Οι δυο μεγάλες προσθήκες

Οι δυο μεγάλες προσθήκες


Ο Ολυμπιακός κέρδισε πολύ πιο εύκολα από όσο δείχνει το τελικό 89-72 την Ζαλγκίρις κάνοντας την τρίτη κατά την γνώμη μου κανονική του νίκη στην εφετινή Ευρωλίγκα – οι άλλες δυο ήταν με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ και με την Εφές στο ΣΕΦ. Μιλάω για κανονικές νίκες γιατί σε αυτές δεν χρειάστηκαν να γίνουν ηρωϊσμοί και υπερβάσεις: ο Ολυμπιακός έπαιξε το μπάσκετ που ξέρει και θέλει να παίζει, χωρίς παίκτες του να μείνουν 35 λεπτά στο παρκέ, χωρίς να έχει τραυματισμούς παραμονή των ματς, χωρίς να κάνει λάθη που προκύπτουν από ελλείψεις και κούραση. Ενδεχομένως οι νίκες που βασίστηκαν σε υπερβάσεις (με την Μακάμπι, τον Αστέρα, την Παρτιζάν) να είναι πιο σημαντικές, αλλά μια ομάδα για να πάει μακριά σε μια διοργάνωση ασταμάτητων παιγνιδιών όπως η Ευρωλίγκα πρέπει να κερδίζει και διαδικαστικά και εύκολα όπως έκανε ο Ολυμπιακός χθες: με την άμυνα, στην οποία ποικιλοτρόπως ποντάρει και μια επίθεση περισσότερο πολυφωνική από άλλες φορές. Στην οποία τα δυο βασικά όπλα ήταν πάλι ο Πίτερς και ο Κάναν, οι δυο περισσότερο αναπάντεχοι πρωταγωνιστές, όχι της εφετινής σεζόν, αλλά ίσως και στην ιστορία των σεζόν του Ολυμπιακού στην Ευρωλίγκα γενικότερα.

Και σε προηγούμενες σεζόν είχαν υπάρξει ευχάριστες εκπλήξεις, δηλαδή παίκτες που έκαναν όχι βήμα, αλλά άλμα μπροστά: ο Σάσα Βεζένκοφ είναι μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση, αλλά κι ο ίδιος ο Μιλουτίνοφ κι ο Χάινς κι ο Ντάνστον κι αρκετοί άλλοι εξελίχτηκαν στον Ολυμπιακό. Κανείς όμως από όλους αυτούς δεν είχε τόσο θεαματική εξέλιξη σε ένα χρόνο όπως ο Πίτερς και ο Κάναν: οι άλλοι σεζόν με σεζόν γίνονταν καλύτεροι – ετούτοι εδώ από ρολίστες έγιναν πρωταγωνιστές. Κι απόλυτοι. Δεν είναι απλά καλύτεροι από πέρυσι: είναι άλλοι παίκτες.

https://www.in.gr/wp-content/uploads/2023/11/6038029.jpg

Ο αόρατος Κάναν

Δεν θέλω να τους αδικήσω βασιζόμενος σε εντυπώσεις: υπάρχουν νούμερα που είναι αμείλικτα. Ο Κάναν πέρυσι δεν υπάρχει για μήνες. Δεν υπάρχουν στην περίπτωσή του δυσκολίες προσαρμογής (κι άλλα τέτοια που λέμε για να δικαιολογήσουμε την μικρή προσφορά ενός παίκτη): απλά η προσφορά του είναι ανύπαρκτη. Ο Κάναν χρειάζεται επτά ματς για να φτάσει σε διψήφιους πόντους – το κάνει σε ένα ματς με την Παρτιζάν που σημειωτέων ο Ολυμπιακός έχει κερδίσει με 30 πόντους και μόνο ο Λαρεντζάκης έχει βάλει 14. Κάποιος θα πίστευε ότι μετά από αυτό λύθηκε και πήρε πρωτοβουλίες: ούτε για αστείο! Για να γίνει δεύτερη φορά διψήφιος θα χρειαστεί άλλα επτά ματς: θα βάλει 14 στο ματς που ο Ολυμπιακός έχασε από την Βιλερμπάν – εκείνο το βράδυ ήταν για πρώτη φορά στη σεζόν ίσως ο καλύτερος. Αλλά ούτε κι αυτό θα τον βοηθήσει να πάρει μπροστά: μέχρι το τέλος της κανονικής περιόδου ο Κάναν έχει ουσιαστική προσφορά μόνο σε δυο ματς, με τον ΠΑΟ στο ΟΑΚΑ και την Φενέρ. Κατά τα άλλα βολοδέρνει στο γήπεδο και μάλιστα δεν παίζει και λίγο. Μένει άποντος στο ματς με την Μπαρτσελόνα στο ΣΕΦ παρά τα 12 λεπτά της παρουσίας του. Βάζει ένα σουτ με την Ρεάλ κι ένα με την Μπασκόνια παρόλο που μένει στο γήπεδο σχεδόν 15 λεπτά. Δεν έχει βάλει σουτ στο αντίστοιχο με το χθεσινό ματς με την Ζαλγκίρις παρά τα 13 λεπτά της συμμετοχής του: χθες έκανε ρεκόρ καριέρας. Υπάρχει η εντύπωση πως έκανε σπουδαία play off: στην πραγματικότητα έχει κάνει ένα σπουδαίο ματς (το πρώτο με 5 τρίποντα) κι ένα καλό (το τέταρτο που έχει 12 πόντους αλλά και 3 κλεψίματα). Στα άλλα τρία κάνει ελάχιστα: στο ένα δεν βάζει ούτε βολές. Καλός είναι όντως στο Final 4. Εξαιρετικός, θα λεγα.

Ολοένα και χειρότερος

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με τον Πίτερς. Είναι αλήθεια πως πέρυσι είχε μπροστά του τον Βεζένκοφ, αλλά αυτό είναι ένα άλλοθι περισσότερο ψυχολογικό: τον βοήθησε να δικαιολοθεί στον εαυτό του. Διότι κι αυτός για μια σεζόν ολόκληρη κάνει λίγα – πολύ λίγα για την κλάση του. Ο Πίτερς, που έχει αποκτηθεί για να βοηθήσει πρώτα από όλα στην επίθεση, φτάνει τους 10 πόντους σε μόλις έξι ματς της κανονικής περιόδου: με την Μπαρτσελόνα, την Παρτιζάν, την Βίρτους , την Αρμάνι, την Βιλερμπάν, και την Φενέρ – εξαιρουμένου του ματς με την Μπαρτσελόνα όλα τα υπόλοιπα είναι στο ΣΕΦ. Για αυτόν δεν μπορείς να πεις ότι έχει πρόβλημα προσαρμογής: το καλύτερό του ματς εκτός έδρας είναι το πρώτο της χρονιάς στην Βαρκελώνη. Ούτε παίζει λίγο: έξι φορές μόνο έχει αγωνιστεί πάνω από είκοσι λεπτά (απόντος και του Βεζένκοφ σε κάποια ματς), αλλά τα παιγνίδια στα οποία έχει αγωνιστεί λιγότερα από δέκα είναι όλα κι όλα επτά. Τα 14-15 λεπτά τα έχει σχεδόν πάντα. Το πρόβλημα είναι ότι όσο περνά η σεζόν γίνεται χειρότερος. Στα δέκα τελευταία ματς της σεζόν μια φορά ξεπερνά τους έξι πόντους: βάζει 8 στο ΣΕΦ με την Βιλερμπαν – δεν το λες και κατόρθωμα. Στα play off με την Φενέρ δεν υπάρχει: ο χρόνος του στο παρκέ είναι χαμένος χρόνος – σε τρία από τα πέντε ματς η επιθετική του προσφορά δεν ξεπερνά τους 2 πόντους. Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης. Στο τρίτο ματς έχει παίξει σχεδόν 15 λεπτά: σκοράρει μόνο από βολές.  Στο Final 4 πάει για τουρισμό: παίζει ένα πεντάλεπτο σε κάθε ματς, δεν δίνει τίποτα: όλη του η προσφορά είναι ένα ριμπάουντ.

https://www.to10.gr/wp-content/uploads/2023/09/5790821.jpg

Σχεδόν χωρίς εξήγηση

Πως αυτοί οι δυο κάνουν τα απίστευτα που βλέπουμε φέτος είναι ένα ανεξήγητο μυστήριο. Πρώτα από όλα κανείς από τους δυο δεν ήταν ευχαριστημένος με την περσινή σεζόν του, αλλά δεν έδειχνε να κουβαλάει και θυμό μέσα του ώστε να θέλει να μπει να παίξει για να αποδείξει ότι αδικήθηκε. Κανείς τους δεν ένοιωσε κάποια ιδιαίτερη στήριξη. Ο Πίτερς δεν ήταν ευχαριστημένος για τη μη συμμετοχή του στα ματς του Final 4: στους συμπαίκτες του το είπε, στον προπονητή του όχι. Βέβαια γνώριζε πως το βήμα μπροστά που από αυτόν όλοι περίμεναν δεν το έκανε. Αν δεν κόπηκε από τα play off του ελληνικού πρωταθλήματος είναι γιατί μπορούσε να παίξει και στη θέση του Παπανικολάου κι αυτό κρίθηκε χρήσιμο – και υπήρξε χρήσιμο. Ο Κάναν κόπηκε από τα τελικά με τον ΠΑΟ παρά το καλό του Final 4. Για τον Κάναν και τα παιγνίδια του ο Γιώργος Μπαρτζώκας πέρυσι γκρίνιαζε και πολύ. Ο ίδιος ο Κάναν στις αρχές του καλοκαιριού έψαξε να βρει ομάδα. Ο Πίτερς έμεινε ως καλός και ήσυχος αναπληρωματικός: θα έπαιζε λίγο πιο πολύ, αλλά δεν νομίζω πως κάποιος πίστευε πως θα δει όσα βλέπει από αυτόν φέτος. Γιατί δεν έφυγαν; Γιατί υπάρχει μια λεπτομέρεια που μέτρησε: για τον Μπαρτζώκα είχαν πια και οι δυο γνώση του παιγνιδιού του κι αυτό για τον προπονητή είναι το σημαντικότερο. Με την φυγή του Βεζένκοφ, του Σλούκα, του Μπολομπόι, του Μπλακ, αν έφευγαν κι αυτοί οι Ολυμπιακός θα άλλαζε έξι παίκτες της περσινής ομάδας: θα ξεκινούσε από την αρχή, δηλαδή σχεδόν θα διέγραφε όσα δυο χρόνια προηγήθηκαν. Τους έκανε αυτό πρωταγωνιστές; Δύσκολο να το πεις: ως εξήγηση παρά είναι απλή – κι άλλοι έμειναν, αλλά η πρόοδός τους δεν είναι και τεράστια.

Βγήκαν μπροστά

Ισως η απάντηση είναι πιο απλή: έχουμε να κάνουμε με δυο παράξενους εγωιστές που δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν στον εαυτό τους μια δεύτερη κακή χρονιά, γιατί στον εαυτό τους πιστεύουν. Πάντα στα σπορ το ζήτημα δεν είναι να σε πιστεύουν οι άλλοι: είναι να πιστεύεις στον εαυτό σου εσύ. Πιστεύεις στον εαυτό σου όχι όταν όλα σου πάνε καλά, αλλά όταν δεν σου πάνε καλά και πρέπει να αντιδράσεις. Οι δυο αυτοί τύποι είναι οι προσθήκες του Μπαρτζώκα: το είδος των παικτών που ένας κόσμος περιμένει. Κάνουν το πιο απλό και το πιο δύσκολο: βγήκαν μπροστά. Και κανείς πια δεν αναρωτιέται τι έκαναν πέρυσι. Τρίβει τα μάτια του με όσα βλέπει να κάνουν φέτος.