Πυκνό σκοτάδι στον παράδεισο...

Πυκνό σκοτάδι στον παράδεισο...


Η ιστορία του Μπρέντον Τάραντ, του 28χρονου Αυστραλού που χθες στο Κράιστσερτς της Νέα Ζηλανδίας σκότωσε σαράντα εννέα μουσουλμάνους και τραυμάτισε άλλους είκοσι αμφιβάλω αν μας αγγίζει. Είναι κάτι που εξελίχτηκε πολύ  μακριά μας, το παρακολουθήσαμε στα δελτία ειδήσεων μαζί με ειδήσεις που αφορούν τον καιρό, πιστεύουμε πως αφορά κοινωνίες και ανθρώπους που δεν μας μοιάζουν. Ισως να είναι κι έτσι – η Νέα Ζηλανδία σε σχέση με τη χώρα μας είναι παράδεισος. Και ίσως για αυτό θα πρεπε ό,τι συνέβη να μας προβληματίσει και περισσότερο: γιατί ακόμα και ο παράδεισος μπορεί να έχει πολύ και πυκνό σκοτάδι.

Οποιον δεν φταίει σε τίποτα

Κάθε φορά που καταγράφονται ανάλογα περιστατικά δίνονται από τους ειδικούς πειστικές εξηγήσεις για τους δολοφόνους – εξηγήσεις που συνήθως σκοπό έχουν να μας καθησυχάσουν. Όταν οι δολοφόνοι είναι ισλαμιστές που χτυπάνε π.χ το Παρίσι ή τη Στοκχόλμη αναφέρεται ως αιτία των πράξεων τους ο θρησκευτικός φανατισμός ή η οργή που νοιώθουν για τη Δύση που τους περιθωριοποιεί, επιτίθεται στις χώρες τους και δεν σέβεται την κουλτούρα τους. Όταν από την άλλη οι φονιάδες είναι κτήνη σαν τον Νορβηγό Αντερς Μπέρινγκ Μπρέιβικ ή τον Τάραντ οι ειδικοί εστιάζουν στις κοινωνικές τους καταβολές, τα πολιτικά τους πιστεύω, την πορεία τους προς την τρέλα. Ολες αυτές οι αναγνώσεις είναι πιθανότατα σωστές – οι δρόμοι προς την ψυχοπάθεια είναι άλλωστε πολλοί. Αλλά δεν δίνουν λύση στην ερώτηση γιατί ο κόσμος μας παράγει τόσους ανθρώπους έτοιμους να πάρουν τα όπλα και να σκοτώσουν όποιον δεν φταίει σε τίποτα. Ο Μπρέιβικ σκότωσε παιδιά. Ο Τάραντ απλούς θρησκευόμενους ανθρώπους. Ο ISIS βάζει βόμβες σε θέατρα και σε καφέ: όλος αυτός ο εξτρεμισμός έχει στόχο την ανθρώπινη ζωή – ούτε πολιτικούς ηγέτες χτυπάνε, ούτε στρατιωτικούς στόχους έχουν. Απλά καθαρίζουν αθώους για να στείλουν ένα κοινό μήνυμα: ότι πουθενά δεν μπορείς να νοιώθεις ασφαλής γιατί ο κόσμος αυτός δεν σου ανήκει – ανήκει μόνο σε αυτούς.  

Το παγκόσμιο ακροατήριο

Το δεύτερο ενδιαφέρον σε αυτές τις ιστορίες είναι ότι έχει παγκοσμιοποιηθεί το ακροατήριο των ενεργειών τους κι αυτό φοβάμαι πως είναι και το τραγικότερο. Όποιος έχει σκοπό και στόχο να χτυπήσει το κάνει με τη σιγουριά ότι η πράξη του θα ξεφύγει από το πλαίσιο της πόλης ή της χώρας που δρα και κινείται. Ποιος ήξερε την ύπαρξη του Κράιστσερτς; Υποθέτω ότι το που ακριβώς βρίσκεται το αγνοούσαν και αρκετοί που ζουν στη Νέα Ζηλανδία. Γιατί το διάλεξε ο μακελάρης; Πιθανότατα γιατί του ήταν βολικό να χτυπήσει – στο Οκλαντ θα είχε μάλλον μεγαλύτερες δυσκολίες. Ο Τάραντ, στο μανιφέστο που δημοσίευσε δηλώνει «ευρωπαίος πολίτης» και επικαλείται πολλά που έχουν να κάνουν με την ευρωπαϊκή ιστορία: δεν διάλεξε, όμως, μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη για να κάνει το χτύπημά του, αλλά μια ήσυχη μικρή πόλη στην Νέα Ζηλανδία. Γιατί; Γιατί ο τόπος δεν έχει σημασία – είναι ένα απλό σκηνικό, που του δίνει τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ένα παγκόσμιο ακροατήριο: ας μην ξεχνάμε ότι χρησιμοποίησε το Facebook για να κάνει αναμετάδοση των πράξεων του και το Twitter για να δημοσιεύσει το μανιφέστο του. Αυτό βάζει τον τρόμο σε μια νέα διάσταση: σκηνικό μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε χώρος – δεν υπάρχουν πια μέρη που πρέπει να φυλάσσονται περισσότερο. Αυτό μεγιστοποιεί και την πιθανότητα της ύπαρξης νέων Τάραντ και νέων Μπρέιβικ. Κάποτε ένα τρομοκρατικό χτύπημα απαιτούσε συνεργασία πολλών προσώπων. Χρειαζόταν οργάνωση για να φτάσεις σε ένα στόχο, που ήταν σχεδόν πάντα συμβολικός. Σήμερα αρκεί ένας αποφασισμένος τρελός, μια πόλη που δεν έχει ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις (πιθανότατα γιατί δεν τις χρειάζεται) και μια χώρα χωρίς μεγάλο δίκτυο μυστικών υπηρεσιών που μπορεί και να δρουν προληπτικά: και το κακό μπορεί να γίνει, έχοντας μάλιστα και τη μέγιστη προβολή.  

Το μίσος της βεβαιότητας

Και μετά είναι οι ίδιες οι ιδέες που συνεχώς εξαπλώνονται. Πιστεύω ότι με το μανιφέστο του Τάραντ θα συμφωνούν πολλοί και στην Ελλάδα. Το είδος της ιδεολογικής συμφωνίας δεν έχει καμία διαφορά από την τυφλή υπακοή που δείχνουν οι φανατικοί μουσουλμάνοι εξτρεμιστές στα κηρύγματα για Τζιχάντ. Αλλάζουν οι εχθροί, αλλά παραμένει απολύτως ίδιος ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία. Οι μεν μιλούν εκ μέρους του προδομένου λαού, οι δε εκ μέρους του Θεού τους που τους καθοδηγεί. Όλοι βασίζουν τα αιματοβαμμένα θέλω τους στην βεβαιότητα ότι υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι, που κατά βάση συμφωνούν μαζί τους: απλά δεν έχουν το κουράγιο να πάρουν τα όπλα.

Από εκεί κι έπειτα οι διαφορές είναι πραγματικά ελάχιστες κι ας μοιάζουν μεγάλες. Στην περίπτωση των φανατικών μουσουλμάνων το μίσος  καλλιεργείται συνήθως σε συνθήκες φτώχιας – στις κατεστραμμένες περιοχές της Μέσης Ανατολής ή στις υποβαθμισμένες περιοχές των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Οσοι είναι έτοιμοι να μακελέψουν τη Δύση μεγαλώνουν μαθαίνοντας να αισθάνονται ότι είναι ξεχωριστοί, όπου κι αν έχουν γεννηθεί. Μπορεί να έχουν γεννηθεί στο Παρίσι αλλά δεν είναι δυτικοί, σίγουρα δεν είναι χριστιανοί, δεν είναι πλούσιοι, δεν έχουν το σύστημα αξιών του δυτικού κόσμου – το αποστρέφονται. Και στην περίπτωση του Τάραντ ή του Μπρέιβικ όμως το μίσος προκύπτει από την καλλιέργεια μιας βεβαιότητας. Είναι βέβαιοι ότι πρεσβεύουν κάτι ανώτερο απλά γιατί δεν είναι ίδιοι με όσους θεωρούν εχθρούς: δεν είναι φτωχοί, δεν είναι μετανάστες, δεν είναι απολίτικ, δεν είναι αδιάφοροι για την παρακμή του κόσμου – του κόσμου τους. Και οι μεν και οι δε, από διαφορετικές διαδρομές καταλήγουν να μισούν τον κόσμο: οι μεν τον θεωρούν αμαρτωλό και άξιο να καταστραφεί, οι δε θέλουν να τον αλλάξουν και να τον κάνουν δικό τους. Οι μεν πιστεύουν σε ένα Θεό χωρίς έλεος, οι δε νομίζουν ότι είναι ανελέητοι Θεοί οι ίδιοι. Οποιος μαζί τους συμφωνεί τους δίνει δύναμη.

Πρέπει να είναι εχθροί μας

Ο Αυστραλός μακελάρης μπορεί να μένει δίπλα μας – κι απλά να μην το ξέρουμε. Παραμένοντας μπερδεμένοι νομίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο: δεν είναι. Ακόμα αντιμετωπίζουμε τον κόσμο με παλιά σχήματα – οι εξηγήσεις μας για αυτόν χάνονται στα ασήμαντα. Η μεγάλη διαφορά σήμερα αφορά πρώτα πρώτα το σεβασμό της ανθρώπινης ζωής. Υπάρχουν αυτοί που τη σέβονται κι αυτοί που δεν την σέβονται. Κι αυτοί που δεν την σέβονται, όποιοι κι αν είναι, πρέπει να είναι εχθροί μας. Χωρίς να μας νοιάζει το θρήσκευμα τους, οι πολιτικές τους ιδέες και στο όνομα ποιου σκοτώνουν, πρέπει να είναι εχθροί μας…