Ο πολιτικός Μπάρακ και ο καθηγητής Ομπάμα

Ο πολιτικός Μπάρακ και ο καθηγητής Ομπάμα


Πριν από περίπου ένα μήνα ο γνωστός μας για τις συνεχείς εκτιμήσεις του για το ελληνικό ζήτημα Πολ Γκρούγκμαν είχε γράψει κάτι πολύ σωστό αναφερόμενος στην ιστορική αποτίμηση της περιόδου του Μπάρακ Ομπάμα, που σήμερα μας επισκέπτεται. «Η σημαντικότητα της προεδρίας του θα κριθεί από όσα θα συμβούν μετά τη διαδοχή του» είχε γράψει ο Γκρούγκμαν περιγράφοντας με μια και μόνο φράση το ιστορικό παράδοξο αυτής της περιόδου. Για να το πούμε αλλιώς, τώρα που η περίοδος Ομπάμα ολοκληρώθηκε, για να καταλάβουμε αν και κατά πόσο ήταν σημαντική, θα πρέπει να δούμε όχι το έργο που αφήνει πίσω της, αλλά κατά πόσο το έργο αυτό θα δώσει καρπούς. Είναι παράδοξο γιατί ειδικά μετά την πρώτη του τετραετία στον Λευκό Οίκο ο Ομπάμα δημιούργησε ένα είδος βεβαιότητας ότι υπήρξε παρεμβατικός περισσότερο από οραματιστής και πρακτικός περισσότερο από μεταρρυθμιστής – οράματα και μεταρρυθμίσεις, ως γνωστόν απαιτούν πάντα χρόνο. Εν τέλει ο Ομπάμα φεύγει κάνοντας λιγότερα από όσα υποσχέθηκε, αλλά και αφήνοντας την αίσθηση ότι η παρουσία του στο Λευκό Οίκο σταματά απότομα: θα μπορούσε να είναι χρήσιμη και στα επόμενα χρόνια. Ο ρόλος του Ομπάμα, ως προέδρου ουμανιστή, μεταρρυθμιστή και ψύχραιμου υπολογιστή, μπορεί κάποια στιγμή να αποδειχτεί σημαντικότερος από το έργο του. Είναι σαν να λέει κανείς ότι το έργο του Ομπάμα ήταν ο ίδιος ο Ομπάμα, και δεν ξέρω για πόσους πολιτικούς στη γη μπορεί κανείς να το πει αυτό.

Υπήρξαν τελικά δυο

Οι αμερικάνοι λένε πως υπήρξαν δυο Ομπάμα, ο νεαρός πολιτικός, που κατεβαίνοντας να πάρει το χρίσμα των Δημοκρατικών ανέτρεψε παραδόσεις δεκαετιών με τον επιθετικό λόγο του και ο καθηγητής της Νομικής Ομπάμα, που προτιμούσε τις αναβολές από τις ρήξεις και συχνά κρυβόταν πίσω από την τυπολατρία. Οι επικριτές του το προχωράνε ένα βήμα πιο πέρα και ισχυρίζονται πως η πολιτική επιθετικότητα του αρχάριο στην πολιτική Ομπάμα τελείωσε μετά την πρώτη του νίκη στις αμερικανικές εκλογές, την βραδιά που εκφωνώντας τον πανηγυρικό του λόγο, που ήταν βασισμένος στο κεντρικό του προεκλογικό σύνθημα "Yes we can" (“Ναι μπορούμε”) έκανε την ευρωπαϊκή Δύση να ζηλεύει την Αμερική για τον πρόεδρό της. Στο Λευκό Οίκο ωστόσο, λένε οι επικριτές του, δεν μπήκε ο νεαρός πολιτικός αλλά ο κύριος καθηγητής: η μαθητεία στην εξουσία ήταν σκληρή και ο Ομπάμα έμαθε πολλά περισσότερα από όσα πρόσφερε.

Εδωσε κι έχασε μάχες

Βέβαια και τα όσα πέτυχε σημαντικά ήταν. Κατάφερε να περάσει, έπειτα από επίπονες προσπάθειες, ένα σχέδιο τόνωσης της οικονομίας ύψους 800 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κατάφερε να ψηφιστεί, έπειτα από μια σκληρή κοινοβουλευτική μάχη καθώς δεν έλεγξε ποτέ του και τη Γερουσία και το Κονγκρέσο, η ιστορική μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας, το επονομαζόμενο "Obamacare", για την οποία οι δημοκρατικοί πρόεδροι προκάτοχοί του είχαν απλά περιοριστεί σε ανεκπλήρωτες υποσχέσεις: στην πρώτη του τετραετία δημιούργησε πραγματικά ένα σοβαρό πλέγμα προστασίας των οικονομικά αδυνάτων και σαφώς έβαλε τις βάσεις για να επιστρέψει η αμερικανική οικονομία σε μια κουτσή, αλλά και πραγματική ανάπτυξη. Συνέδεσε επίσης το διάστημα της προεδρίας του με την εκτέλεση του ηγέτη της Αλ Κάιντα, Οσάμα μπιν Λάντεν, που έπεσε νεκρός στις 2 Μαΐου 2011 σε αμερικανική επιδρομή στο Πακιστάν. Η αναδιάρθρωση των μυστικών υπηρεσιών υπήρξε εντυπωσιακή των καιρό της προεδρίας του, μολονότι ο Ομπάμα ήταν ο λιγότερο πλανητάρχης αμερικάνος πρόεδρος. Η γνώση και η εκτίμηση των δεδομένων ήταν πάντα για τον καθηγητή Ομπάμα τρόπος δουλειάς: αυτά έφεραν και το τέλος της ψυχροπολεμικής ρήξης με την Κούβα έπειτα από μισό αιώνα στείρων εντάσεων κληρονομημένων από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό και μόνο το γεγονός δικαιολογεί εκ των υστέρων και το Νόμπελ Ειρήνης που εντελώς άκομψα του δόθηκε το 2008, όταν δεν είχε κάνει ως πρόεδρος απολύτως τίποτα για να το αξίζει. Φυσικά είχε και ήττες σημαντικές. Δεν κατάφερε να βάλει τέλος στην σύγκρουση Ισραηλινών και Παλαιστινίων μολονότι αυτό υπήρξε διακηρυγμένη προτεραιότητα του. Δεν κατάφερε να κλείσει τη φυλακή του Γκουαντάναμο, παρόλο που για αυτό είχε δεσμευτεί και είχε υπογράψει και διάταγμα για την κατάργησή της. Είχε μια ακατανόητα παθητική στάση στο ζήτημα της Συρίας και ήταν συχνά πολύ υποχωρητικός απέναντι στους Κινέζους στις συζητήσεις για τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής, παρότι καταλάβαινε πολύ καλά και την επικινδυνότητα και την πολυπλοκότητα του προβλήματος. Υπήρξε επίσης απλώς παρατηρητής στο ζήτημα της οπλοκατοχής μολονότι επί των ημερών του η Αμερική έζησε αποτρόπαια εγκλήματα:  μετά τις αιματοχυσίες στο   Νιούταουν, στο Τσάρλεστον, στο  Ορλάντο και πρόσφατα στο Ντάλας: περιορίστηκε απλά στο να εκφράσει τον πόνο του επαναλαμβάνοντας συχνά πως όλο αυτό "δεν έχει κανένα νόημα", δήλωση, που αν μη τι άλλο, δείχνει απλή πολιτική αμηχανία. Αν μιλούσαμε για κάποιο άλλο αυτό θα ήταν απολύτως κατανοητό, αλλά ο Ομπάμα, αν για κάτι θα περάσει στην ιστορία σίγουρα είναι για την εκφραστική του δεινότητα: οι προσεκτικά δουλεμένες ομιλίες του, στις οποίες αφιερώνει ιδιαίτερη φροντίδα ο ίδιος, είναι βέβαιο πως μελλοντικά θα αποτελούν πολιτικό μάθημα.

Η Αθήνα στο μυαλό του

Δεν βρήκα παράξενο ότι διάλεξε την Αθήνα για να εκφωνήσει το πολιτικό του αντίο. Είναι αρκετά αρχαιολάτρης και έχει κάνει σπουδές με θέμα την ελληνική κλασσική αρχαιότητα κυρίως, όμως, ειδικά στην προεκλογική περίοδο του 2012 είχε πολύ την Ελλάδα στο μυαλό του καθώς φοβόταν πως μια ελληνική χρεοκοπία μπορεί να του στοιχίσει την επανεκλογή. Ο Ομπάμα ήταν πάντα ένας σύμμαχος των ελληνικών κυβερνήσεων στο θέμα του χρέους, δίνοντας ωστόσο πάντα και συμβουλές για μεταρρυθμίσεις – συμβουλές που οι δικοί μας δεν άκουγαν και πολύ αφού αφορούσαν τη μείωση του Κράτους. Κάποτε είχε πει στον έλληνα πρέσβη στην Ουάσιγκτον πως ο καλός κυβερνήτης πρέπει να κάνει και πράγματα με τα οποία δεν συμφωνεί, όταν χάρη σε αυτά προκύπτουν λύσεις που ο ίδιος δεν έχει.

Ο Ομπάμα αποχωρεί από το Λευκό Οίκο με μεγάλη δημοτικότητα, χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει να πείσει τους αμερικάνους ότι η ρότα στην οποία έβαλε τις ΗΠΑ μετά το 2008 είναι η πρέπουσα: η νίκη του Τραμπ δεν αποτελεί αποδοκιμασία του Ομπάμα, αποτελεί όμως σίγουρα μη επιβράβευση της καθηγητικής του συμπεριφοράς – οι αμερικάνοι δείχνουν να αγαπούν τον ήρεμο αξιοσέβαστο άνθρωπο πιο πολύ από τον κυβερνήτη που έκανε λιγότερα από όσα υποσχέθηκε. Στην Ευρώπη αντίθετα όλοι μοιάζουν να ψάχνουν ένα Ομπάμα. Κάποιον δηλαδή που θα κάνει κάτι – έστω και λίγο. Αν μετά τον Ομπάμα, που θα μιλήσει για τα όσα (λίγα…) με κόπο κατάφερε, μιλούσε ο Τσίπρας για την τέχνη του να μην κάνεις σχεδόν τίποτα, θα γράφαμε ιστορία ως οικοδεσπότες…