To ξήλωμα του πουλόβερ

To ξήλωμα του πουλόβερ


Η ήττα της Μπαρτσελόνα από την Παρί την Τρίτη 14 Φεβρουαρίου του 2017 είναι ένα ιστορικό αποτέλεσμα γιατί σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής. Της εποχής που κάθε ευρωπαϊκή ομάδα φοβόταν κι έτρεμε την Μπαρτσελόνα, το επιβλητικό της παιγνίδι, τους επιθετικούς της, την αύρα της. Η Μπάρτσα είναι μια μεγάλη ομάδα που θα ξανακερδίσει κάποια στιγμή το Τσάμπιονς λιγκ. Η Μπαρτσελόνα όπως την ξέραμε όμως τελείωσε.    

Κάθε γκολ μια ιστορία

Το καθένα από τα τέσσερα γκολ που δέχεται η Μπαρτσελόνα στο Παρκ Ντε Πρενς από την Παρί μαρτυρά τα προβλήματά της: η κατάρρευση της ομάδας του Λουίς Ενρίκε είναι απόλυτη – η ομάδα της Καταλονίας δεν μπορεί πια να υποστηρίξει το ποδόσφαιρο που την έκανε τόσο επιτυχημένη. Το πρώτο γκολ έρχεται μετά από ένα καταπληκτικό χτύπημα φάουλ του Ντι Μαρία στο 19΄λεπτό. Εχουν προηγηθεί τρεις ευκαιρίες της Παρί που έχει μπει στο γήπεδο με το πόδι στο γκάζι, όπως κάποτε έκανε η Μπαρτσελόνα. Το δεύτερο το πετυχαίνει ο Ντράξλερ  κι ενώ οι παίκτες της Παρί έχουν αλλάξει πέντε φορές κάθετα τη μπάλα σε λίγα τετραγωνικά, όπως έκανε κάποτε η Μπαρτσελόνα. Στο τρίτο η Παρί, πριν ο Ντι Μαρία σκοράρει με μια φωτοβολίδα εκτός περιοχής, σπάει το πρέσινγκ των Καταλανών δείχνοντας τους ότι δεν μπορούν πλέον να πρεσάρουν ψηλά με παίκτες όπως ο βαρύς Γκόμεζ και ο κουρασμένος Ινιέστα – γενικά αυτή η ομάδα του Ενρίκε δεν μπορεί να πρεσάρει, όπως έκανε κάποτε η Μπαρτσελόνα. Στο τέταρτο γίνεται πάλι το ίδιο με τη διαφορά πως αυτή τη φορά ο Μανιέ κατεβαίνει από τα δεξιά μόνος και ανενόχλητος, τρέχοντας ογδόντα μέτρα με τη μπάλα στα πόδια, μέχρι να βγάλει τον Καβάνι με μια κάθετη πάσα απέναντι στο Τερ Στέγκεν: ουδείς ασχολείται μαζί του γιατί η αντίπαλός του δεν τρέχει πιά όπως κάποτε η Μπαρτσελόνα. Η Παρί διαλύει την Μπάρτσα δείχνοντας της ένα βράδυ στο Παρίσι ποιο ήταν το ποδόσφαιρο που η ίδια έπαιζε κάποτε. Η Παρί του Εμερι, που τόσες δυσκολίες έχει στο γαλλικό πρωτάθλημα, παίζει καλύτερο ισπανικό ποδόσφαιρο από την τωρινή Μπαρτσελόνα. Η μόνη παρηγοριά του Ενρίκε είναι ότι τον επίλογο των θαυμάτων της δικής του ομάδας τον γράφει μια ομάδα που παίζει το ποδόσφαιρο της Μπαρτσελόνα, αυτό το γεμάτο πρέσινγκ, ταχύτητα, εναλλαγές της μπάλας και πολύ κίνηση των παικτών. Αυτό το ποδόσφαιρο που καιρό τώρα η Μπαρτσελόνα δεν μπορεί να παίξει.

Η γλώσσα της αλήθειας

Πριν ακόμα κι από το τι συμβαίνει στο γήπεδο είναι καλό να προσέχουμε την ίδια τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε, όταν περιγράφουμε μια ομάδα. Η γλώσσα, συνήθως λέει αλήθειες που προηγούνται των τακτικών εξηγήσεων. Υπήρχε κάποτε λέγαμε «η Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα» και την διαδέχτηκε είπαμε «η Μπαρτσελόνα του Μέσι». Και μετά αυτή τη «Μπαρτσελόνα του Μέσι» συμφωνήσαμε πως την διαδέχτηκε η «Μπαρτσελόνα του ΜSN», αυτή δηλαδή του Μέσι, του Σουάρες και του Νεϊμάρ. Σε αυτή την μικρή περιγραφή της πρόσφατης ιστορίας της καταλαβαίνεις τη φθορά της. Η «Μπαρτσελόνα του Γκουαρντιόλα» στο άγραφο λεξικό του ποδοσφαίρου είναι μια τρομερή μηχανή, που μπορεί να στηρίζεται σε μια και μόνη ενδεκάδα, αλλά λειτουργεί υπέροχα. Οι ομορφιές της και οι διαβολιές της είναι αποτέλεσμα της δημιουργικής αξιοποίησης του χρόνου, της κοινής σκέψης όπως αυτή καλλιεργείται στη Μασία, της φρεσκάδας κάποιων καταπληκτικών ποδοσφαιριστών που ακολουθούν το πλάνο ενός προικισμένου ποδοσφαιριστή που γνωρίζει τα θέλω των οπαδών και του συλλόγου. Η «Μπαρτσελόνα του Μέσι» είναι μια σπουδαία ομάδα, εξαρτημένη όμως από τον καλύτερο εκείνα τα χρόνια παίκτη του κόσμου, ένα χαρισματικό επιθετικό που μπορεί να παίζει σε δυο και τρεις θέσεις και θέτει το σπάνιο ταλέντο του στην υπηρεσία μιας ομάδας, που υπάρχει και χάρη σε αυτόν απογειώνεται. Η «Μπαρτσελόνα του ΜSΝ», που ακολουθεί, όταν κρίνεται πως ο Μέσι χρειάζεται στηρίγματα, είναι παραγωγική και θεαματική στα σπουδαία της βράδια, όμως διαφέρει πάρα πολύ από τις προηγούμενες δυο γιατί οι τρεις κυνηγοί της, που την χαρακτηρίζουν, αποτελούν στην πραγματικότητα όλη την δύναμη της. Το ομαδικό παιγνίδι ξεφτίζει σιγά σιγά σαν πουλόβερ που ξηλώνεται. Σύντομα όλα αρχίζουν και τελειώνουν με αυτούς: στις καλές τους βραδιές η  Μπάρτσα μπορεί να καταπλήξει. Η Μπάρτσα; Συγχωρέσατε με για το λάθος. Αυτοί οι τρεις μπορεί να καταπλήξουν – η Μπαρτσελόνα είναι απλά κάμποσοι κομπάρσοι που περιμένουν να δουν τα θαύματά τους από την καλύτερη θέση, δηλαδή κινούμενοι κοντά τους, δίπλα τους. Τα θαύματα είναι κάμποσα, αλλά το ομαδικό παιγνίδι έχει χαθεί. Ο μόνος που θα μπορούσε να βροντοφωνάξει ότι όλη αυτή η προσέγγιση είναι επικίνδυνη και εν τέλει λανθασμένη είναι ο Γιόχαν Κρόιφ, ιδεολόγος και αυστηρός κριτής, αλλά αυτός έχει φύγει από τη ζωή πια. Ούτε αυτός ούτε η Μπάρτσα κατάφεραν να νικήσουν το χρόνο.

Κάθε απουσία πονάει

Στο Παρίσι σε ένα βράδυ φαίνονται όλες οι αδυναμίες. Κάθε μεγάλη ομάδα, όταν αρχίσει και φθίνει, προσπαθεί να μασκαρέψει τη φθορά της ποντάροντας σε μονάδες που θα κάνουν τη διαφορά – όμως η Μπαρτσελόνα δεν έχει πιά αυτό το περιθώριο γιατί μοιάζει να έχασε τους εσωτερικούς μηχανισμούς της: θέλει πίσω τον Τσάβι, τον Πουγιόλ, τον Ντάνι Αλβες, τον Πέδρο, τον Βίγια κι αυτοί πια δεν υπάρχουν. Κάθε απουσία είναι πλέον μη διαχειρίσιμη. Η απουσία του Μασκεράνο κάνει την αδυναμία των στόπερ να βγουν στην μπάλα, αλλά και να την κατεβάσουν, να φαίνεται τεράστια. Ο κουρασμένος Ράκιτιτς δεν έχει αναπληρωματικό. Η κόπωση του Ινιέστα δεν κρύβεται: η πίεση που του ασκεί ο Εμερι με τα κυνηγόσκυλα που λέγονται Ματουιντί και Βεράτι βγάζει στο φως μια δυσκολία στις μεταβιβάσεις που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, όταν μιλούσε για τη  Μπαρτσελόνα. Ο Μέσι, ο Σουάρες και ο Νεϊμάρ είναι στο γήπεδο, αλλά χωρίς μια ομάδα να τους υποστηρίξει δεν τους βλέπει κανείς. Το μάθημα είναι πικρό, σκληρό και προκαλεί θλίψη: όχι όμως πόνο. Η Μπαρτσελόνα γνωρίζει τη συντριβή από μια ομάδα που παίζει καλύτερα από αυτή, γιατί τρέχει πιο πολύ, πρεσάρει πιο πολύ, δουλεύει μέσα στο γήπεδο πιο πολύ: της δείχνει πως έπαιζε και της θυμίζει ότι έχει σταματήσει να παίζει έτσι.

Κοιτάζει διαρκώς προς τα πίσω

Η Μπαρτσελόνα έχει γνωρίσει κι άλλες συντριβές: τον Απρίλιο του 2013 τέσσερα γκολ της είχε βάλει και η Μπάγερν σε ένα ημιτελικό. Όμως ετούτη η ήττα της μοιάζει να σηματοδοτεί το τέλος μιας εποχής γιατί ήρθε με ένα τρόπο που θυμίζει τον τρόπο που η Μπάρτσα είχε όταν κέρδιζε. Η Παρί την κέρδισε με τα δικά της όπλα, την προσπέρασε με ταχύτητα και φρεσκάδα. Κυρίως έδειξε στον κόσμο πως αν καιρό τώρα η Μπάρτσα στηρίζεται σε ξεσπάσματα αυτό δεν συμβαίνει γιατί έχει μεταβάλει την αγωνιστική εικόνα της, αλλά γιατί απλά αγκομαχεί. Προσπαθεί ν αντλήσει δύναμη από τη φανέλα της, την ιστορία της, τις πρόσφατες μεγάλες μέρες της. Η Μπάρτσα μοιάζει αιχμάλωτη του μύθου της. Δεν κοιτάζει το μέλλον της, αλλά το παρελθόν της. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο…