Πάσχα μόνο εκεί που πρέπει

Πάσχα μόνο εκεί που πρέπει


Όταν ήμουν μικρός (δηλαδή μικρότερος από όσο τώρα είμαι) το Πάσχα δεν το αγαπούσα. Αγαπούσα πάντα τα Χριστούγεννα. Έρχονταν κάθε Δεκέμβρη. Εκανε κρύο και το κρύο μου αρέσει. Ανάβαμε το τζάκι. Ελεγα κάλαντα, που είναι ένα σόου από μόνα τους και περίμενα δώρα. Εβλεπα το «Μια Υπέροχη ζωή» του Φρανκ Κάπρα στην τηλεόραση – περίμενα να χιονίσει.

Το Πάσχα αντιθέτως μου έμοιαζε πολύβουο. Δεν ήξερα πότε γιορτάζεται – άλλες φορές ήταν νωρίς κι άλλες αργά. Οι γονείς συζητούσαν μέρες πριν τι καιρό θα κάνει: είχαν πάντα ένα περίεργο άγχος. Την Μεγάλη Παρασκευή πάντα έβρεχε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να βάφουμε τα αυγά κόκκινα και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το δικό μου πάντα έσπαγε πρώτο. Η νηστεία της Μεγάλης Εβδομάδας με καταπίεζε: τα θαλασσινά δεν τα μπορούσα. Η λαμπάδα μου πάντα έσβηνε το βράδυ της Ανάστασης. Οι ταινίες και τα σήριαλ για το Πάσχα δεν μου άρεσαν ποτέ, γιατί οι κακοί είχαν πάντα μυτερό μούσι, ενώ οι καλοί είχαν άσπρο και περιποιημένο - άσε που ήξερα πάντα το τέλος. Κι όταν την Κυριακή του Πάσχα τα ραδιόφωνα έπαιζαν όλη μέρα δημοτικά λες και ξαναγιορτάζαμε την 25η Μαρτίου ήθελα να έχω γεννηθεί στην Ισλανδία. Και μετά, μεγαλώνοντας, όλα άλλαξαν.

Μου πήρε καιρό να καταλάβω ότι το Πάσχα είναι μια τύχη σπάνια. Δεν είναι μια απλή γιορτή, αλλά μια υπέροχη μεγάλη παρένθεση. Σήμερα κρατάω τη νηστεία για σαράντα μέρες – το κάνω χρόνια τώρα. Περιμένω την μεγάλη περιφορά των Επιταφίων, που ολοκληρώνεται σε κάποιο τοπικό τσιπουράδικο. Χαίρομαι όταν βλέπω τις σούβλες. Μου αρέσει το χαμόγελο των ανθρώπων όταν λένε «Χριστός Ανέστη». Το Πάσχα, ακόμα κι αν ο καιρός είναι μουντός, είναι ένα μικρό καλοκαίρι – μια αληθινή ένεση ηθικού και δύναμης. Αρκεί να το γιορτάζεις στο χωριό. Γιατί μόνο εκεί λειτουργεί το θαύμα του Πάσχα, δηλαδή ότι επιστρέφεις έστω για λίγο σε μια η ζωή που γίνεται ξαφνικά απλή κι ανθρώπινη.  

Το Πάσχα θα έπρεπε να γιορτάζεται υποχρεωτικά και μόνο στα ελληνικά χωριά – για την ακρίβεια θα έπρεπε να απαγορεύεται να το γιορτάζει κάποιος σε πόλεις. Αν κάποιοι έπρεπε να το γιορτάζουν, χωρίς να πάνε στην ύπαιθρο, θα έπρεπε να το γιορτάζουν σε κατακόμβες, όπως οι Πρώτοι Χριστιανοί – κρυμμένοι και με ένα βαθύ αίσθημα αλληλεγγύης για τον διπλανό τους, που έμεινε κι αυτός στην πόλη, γιατί δεν έχει ένα δικό του χωριό. Το Πάσχα στην πόλη, με όση λαμπρότητα κι αν γιορταστεί, είναι άσχημο, όπως όλα τα παράταιρα πράγματα. Είναι κιτς – ένα αισθητικό λάθος καθόλου αξιαγάπητο. Δεν αμφιβάλω για το ότι αυτές τις πρώτες μέρες της άνοιξης ακόμα και οι ελληνικές μας πόλεις, αν και ασχημούλες οι περισσότερες, ομορφαίνουν. Αλλά η πόλη δεν είναι για Πάσχα. Η Κυριακή του Πάσχα στην πόλη είναι μια ακόμα Κυριακή και όχι μια ιδιαίτερα γιορτινή Κυριακή: δεν υπάρχουν ούτε καν λαμπιόνια, όπως τα Χριστούγεννα και στις πόλεις δεν τραγουδάνε τα κορίτσια του Λαζάρου ούτε τα αγόρια το Σήμερα Μαύρος Ουρανός τη Μεγάλη Πέμπτη. Και μπορεί να υπάρχει αρκετός κόσμος στο εκκλησίασμα, αλλά δεν υπάρχει η παραμικρή έκπληξη: δεν ακούς κανένα να ρωτά «εσείς πότε ήρθατε». Το να μείνεις στην πόλη σπανίως είναι επιλογή – αφού κατά βάθος θα ήθελες να είσαι αλλού. Το Πάσχα είναι γιορτή που θέλει σκηνικό, όπως οτιδήποτε έχει δράση. Οποιοι αυτό δεν το καταλαβαίνουν δεν έχουν γιορτάσει ποτέ τους. Το ελληνικό Πάσχα δεν είναι απλά μια μεγάλη γιορτή- είναι μια υπερπαραγωγή. Με έθιμα απερίγραπτα και ιστορίες που δεν ξεχνάς. Με Ιούδες που καίγονται, επιτάφιους και χορωδίες, βεγγαλικά και κλαρίνα, σούβλες κρασιά και τσίπουρα. Κι αν δεν είναι όλα όπως θα ήθελες ή όπως τα θυμόσουν, μην γκρινιάζεις: θυμήσου απλά πόσο τυχερός είσαι που τα έχεις ζήσει και θα συμβούν στην ζωή σου κι άλλα καλύτερα.

Το ξέρω ότι χωριά δεν έχουν όλοι, αλλά δόξα το Θεό υπάρχουν χωριά για όλους. Αν χωριό δεν έχεις, οφείλεις να βρεις ένα, να το υιοθετήσεις: είναι κάπου εκεί έξω και σε περιμένει. Θέλει από σένα μια ελάχιστη αφοσίωση και τίποτα περισσότερο. Θέλει να πηγαίνεις σε αυτό κάθε φορά που έχεις ευκαιρία, να μην λειτουργείς ως περαστικός, αλλά να γνωρίσεις τους ντόπιους, να μάθεις τα κρυμμένα μονοπάτια και να δεις τις μυστικές εικόνες του, να μιλάς την ντοπιολαλιά και κυρίως να περνάς πάντα εκεί το Πάσχα. Σε αυτό και μόνο θα ξαναβρίσκεις κάθε χρόνο για λίγο έστω τους χαμένους (αλλά τόσο απαραίτητους…) αργούς ρυθμούς, θα νοιώθεις το χρόνο να κυλά στα μέτρα του ανθρώπου, θα σταματήσεις να τρέχεις. Θα καταλάβεις ότι εν τέλει η Σταύρωση και η Ανάσταση είναι οι δυο πράξεις του ίδιου δράματος – στην πόλη ανάσταση δεν θα καταλάβεις ποτέ, μολονότι νοιώθεις ότι σε σταυρώνουν κάθε μέρα.

Το Πάσχα δεν έχει ξενόφερτους Αγίους, κοκτέιλ πάρτι, πρωϊνό τα χαράματα, κατανάλωση και ευκαιρίες για να φορέσουν τα καλά τους οι κυρίες που ψάχνουν βλέμματα. Εχει μόνο την αίσθηση του γλυκού πεπρωμένου, αλλά και την επιβλητικότητα του ελληνικού σκηνικού. Θέλει βουνό, αεράκι, τον ήχο ενός κλαρίνου - ίσως και λίγη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Όχι άλλο τσιμέντο στις καρδιές.

(ΒHMagazino, Aπρίλιος του 2018)