Για να μην ξαναχαθούμε…

Για να μην ξαναχαθούμε…


Ξεκίνησα τη σεζόν, μήνα Σεπτέμβρη, χωρίς μεγάλο κέφι για γράψιμο και εννιά μήνες (και κάτι…) μετά έχω φτάσει στο άλλο άκρο: αισθάνομαι ότι ετούτο εδώ το blog είναι η πρώτη ευκαιρία που είχα ποτέ να σας πω τα δικά μου κι ότι θα αρχίσω να φλυαρώ και δεν θα σταματήσω για ώρες.

Πλησίαζε το πανευρωπαϊκό και σκεφτόμουν ότι όταν φτάνουν οι μεγάλες διοργανώσεις συνήθως κάτι καινούργιο κάνω. Το 1998 γύρισα στην Ελλάδα ενώ ήμουν καθοδόν για τη Μασσαλία. Το 2000 ξεκίνησα τις καθημερινές εκπομπές στο Sport Fm. Τo 2002 κάναμε το Τορα – Τόρα και το 2004 έγινα κάτι σαν τη Βέμπο που τραγουδούσε τα κατορθώματα του Ζαγοράκη στην Πορτογαλία. Το 2008 πέρασα τις μέρες του Euro στην Ελβετία ενώ όλοι οι άλλοι ήταν με την Εθνική στην Αυστρία. Το 2010 κάναμε την πρώτη εκπομπή που χει γίνει στο internet υπό τους εκνευριστικούς ήχους της βουβουζέλας. Το 2014 πήγα στη Βραζιλία για ποδοσφαιρικό προσκύνημα  Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά γιατί με έπιασε η φλυαρία.

Ξαφνικά κουράστηκα

Ολοκληρώνοντας πέρυσι τέτοιο καιρό την συνεργασία μου με το Sport24 ένοιωσα λιγάκι ανακουφισμένος κι αυτό δεν είχε να κάνει καθόλου με το site που για μια διετία υπέροχα με φιλοξένησε: είχε να κάνει με τη δική μου σχέση με το Internet που με κούραζε. Η μετεξέλιξη του Τύπου είναι το Internet, αλλά αυτή η μετεξέλιξη οδηγεί κυρίως σε τερατογενέσεις, όχι σε πρόοδο. Το internet έπρεπε να είναι το προνομιακό πεδίο άσκησης δημοσιογραφίας, αφού θεωρητικά σε αυτό υπήρχε χώρος για όλα και όλους. Κι όμως αυτή η απεραντοσύνη του έχει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα: ένοιωσα ό,τι κάπου χαθήκαμε. Οι ντελάληδες αντικατέστησαν τους δημοσιογράφους, η επιθετικότητα πήρε τη θέση της νηφαλιότητας, η καταγγελία έγινε κανόνας - και το ωραίο είναι ότι γίνεται συνήθως χωρίς κανόνες. Δεν μιλάω για την αθλητικογραφία – αυτή ψυχορραγεί παγιδευμένη σε λογιών λογιών εξαρτήσεις – μιλάω γενικά για την δημοσιογραφία. Τα κείμενα γίνανε χειρότερα, κανείς δεν αντικατέστησε το φίλτρο του αρχισυντάκτη που έδινε κύρος στο δημοσιογραφικό κείμενο, οι απόψεις έγιναν πληθωριστικές και όλα βούλιαξαν στον ωκεανό της ασημαντότητας. Γράφονται χιλιάδες λέξεις χωρίς λόγο. Γεμίσαμε κείμενα άψυχα που υπάρχουν για να εντυπωσιάζουν, να εξοργίζουν, να τραβάνε τους πάντες προς τα κάτω: το διαδίκτυο έγινε η κινούμενη άμμος της εγχώριας μιζέριας – βοήθησε και η κρίση σε αυτό. Δεν ισχύει για όλους και για όλα (και ευτυχώς), αλλά υπάρχει πια πολύ blob και πολύ λίγο blog. Και το blob ισοπεδώνει – ελπίζω να θυμόσαστε την ταινία.

Οι φίρμες του διαδικτύου εμπορεύονται αγανάκτηση, οργή και μαγικές λύσεις, χτίζουν καριέρες ως Ρομπέν των Δασών: το διαδίκτυο έγινε η γιορτή της Αποκριάς διάφορων τσαρλατάνων – κάποιοι γίνανε και βουλευτές, άλλοι απλά το είδαν σαν ευκαιρία για να βγάλουν το ψωμί τους πουλώντας λογιών λογιών υπηρεσίες. Αυτοί οι πιασάρικοι και διαμορφωμένοι ρόλοι με άφηναν αδιάφορο. Κι έμεινα στην άκρη οικειοθελώς, παρόλο που κάμποσοι μου ζήτησαν την υπογραφή μου.

Κυνηγώντας τα σουξέ

Αφού στην εισαγωγή τα λέμε όλα να σας πω και κάτι ακόμα χειρότερο: το διαδίκτυο έβαλε στη ζωή του κειμενογράφου (όποια ιδιότητα κι αν αυτός έχει…) την υποχρέωση του σουξέ. Δημοσιογράφοι, σχολιαστές, ρεπόρτερ, αναλυτές, κωμικοί και τραγικοί, οπαδοί και αντιρρησίες με ή χωρίς συνείδηση, ανακάλυψαν ξαφνικά πως για να υπάρχουν δεν έπρεπε μόνο να κάνουν την όποια δουλειά τους (δηλαδή να γράφουν), αλλά να έχουν επισκεψιμότητα, share, like – να κάνουν σουξέ μεγάλα, ώστε να μπορούν να βγουν στην πίστα. Αυτά που κορόιδευα, βλέποντας την αγωνία τραγουδιστών, παρουσιαστών, παραγωγών και ηθοποιών έτοιμων να πουλήσουν την ψυχή τους στο διάβολο για μια στιγμιαία επιτυχία, τα είδα ξαφνικά στη ζωή μου ως προοπτική: ακόμα και όσοι συνυπήρχαμε αρμονικά στο ίδιο περιβάλλον έπρεπε να τη μετράμε την επισκεψιμότητα για να δούμε ποιος την έχει μεγαλύτερη – με το συμπάθιο. Εγώ που μεγάλωσα τραγουδώντας ότι «του Θεού η χάρη μας γλυτώνει απ τα σουξέ» έπρεπε με αυτό να μάθω να ζω: δεν είχα πρόβλημα και έκανα σουξέ πολλά, αλλά αλλιώς το φανταζόμουν το περιεχόμενο της επιτυχίας.

Πως πέρασα το χειμώνα

Εκατσα στην άκρη, αλλά δεν μ αφήσατε σε ησυχία. Πέρασα ένα χειμώνα απολογούμενος για την απουσία μου: οι σποραδικές εμφανίσεις στο site της Νοva και η καθημερινή σχεδόν παρουσία μου στην Sportday δεν σας έφταναν, αφού με θέλετε στον ωκεανό του Internet, κωπηλάτη ή ναυαγό. Βαρέθηκα τη γλυκιά μουρμούρα σας και πέφτω στον ωκεανό ξανά αυτή τη φορά, όχι πρώτη θέση σε κρουαζιερόπλοιο ή πίσω από τα κανόνια κάποιας φρεγάτας, αλλά με ένα βαρκάκι ιστιοπλοϊκό: αυτό είναι το karpetshow.gr κι ελπίζω ν αντέξει τα κύματα. Είναι το πρώτο αποκλειστικά δικό μου blog. Εχω την ευθύνη και την επίβλεψη του. Και θα χει την τρέλα μου.

Γιατί το έκανα; Γιατί υπάρχουν ακόμα κάμποσοι, φίλοι και εχθροί, που με αναζητούν, γιατί υπάρχουν ιστορίες που δεν έχω πει, γιατί πρέπει να ξανασυναντηθούμε με αφορμή κείμενα και γιατί από τότε που ξεκίνησα αυτή τη δουλειά πιστεύω πως τα κείμενα είναι το παν. Ακόμα και στο διαδίκτυο, που τα κείμενα τα ισοπεδώνει, τελικά μόνο αυτά μένουν. Εν τέλει το έκανα γιατί έχουμε ακόμα κείμενα να μοιραστούμε πολλά.

Το Euro της Γαλλίας είναι μια ωραία αφορμή για να μαζευτούμε, όμως ο σκοπός είναι μετά από αυτό και σιγά σιγά να ξεφύγουμε από την ασταμάτητη ποδοσφαιρίλα και να θυμηθούμε και πολλά άλλα δικά μας. Να μην ξεχάσουμε βέβαια τα αθλητικά σε ένα καλοκαίρι γεμάτο τέτοια, αλλά να μιλήσουμε για βιβλία και ταινίες, να τσακωθούμε για τηλεοπτικές σειρές, να γελάσουμε και να μοιραστούμε στεναχώριες. Να πολιτικολογήσουμε, να αυτόψυχαναλυθούμε, να μην ξαναχαθούμε. Εδω θα βρίσκετε καθημερινά καινούργια κείμενά μου και θα βρείτε και κάμποσα παλιότερα που μου ζητάτε: η διαβούλευση θα γίνεται στο Fb γιατί σχόλια κάτω από αυτά, αρχικά τουλάχιστον, δεν μπορώ να έχω. Αν το blog σταθεί στα πόδια του θα κάνουμε και πολλά άλλα: υπομονή. Για την ώρα σας υπόσχομαι να σας δίνω αφορμές που θα βοηθήσουν να σκεφτείτε πολλά από αυτά που σας ενδιαφέρουν πιο καθαρά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα συμφωνούμε κι απόλυτα.

Σαλπάρουμε

Το blog σχεδίασε ο φίλος Σωτήρης Ρούσσος φτάνοντας πολύ πολύ κοντά σε ό,τι του ζήτησα: τον ευχαριστώ για τη συνεργασία. Το στηρίζουν αρχικά και μέχρι το Σεπτέμβριο, φίλοι με τους οποίους έχω συνεργαστεί και παλιότερα. Μου συμπαραστάθηκαν χωρίς να έχω κάτι να τους δείξω, απλώνοντας ένα δίχτυ προστασίας στη δική μου βουτιά στο κενό. Ενώ σας τα γράφω αυτά χαράζει. Σαλπάρουμε με την εικόνα μιας ανατολής στα μάτια. Αυτό το γλυκό πρώτο φως είναι η πυξίδα για να μην χαθούμε τώρα που ξαναβρεθήκαμε…