Τα νέα παιδιά, μια εθνική φαντασίωση

Τα νέα παιδιά, μια εθνική φαντασίωση


 

Πέρασε στα ψιλά η αποτυχία της Εθνικής ομάδας U 19 να προκριθεί στην τελική φάση του Πανευρωπαϊκού πρωταθλήματος, που θα γίνει το καλοκαίρι στη Γεωργία. Η ομάδα του Γιάννη Γκούμα έφτασε να παίξει την πρόκρισή της σε ένα τελικό με την γηπεδούχο Ολλανδία: για να προκριθεί έπρεπε να κερδίσει. Οι Ολλανδοί, που προκρίνονταν και με ισοπαλία είχαν δοκάρι, έχασαν πέναλτι, πήραν μάλλον εύκολα το 0-0. Αν μείνει κάποιος σε αυτό και μόνο το ματς μπορεί να χαρακτηρίσει την Εθνική μας άτυχη, αφού να προκριθείς σε βάρος ενός γηπεδούχου, απλό δεν είναι. Όμως η Εθνική μας στο ίδιο τουρνουά έπαιξε και με την Ουκρανία και την Φινλανδία κι αν δείτε τα αποτελέσματα της θα διαπιστώσετε πως έκανε ένα μόνο καλό ημίχρονο, το δεύτερο με την Φινλανδία. Σε αυτό, ενώ έχανε με 0-1, έβαλε τέσσερα γκολ – τα δυο στο τέλος. Δεν σκόραρε ούτε με τους Ολλανδούς, ούτε με τους Ουκρανούς από τους οποίους έχασε με 2-0. Θυμίζω ότι σε αυτή την ομάδα αγωνίζονται ο Ρέτσος, ο Ευαγγέλου, ο Λημνιός, ο Μπαστιανός, ο Κατράνης, ο Μίνγκος, ο Νικολάου και κάμποσοι άλλοι για τους οποίους ακούγονται μόνο καλά λόγια.  Υποθέτω πως ο Γκούμας πρέπει να τα έχει λίγο με τον Σκίμπε, που του στέρησε τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τον Ανδρούτσο και τον Μανθάτη: ίσως με αυτούς να ήταν τα πράγματα καλύτερα. Αλλά όπως και να χει το πράγμα, όταν πας να πάρεις μια πρόκριση έχοντας μερικούς από τους παίκτες για τους οποίους τόση φασαρία γίνεται στην Ελλάδα και δεν τα καταφέρνεις, μιλάμε για αποτυχία. Όχι του Γκούμα, αλλά όλων όσων κάνουν για τους μικρούς υπερβολικό θόρυβο.  

 

Ικανότητες και ηλικία

Πολλοί με ρωτάτε καιρό τώρα γιατί δεν συμμερίζομαι τα καλά λόγια, που ειδικά φέτος ακούστηκαν για ένα σωρό μικρά παιδιά που έκαναν ντεμπούτο με πολλές ομάδες στο ελληνικό πρωτάθλημα. Η απάντησή μου είναι η αποτυχία της Εθνικής Νέων να προκριθεί στα τελικά – μια ακόμα αποτυχία. Εχουν προηγηθεί ανάλογες αποτυχίες της Εθνικής Ελπίδων, με υλικό υποτίθεται εξαιρετικό, και πολύ φοβάμαι πως θα ακολουθήσουν κι άλλες αποτυχίες, όσο κρίνουμε τους ποδοσφαιριστές, όχι με βάση τις ικανότητες τους, αλλά με βάση την ηλικία τους. Εν κατακλείδι δεν έχω τίποτα με τα μικρά παιδιά – ίσα ίσα που κάποιοι από τους τωρινούς πιτσιρικάδες μου είναι συμπαθέστατοι, γιατί έχουν ένα ωραίο αέρα, που στην Ελλάδα δύσκολα συναντάς σε ποδοσφαιριστές. Αλλά τα έχω με μια αντίληψη που λέει ότι «όποιος είναι μικρός και ελπιδοφόρος πρέπει να παίρνει ευκαιρίες κι ας μην είναι ακόμα έτοιμος να γίνει βασικός σε ομάδα μεγάλη». Τα έχω με όποιους στήνουν γύρω από τους μικρούς ένα ιδιότυπο και καταστροφικό σταρ σίστεμ, με βάση το οποίο στο ποδόσφαιρο (κι όχι μόνο…) η ηλικία είναι σημαντικότερη από τη δυνατότητα προσφοράς. Αυτό δεν θα το δεχτώ ποτέ.

 

Να κάνεις τη διαφορά

Καταλαβαίνω τις αγωνίες των ανθρώπων των παιδιών να δουν τα πιτσιρίκια τους να γίνουν γρήγορα επαγγελματίες, να υπογράφουν μεγάλα συμβόλαια: ζούμε πια σε μια χώρα που η επαγγελματική καταξίωση ενός πιτσιρικά μπορεί να λύσει τα προβλήματα μιας ολόκληρης οικογένειας – το παιδί είναι επένδυση. Καταλαβαίνω επίσης και την αγωνία της κάθε ομάδας να βγάλει μικρούς: πρέπει να δικαιολογηθούν τα κόστη των Ακαδημιών και των ομάδων Νέων, που είναι μεγάλα – κι από την άλλη οι μικροί, σε ένα πρωτάθλημα όπως το δικό μας που οι εντυπώσεις μετράνε πιο πολύ από την ουσία, είναι χρήματα στην Τράπεζα. Δεν καταλαβαίνω, όμως, όλους τους υπόλοιπους – πρώτα από όλα οπαδούς και δημοσιογράφους, που εκστασιάζονται γιατί παίρνουν ευκαιρίες οι μικροί. Δεν λέω να μην δίνουν στα παιδιά ευκαιρίες: αν τις αξίζουν να τις παίρνουν. Θυμίζω απλά ότι ποδοσφαιριστή μεγάλης ομάδας δεν σε κάνουν δυο τρεις ενέργειες και κάμποση θέληση – σε κάνει μόνο η δυνατότητά σου να κάνεις τη διαφορά, κι αυτό χρειάζεται πολύ χρόνο. Ολο αυτό το χρόνο, τα πολλά καλά λόγια κάνουν μόνο κακό.

 

Δεν ήταν τίτλος τιμής

Όταν εγώ ήμουν μικρός η παρουσία πολλών μικρών σε μια ομάδα ήταν πρόβλημα: έδειχνε αδυναμία να βρεθούν καλοί φτασμένοι ποδοσφαιριστές, μαρτυρούσε ότι υπάρχουν οικονομικά προβλήματα, ήταν καμπανάκι συναγερμού – κανείς δεν έλεγε «μπράβο που ποντάρεις στα παιδιά» κι όλοι έλεγαν «που πας με τα παιδιά;». Το «με τα τσικό σας παίζουμε» ήταν προσβολή για τον αντίπαλο, όχι τίτλος τιμής. Οι μικροί έπαιζαν πριν αρχίσουν τα ματς των μεγάλων κι αν κανένας έπαιρνε κανα χειροκρότημα από την εξέδρα ήταν είδηση. Μετά δημιουργήθηκε υπόγεια στην Ελλάδα ένα κίνημα θαυμασμού της νιότης, ως σωτηρία όλων των ποδοσφαιρικών δεινών μας: άρχισαν σιγά σιγά όλοι να περιμένουν τους τρομερούς μικρούς, γιατί απλούστατα δεν ήταν ευχαριστημένοι από τους μεγάλους. Κι έτσι άρχισαν όλοι να βλέπουν ακαδημίες του Αγιαξ και Μασίες εκεί που δεν υπάρχουν και για καμιά πενταετία γεμίσαμε «έλληνες Μέσι», που ένας Θεός ξέρει που βρίσκονται. Μπορούμε άνετα να συνεχίσουμε να φαντασιωνόμαστε θαυματουργούς μικρούς, που θα μπουν και θα κάνουν τη διαφορά: απλά θα κάψουμε πολλά παιδιά ακόμα.

 Όλα γίνονται αργά

Ακούω συνέχεια ότι στην Ελλάδα κάποιος θεωρείται ταλέντο, ενώ είναι στα 23, ενώ σε άλλες χώρες παίζει από τα 19 του βασικός – όποιος το λέει έχει δίκιο. Όμως η Ελλάδα είναι μια χώρα στην οποία τα περισσότερα παιδιά ωριμάζουν αργά και δεν αναφέρομαι μόνο στους αθλητές – ίσα ίσα που αυτοί ωριμάζουν πολύ πιο γρήγορα. Στην Ολλανδία, στη Γερμανία, στη Βρετανία ο 20χρονος πιτσιρικάς θέλει συνήθως να ζει μόνος του - στην Ελλάδα περιμένει το χαρτζιλίκι του μπαμπά και το φαγητό της μάνας του. Όλα γίνονται αργά και δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να βιαζόμαστε με τους ποδοσφαιριστές: ας ωριμάσουν και στα 23 και στα 25 – δεν υπάρχει πρόβλημα, αρκεί η ωριμότητα τους να τους δίνει την πληρότητα, που το επάγγελμα απαιτεί. Δεν γίνεσαι ποδοσφαιριστής, όταν σου λένε καλά λόγια: ποδοσφαιριστής γίνεσαι όταν παίζεις καλά με τη μπάλα, όταν είσαι δυνατός, όταν έχεις έκρηξη, όταν ξέρεις να στέκεσαι στο γήπεδο κι όταν δικαιολογείς την εμπιστοσύνη του προπονητή με τις εμφανίσεις σου – η ηλικία για μένα δεν παίζει κανένα ρόλο. Με διαολίζει τελευταία και ότι κάμποσοι που παριστάνουν τους προπονητές ξεκινάνε το άτυπο βιογραφικό τους τονίζοντας ότι δίνουν ευκαιρίες σε μικρά παιδιά: πρόκειται για νέα μόδα! Ο προπονητής δεν υπάρχει για να δίνει ευκαιρίες: υπάρχει για να βελτιώνει τους ποδοσφαιριστές του και να χτίζει καλές ομάδες. Αλλά επειδή ζούμε σε μια χώρα στην οποία η πραγματικότητα είναι λιγότερο σημαντική από τις φαντασιώσεις και οι προπονητές προσαρμόζονται σε ό,τι τους ζητάνε και πουλάνε ελπίδες. Για μένα ελάχιστοι νέοι πρόκοψαν γιατί οι προπονητές τους τους δώσανε ευκαιρίες ποντάροντας στα νιάτα τους: αυτοί που τα κατάφεραν είναι όσοι πέρασαν το δύσκολο σκόπελο του δανεισμού, βγήκαν από το θερμοκήπιο της ομάδας και βρέθηκαν σε ένα δύσκολο περιβάλλον και κατάφεραν σε αυτό να κάνουν πράγματα. Κάπως έτσι μας προέκυψε ο Καραγκούνης, ο Μήτρογλου, ο Παπασταθόπουλος, ο Σαλπιγγίδης, ο Ελευθερόπουλος, που ως νέοι έκαναν σπουδαία πράγματα. Φυσικά υπάρχουν κι αυτοί που αποκτήθηκαν ως ταλέντα και άντεξαν το βάρος της μεγάλης ομάδας που τους πίστεψε: είναι δεκάδες, όπως είναι δεκάδες και όσοι δεν τα κατάφεραν, αλλά όλοι αυτοί δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα παιδιά των Ακαδημιών, που κάνουν όνομα γιατί κέρδισαν το πρωτάθλημα Νέων.   

Καλύτερα από τη Νέων

Ο Ρέτσος πρέπει να αποφασίσει σε ποια θέση θέλει να καθιερωθεί και σε αυτή και μόνο ν αγωνίζεται – το ίδιο και ο Ανδρούτσος. Ο Λημνιός και ο Μανθάτης πρέπει ν αποκτήσουν έφεση στο γκολ, χωρίς να το εκβιάζουν. Ο Ευαγγέλου πρέπει να βελτιωθεί τεχνικά: έχει μόνο νεύρο, το ίδιο και ο Κατράνης, που ως ακραίος πρέπει να συμμετέχει στο παιγνίδι πολύ. Ο Νικολάου, επειδή δεν είναι γρήγορος, πρέπει να μάθει να χρησιμοποιεί το μυαλό του. Εύχομαι σε πέντε χρόνια να παίζουν όλοι στην Εθνική. Καλύτερα, όμως, από ό,τι παίζουν στην Εθνική Νέων…