Η ανώτερη φυλή των Καμαρά

Η ανώτερη φυλή των Καμαρά


Έριξα σήμερα το πρωί μια ματιά σε εφημερίδες και ιστοσελίδες για να δω τον απόηχο της δεύτερης αγωνιστικής των play off και μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο Ολυμπιακός έκανε μια νέα μεταγραφή που ενθουσίασε με την απόδοσή του, τον Μαντί Καμαρά. Εχει πλάκα ότι ξαφνικά όλοι κατάλαβαν πως πρόκειται για ένα από τους καλύτερους μέσους του πρωταθλήματός μας κι έναν από τους λίγους παίκτες που αγωνίζονται εδώ  ενώ θα μπορούσαν να κάνουν καριέρα σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Χρειάστηκε στο ματς με τον Αρη να βάλει δυο γκολ και να δώσει ένα τρίτο για να θυμηθούμε ότι πολλά από όσα ο Ολυμπιακός κάνει φέτος στηρίζονται στην παρουσία του. Μέχρι χθες ο Ολυμπιακός είχε τον Βαλμπουενά, τον Ελ Αραμπί, τον Τσιμίκα, τον Σεμέδο, τον Γκιγιέρμε, τον Σα, τον Μπα – ακόμα και για αυτόν τον τελευταίο έχουν γραφτεί περισσότερα κολακευτικά πράγματα από όσα για τον Μαντί. Κι ας είναι αυτός, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο παίκτη ίσως, το σύμβολο του Ολυμπιακού του Μαρτίνς.

Να φέρεις ένα όνομα

Η ανακοίνωση της απόκτησης του Μαντί Καμαρά έγινε στις 6 Μαρτίου του 2018, μια μέρα μετά από μια ισοπαλία που είχε φέρει ο Ολυμπιακός με τον ΠΑΟ (1-1) στο άδειο λόγω τιμωρίας τότε Καραϊσκάκη. Φυσικά η είδηση δεν ενθουσίασε κανένα. Στην επικαιρότητα του Ολυμπιακού ήταν ένα σωρό άλλα πράγματα – τον άγνωστο Καμαρά είχε προτείνει ο Φρανσουά Μοντεστό παίζοντας κι ο ίδιος τη θέση του κορώνα - γράμματα. Τα μέχρι τότε προηγούμενα έλεγαν ότι όταν ξεκινάς ως τεχνικός διευθυντής στον Ολυμπιακό πρέπει να φέρεις ένα «όνομα», ώστε να δείξεις ότι έχεις όραμα και σχέδια μεγάλα. Ο Καμαρά είναι πραγματικό αποτέλεσμα σκάουτινγκ – τον εντόπισαν στην Αζαξιό, τον παρακολουθούσαν για μήνες, τσέκαραν το χαρακτήρα του, πέρα από τα προσόντα του, τον απέκτησαν την κατάλληλη στιγμή και στην κατάλληλη τιμή. Είχε δηλαδή όλα τα στοιχεία για να μην αρέσει σε κανένα! Εμείς θέλουμε παίκτες με ονόματα και βιογραφικά, θέλουμε να τρέχουμε για χάρη τους στο αεροδρόμιο, θέλουμε την φανέλα να την πάρουν σπίτι πριν καν παίξουν, θέλουμε να έχουν πληρωθεί εκατομμύρια: τι να τους κάνουμε τώρα τους Καμαράδες;

Οι Καμαράδες. «Αυτό το που πάμε με τους Καμαράδες;» το άκουγα στα ραδιόφωνα και το διάβαζα δεξιά κι αριστερά από τους τεχνικούς διευθυντές του πληκτρολογίου ολόκληρο το καλοκαίρι του 2018. Μέχρι που ο Καμαρά εμφανίστηκε κι άρχισε να τρέχει. Στην προετοιμασία έτρεχε όσο όλοι οι υπόλοιποι μαζί. Οι παλιοί θυμήθηκαν χάρη σε αυτόν και τον μεγάλο Ιλούνγκα, που στον Εθνικό του φώναζαν κάποτε «τρέξε τρέξε για τι θα πεινάσεις». Αλλοι το Νόνι Λίμα, που στον Πανιώνιο κατάπινε τους πάντες, ήταν ο σταθερότερος μέσος του πρωταθλήματος, αλλά τότε οι ομάδες μας πλήρωναν μόνο για γκολ και ντρίπλες. Όταν άρχισαν τα ευρωπαϊκά ματς γρήγορα όλοι κατάλαβαν πως μπορεί να ήρθαν ο Νάτχο κι ο Γκιγιέρμε, αλλά αυτός που δεν πρόκειται να βγει από την ενδεκάδα είναι ο Καμαρά. Ο Πέδρο Μαρτίνς δεν κοιτούσε τα βιογραφικά, κοιτούσε τους παλμογράφους και τα χιλιόμετρα.

Το μεγάλο δημιούργημα, το μεγάλο λάθος

Ο Καμαρά είναι το μεγαλύτερο δημιούργημα του Μαρτίνς, η καλύτερη ιδέα του και υπάρχει για να του θυμίζει και το μεγαλύτερό του λάθος: οι δυο τους είναι δεμένοι με μια παράξενη αόρατη κλωστή. Ο Μαρτίνς βρήκε ένα ποδοσφαιριστή που δεν γνώριζε, αλλά κάθισε να ασχοληθεί μαζί του από την πρώτη μέρα – ίσως μάλιστα να ασχολήθηκε και πιο πολύ με αυτόν από οποιοδήποτε άλλο. Ηθελε κάποιον να σκληρύνει τη light μεσαία γραμμή του Ολυμπιακού, να τρέξει για τον Φορτούνη, να γεμίσει το γήπεδο μπροστά από τα στόπερ: ο χώρος ήταν άδειος από τον καιρό που ο μεγάλος Μιλιβόγεβιτς πήγε στην Αγγλία. Ο Καμαρά το έκανε με άλλους τρόπους: κυρίως με το τρέξιμό του. Ενας προπονητής θα ήταν ευχαριστημένος με αυτό, θα τοποθετούσε δίπλα του τον Γκιγιέρμε για να έχει κάποιον να μοιράζει καλά τη μπάλα και θα ζούσε ευτυχισμένος και σίγουρος ότι βρήκε μια λύση βολική. Αλλά ο Πορτογάλος είχε άλλα σχέδια. Βλέποντας τη δυνατότητα του Καμαρά στο πρέσινγκ θεώρησε πως είναι προτιμότερο αντί να περιμένει τον αντίπαλο να κυνηγάει τη μπάλα – κι έτσι ο κόφτης έγινε ράφτης: πήγε πιο μπροστά. Κι όταν φέτος ο προπονητής διαπίστωσε πως όσο πιο γρήγορα φτάσει η μπάλα στους κυνηγούς – με όποιο τρόπο – τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα η ομάδα να σκοράρει (αφού ο Βαλμπουενά μοιράζει τη μπάλα γρήγορα κι ο Ελ Αραμπί δεν συγχωρεί) ο Καμαρά βρέθηκε να παίζει κάτι σαν «δεκάρι». Κι ο απίθανος αυτός τύπος, όχι μόνο κλέβει μπάλες καταστρέφοντας το build up των αντιπάλων, αλλά φτάνει και σε θέση βολής και σκοράρει για ένα και βασικό λόγο: γιατί στο στατικό μας ελληνικό ποδόσφαιρο είναι σχεδόν πάντα σε κίνηση.

Ο Καμαρά καθάρισε φέτος ματς στα οποία ο Ολυμπιακός δεν ήταν επιθετικά καταιγιστικός κι αυτό είναι η πιο μεγάλη προσφορά του: βρήκε το δεύτερο γκολ κόντρα στην ΑΕΚ σε μια στιγμή που ο Ολυμπιακός απλά κοντρόλαρε το ματς μετά από ένα πολύ καλό πρώτο ημίχρονο, άνοιξε την άμυνα του ΟΦΗ στο Ηράκλειο, σκόραρε δυο φορές σε ένα λεπτό χθες κι ενώ ο Ολυμπιακός έμοιαζε βαρύς κι ανόρεχτος. Όταν οι άλλοι δεν ανεβάζουν ταχύτητα, ο Μαντί που δεν σταματά ποτέ τρέχει για χάρη τους, όταν όλοι τρέχουν, αυτός μοιάζει πυραυλοκίνητος. Η σταθερή του παρουσία και προσφορά θα θυμίζει συχνά στον Μαρτίνς το πιο μεγάλο του λάθος, ότι δηλαδή δεν τον ξεκίνησε πέρυσι στο ματς με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα. Το ότι τότε προτίμησε τον Νάτχο, δείχνει πως κι ο καλός αυτός «τετράγωνος» στη λογική προπονητής μπορεί να πέσει θύμα του μάρκετινγκ που προτιμά τις ψευδαισθήσεις από το ρεαλισμό: για ένα μόνο βράδυ ο προπονητής πίστεψε ότι τα καλά πόδια είναι πιο χρήσιμα από τα γρήγορα πόδια. Στο ποδόσφαιρο του καιρού μας έχει πάψει να ισχύει χρόνια τώρα.

Να τρέξει ακόμα πιο πολύ

Φέτος ο Καμαρά δεν ξεκίνησε βασικός. Ο Μαρτίνς ήθελε να δει τον Βαλμπουενά να συνυπάρχει με τον Ποντένσε γιατί μετά τον τραυματισμό του Φορτούνη αυτοί οι δυο έπρεπε να αναλάβουν την δημιουργία: θυμίζω πως το καλοκαίρι βασικός φορ έπαιζε ο Γκερέρο που την μπάλα την ήθελε στρωμένη κι εύκολη. Όταν μπήκε ο Ελ Αραμπί (κι ο Σουντανί) ο Μαρτίνς κατάλαβε πως είχε και μια ακόμα λύση: τους τρεις all around μέσους που τη μπάλα την πάνε στην αντίπαλη περιοχή χωρίς προηγουμένως να της κάνουν ερωτική εξομολόγηση. Ο Καμαρά, που δούλεψε και σε αυτό, βελτίωσε τις πάσες του, σταμάτησε να ψάχνει σουτ από τριάντα μέτρα, κατάλαβε πως σε ένα ποδόσφαιρο που αυτός τρέχει πιο πολύ από όλους δεν χρειάζεται παρά να τρέξει ακόμα πιο πολύ. Σήμερα ακούω κόσμο που ρωτά αν θα ρθουν κι άλλοι «Καμαράδες»: όποιος δυσφορούσε, κατάλαβε πως αυτά τα παιδιά μιας ανώτερης φυλής είναι η χαρά του προπονητή – αρκεί βέβαια προπονητή να έχεις.

«Θα πλήρωνες», με ρωτάνε προβοκατόρικα, «εισιτήριο για τον Καμαρά»; Φυσικά και θα πλήρωνα, διότι θέλω να επιβραβεύω τους εργατικούς: αντιπαθώ τους τεμπέληδες. Κάποια μέρα ο Καμαρά θα φύγει, όχι γιατί θα βαρεθεί να τρέχει για όλους, αλλά γιατί το τρέξιμό του θα χρυσοπληρωθεί. Ο τύπος θα φύγει όπως ήρθε. Τρέχοντας…