μαδριλένοι κερδίζουν, οι επαναστάτες Καταλανοί πρέπει να απογειώνουν το σπορ: η ιδέα αυτή είναι κεντρική και αφορά όλα τα σπορ, δεν υπάρχει π.χ ομάδα μπάσκετ της Μπαρτσελόνα που να χτίστηκε με βάση την δυνατότητα αμυντικής προσφοράς ενός παίκτη. Στο ποδόσφαιρο αποθέωσε αυτή την προσέγγιση, πριν τον Πεπ Γκουαρντιόλα, ο Γιόχαν Κρόιφ που έλεγε ότι δεν αξίζει να κερδίζεις, αν η νίκη σου δεν αποτελεί παράδειγμα παιγνιδιού για όλους. Ο «κροϊφισμός» γέννησε και την ομάδα του Πεπ Γκουαρντιόλα και την ομάδα του Λουίς Ενρίκε χρόνια αργότερα. Η εξήγηση των θριάμβων των ομάδων αυτών σχετιζόταν πάντα με το επιθετικό παιγνίδι και την εφαρμογή του. Το «πώς κερδίζω» είχε πάντα μεγαλύτερη σημασία από το «κερδίζω».

Αυτή η προσέγγιση σε οδηγεί να αγαπήσεις την Μπαρτσελόνα παράφορα, αλλά την ίδια στιγμή εξηγεί και τις μεγάλες της αποτυχίες  - την χρόνια αδυναμία της πχ να κερδίσει το Κύπελλο Πρωταθλητριών, (την ώρα που η Ρεάλ είχε μισή ντουζίνα από αυτά), την ήττα της επί ισπανικού εδάφους από το αουτσάιντερ Στεάουα, τη συντριβή της σε ένα τελικό του Τσάμπιονς λιγκ από την ελλιπέστατη Μίλαν στην Αθήνα κι ενώ σε αυτόν έφτασε ως απόλυτο φαβορί. Και τον χθεσινό της διασυρμό φυσικά. Γιατί δύσκολα το «πώς»,  μπορεί να είναι σημαντικότερο από το «κερδίζω».

Η καταστροφική νοσταλγία

Το πρόβλημα της Μπαρτσελόνα στην Ευρώπη τα τέσσερα τελευταία χρόνια δεν είναι ούτε οι ηλικίες των παικτών της, ούτε ότι δεν κάνει μεταγραφές. Πριν τέσσερα χρόνια ο Πικέ, ο Σουάρες, ο Μπουσκέτς, ο ίδιος ο Μέσι ήταν παίκτες στην καλύτερη ποδοσφαιρική ηλικία. Τα τελευταία χρόνια οι μεταγραφές του Κοουτίνιο, του Ντε Γιόνγκ, του Γκριεζμάν συγκαταλέγονται στις ακριβότερες της χρονιάς – δεν μιλάω για τον Ντεμπελέ, τον Βιδάλ, τον Ράκιτις, τον Σεμέδο κι άλλους πολλούς που στοίχισαν επίσης εκατομμύρια. Η Μασία εξακολουθεί να παράγει παίκτες – ο Τιάγκο που παίζει στην Μπάγερν και ο Οκάμπος που έστειλε τη Σεβίλλη στον ημιτελικό του Γιουρόπα λιγκ δικά της δημιουργήματα είναι. Ούτε τα χρήματα έλειψαν, ούτε η οργάνωση: το πρόβλημα, ως συνήθως, δεν είναι κάτι που λείπει, αλλά κάτι που υπάρχει. Τι υπάρχει; Η νοσταλγία του καταπληκτικού ποδοσφαίρου που η ομάδα έπαιξε τα χρόνια του Γκουαρντιόλα αλλά και του Λουίς Ενρίκε, που άλλαξε την ομάδα κρατώντας ωστόσο ψηλά την θεαματικότητα της.

Είναι κακός σύμβουλος αυτή η νοσταλγία; Όχι απαραίτητα. Αλλά στη Βαρκελώνη τα κατορθώματα εκείνων των ομάδων αποτελούν απόδειξη ότι το δόγμα του ποδοσφαίρου, στο οποίο οι οπαδοί πιστεύουν, έχει απόλυτη εφαρμογή και μπορεί να γίνει η βάση μιας νοοτροπίας που δημιουργεί ιστορίες θριάμβων. Υπάρχει η δε η αντίληψη ότι οι θρίαμβοι εκείνοι ήταν αποτέλεσμα δουλειάς προπονητών, που χωρίς να είναι χαρισματικοί δικτάτορες, τα κατάφεραν απλά γιατί γνώριζαν τα θέλω των οπαδών και τα υπηρέτησαν.

Φλερτ με τον παραλογισμό  

Που είναι το λάθος σε όλο αυτό; Ότι ως προσέγγιση αφήνει έξω το πιο σημαντικό, δηλαδή τους ποδοσφαιριστές που στις ομάδες αυτές πρωταγωνίστησαν. Η Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα έκανε εντυπωσιακά πράγματα γιατί είχε τον Ινιέστα, τον Τσάβι, τον Μπουσκέτς, τον Βίγια, τον Πουγιόλ, τον Πικέ – όλους σε ηλικία και φόρμα τέλεια. Η Μπαρτσελόνα του Λουίς Ενρίκε είχε επιπλέον στην καλύτερή τους κατάσταση τον Ντάνι Αλβες και τον Ζόρντι Αλμπα, τον Ράκιτις και τον Λουίς Σουάρες – και φυσικά τον Νεϊμάρ: ο Μέσι ήταν πάντα δημιουργός και σκόρερ, αλλά και στις δυο ομάδες το μωσαϊκό υπήρξε μοναδικό και ίσως ανεπανάληπτο.

Το να πιστεύεις ότι η βάση των επιτυχιών ήταν αποκλειστικά η νοοτροπία και η δουλειά των προπονητών είναι ιδεοληψία, δηλαδή φλερτ με τον παραλογισμό που κάθε δογματισμός μπορεί να προκαλέσει. Αλλά το αληθινό πρόβλημα είναι ότι όπως φαίνεται αυτού του είδους τον δογματισμό τον απέκτησαν και οι παλιοί παίκτες. Με πρώτο από όλους τον Μέσι.

 

Απλά πήγαινε γυρεύοντας

Το να χρεώνουν οι παίκτες αποκλεισμούς στους προπονητές, (που δεν είναι όσο καλοί ήταν οι Κρόιφ, οι Γκουαρντιόλα και οι Ενρίκε) είναι στο ποδόσφαιρο συνηθισμένο. Το να διώξεις τον Ερνέστο Βαλβέρδε πχ μολονότι έχεις μαζί του κερδίσει δυο πρωταθλήματα και είσαι πρώτος στη βαθμολογία, μπορεί και να συμβεί, αν το μέτρο σύγκρισης παραμένει (κακώς…) το ό,τι έκανες τον καιρό του Πεπ. Αλλά αν φέρεις τον Κίκε Σετιέν, γιατί είναι σκακιστής, αδικημένος από τους δημοσιογράφους, ζει στο αγρόκτημά του δηλώνοντας κουρασμένος από το ποδόσφαιρο της άμυνας και της κυνικότητας», πας γυρεύοντας. Οσο πρωτοποριακές κι αν υπήρξαν οι ιδέες του Σετιέν, όσο αξιοσέβαστη κι αν είναι η προσέγγισή του στο σπορ, το ρίσκο που παίρνεις είναι χωρίς προηγούμενο. Ο καλός αυτός κύριος (που υπέγραψε για τρία χρόνια και δεν ήταν λύση ανάγκης) ήταν δεδομένο πως θα κονιορτοποιηθεί, όχι μόνο από την απαίτηση να παίξει η ομάδα θεαματικά, αλλά και από το βάρος που προκαλεί το γεγονός ότι με τον Βαλβέρδε και την ρεαλιστική του διαχείριση η Μπάρτσα κέρδισε πρωταθλήματα από μια Ρεάλ που στην Ευρώπη μετέτρεπε τελικούς σε πάρτι. Είναι εύκολο όταν κερδίζεις να απαιτείς να κερδίζεις θεαματικά, (γιατί πιστεύεις πως μόνο ως επιθετική μηχανή μπορείς να πάρεις το Τσάμπιονς λιγκ), αλλά όταν σταματάς να κερδίζεις πνίγεσαι στην ανασφάλεια και εύκολα τα παρατάς. Και η παραίτηση φέρνει την τραγική εικόνα που είδαμε χθες.

Ο Σετιέν θυμήθηκε τον Βαλβέρδε κι έστειλε στο γήπεδο μια ομάδα που προσπαθούσε να παίξει κάτι σαν 4-4-2: αρχικά μια κάποια μνήμη την βοήθησε και να λειτουργήσει – το πρώτο εικοσάλεπτο είναι το μοναδικό καλό της διάστημα στο ματς. Αλλά χωρίς τακτική προετοιμασία, πίστη στο σχήμα και σπέκουλα στις αδυναμίες του αντιπάλου το πράγμα δεν λειτουργεί. Κι όταν μένοντας πίσω στο σκορ η Μπαρτσελόνα προσπάθησε να κάνει τη Μπαρτσελόνα, η Μπάγερν, με την επιθετικότητα της και τις πρωτοβουλίες των μονάδων της, την διέλυσε: η φάση που τρεις χαφ της πρωταθλήτριας Γερμανίας κλέβουν τη μπάλα από το Μέσι και ξεχύνονται αναζητώντας ένα ακόμα γκολ στο τελευταίο δεκάλεπτο είναι ενδεικτική του τέλους. Είναι σκληρό. Αλλά όχι ακατανόητο.

Να μην ξεχνάμε τα όσα είδαμε

Το ποδόσφαιρο είναι ωραίο γιατί δεν χρειάζεται να έχεις πάντα παίκτες 25 χρονών για να κερδίσεις. Μια ομάδα πρέπει να μην ξεχνά ότι ο χρόνος περνά και πρέπει σε αυτό να προσαρμόζεται. Αλλά για να το κάνει, πρέπει να μην κακογεράσει: η Μπάρτσα, που ο κόσμος αγάπησε, κακογέρασε. Νομίζει πως με φτιασιδώματα και μέικ απ θα ξαναγίνει νέα. Δεν ψάχνει προπονητή, αλλά πλαστικό χειρουργό να της χαρίσει γοητεία με το νυστέρι του. Δεν θα βρει κανένα τέτοιο. Θα πρέπει να συνηθίσουμε να τη βλέπουμε για καιρό έτσι όπως είναι. Αυτή θα νοσταλγεί τα νιάτα της κι εμείς θα νοσταλγούμε την ομορφιά της. Είμασταν, ωστόσο, τυχεροί που αυτή την μοναδική ομορφιά την χαρήκαμε. Δεν θα την ξαναδούμε.