Ο καθηγητής και τρελός Μελ Γκίμπσον

Ο καθηγητής και τρελός Μελ Γκίμπσον


Στις κινηματογραφικές αίθουσες παίζονται αυτές τις μέρες δυο ταινίες του Μελ Γκίμπσον – για να το πω πιο ορθά δυο ταινίες με τον Μελ Γκίμπσον. Το αρχικό λάθος μου είναι ηθελημένο –νομίζω ότι ο Γκίμπσον, αρέσει δεν αρέσει, ανήκει στη σπάνια κατηγορία των ηθοποιών που σε όποια ταινία εμφανίζεται την κάνει δική του. Το ενδιαφέρον στην περίπτωσή του είναι ότι αυτό το πετυχαίνει, όχι με την αρτιότητα των ερμηνειών του, αλλά απλά με τη φυσική του παρουσία: αν υπάρχει δεν υπάρχει άλλος και το γιατί σε μένα παραμένει άγνωστο. Μια απάντηση είναι ότι ο τύπος είναι γεννημένος πρωταγωνιστής, αλλά ίσως και να υπερβάλω: δεν έχει καν την λαμπρότητα που έχουν όσοι έχουν αυτό το χάρισμα.

Ψυχόδραμα με πιστολάδες

Οι δυο ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί τώρα είναι δυο καλές ταινίες – σε καμία περίπτωση δυο μεγάλες ταινίες: άλλωστε οι μεγάλες ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί ο Γκίμπσον είναι ελάχιστες, κι αυτό είναι ένα άλλο από τα πολλά παράξενα της μεγάλης καριέρας του. Το «Dragged Across Concrete», που βγήκε στις αίθουσες με τον άτυχο τίτλο «Τα δυο πρόσωπα του νόμου» είναι ένα αστικό γουέστερν, χωρίς άλογα και εξοχές, αλλά με όλα τα υπόλοιπα. Εχει δυο σερίφηδες που θεωρούν ότι κάπου κάπου πρέπει να παίρνουν το νόμο στα μέτρα τους, έχει ληστές τραπεζών, έχει ένα τελικό πιστολίδι, έχει κοφτούς ωραίους διαλόγους και έχει και σκληρούς πρωταγωνστές, που αγαπάνε τις γυναίκες τους, όπως συμβαίνει στα πιο πολλά από τα καλά γουέστερν. Σε αυτό το ταραντινιάνικης μορφής ψυχόδραμα με πιστολάδες ο Γκίμπσον υποδύεται ένα κουρασμένο ψυχάκια μπάτσο – κι όχι αστυνομικό, ένα Μάρτιν Ριγκς του Φονικού Οπλου που γέρασε. Στην άλλη ταινία, τον «Καθηγητή και τον Τρελό», που είναι και δική του παραγωγή, υποδύεται ένα Σκοτσέζο φιλόλογο, τον Τζέιμς Μάρεϊ.

Σκεφτόμουν ότι ανάμεσα σε αυτές τις δυο ταινίες βρίσκεις όλη την καριέρα του: νομίζω ότι ο Γκίμπσον είναι ένας τύπος που ενώ αποθέωσε ρόλους action hero, προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι θα ήθελε να παίζει κάτι άλλο. Σε όλη του την καριέρα μοιάζει να αναζητά το ρόλο που θα μας κάνει να πούμε ότι είναι σπουδαίος ηθοποιός κι όχι ένας ακόμα σκληρός τύπος που έσπασε ταμεία πουλώντας αγριάδα και τρέλα. Το ωραίο είναι ότι κάθε φορά που το εγχείρημά του αποτυγχάνει, επιστρέφει σε αυτά που ξέρει τραβώντας με άνεση τα κουμπούρια του. Αυτό είναι τόσο παιγνιδιάρικο, που κάνει την προσπάθειά του για αναζήτηση απρόβλεπτων ρόλων να μοιάζει ένα αστείο.

Το σήμα κατατεθέν

Δεν υπάρχει νομίζω κινηματογραφόφιλος που είναι πάνω από σαράντα χρονών που να μην τον αποθέωσε όταν ήταν πιτσιρικάς βλέποντάς τον ως Μαντ Μαξ και ως Μάρτιν Ρίγκς. Η σκηνή στο Φονικό Οπλο που πηδάει στο κενό, χωρίς ο θεατής να γνωρίζει ότι υπάρχει κάτω ένα στρώμα της πυροσβεστικής που τον περιμένει, είναι καταπληκτική: το βλέμμα του τρελού που έχει ο Γκίμπσον δεν το είχε ποτέ κανείς. Η πιθανότητα να κλισαριστεί και να παίζει πάντα τον ίδιο ρόλο ήταν τεράστια, αλλά ο τύπος δεν είχε τέτοιο σκοπό. Ένα χρόνο μετά το δεύτερο Φονικό Οπλο παίζει σε δυο ταινίες που δεν έχουν πιστολίδια και πτώματα: το «Air America», μια γλυκόπικρη κομεντί, και το «Forever Young» ένα ρομαντικό δράμα με την Τζεμι Λι Κέρτις – στο ενδιάμεσο λέει ναι στον Φρανκο Τζεφιρέλι και παίζει σε ένα κατάμαυρο αλλά αρκετά σεξπιρικό «Αμλετ». Μετά κάνει ένα ακόμα Φονικό Οπλο – για να μην ξεχάσει την τέχνη. Αυτές οι επιστροφές του σε ταινίες δράσης (μερικές μάλιστα κάκιστες) γίνεται το σήμα κατατεθέν της καριέρας του: κάθε φορά που τολμά κάτι άλλο, γυρνάει στα παλιά. Μετά την κωμωδία «Ο άνθρωπος που θέλουν οι γυναίκες» και το «The Million Dollar Hotel» παίζει στο καταπληκτικό και αιματοβαμμένο «We Were Soldiers». Μετά το ρόλο του ψυχολογικά διαλυμένου 45αρη που βρίσκει παρηγοριά σε ένα αρκουδάκι για παιδιά, στο παράξενο αλλά πολύ ανθρώπινο «The Beaver», εμφανίζεται σε τρεις ταινίες που σκοντάφτεις πάνω σε πτώματα, το «Get the Gringo», το «Machete Kills» και μια ακόμα ταινία της σειράς οι Αναλώσιμοι – στα δυο τελευταία δεν είναι καν πρωταγωνιστής. Οι επιλογές είναι τόσο άνισες και τόσο εκτός λογικής που νομίζω ότι ο τύπος απλά κάνει την πλάκα του. Και ίσως για αυτό πάντα τον χαίρομαι.

Κάνει απλά την πλάκα του

Νομίζω πως ο Γκίμπσον, που υπήρξε και αλκοολικός και έχει κάνει και πολλά για τα οποία έχει μετανοιώσει,  διασκεδάζει κάνοντας καριέρα κι αυτή την υποψία την έχω από την πρώτη φορά που τον είδα. Στην μοντέρνα ιστορία του Χόλυγουντ ηθοποιοί που άνοιξαν την πόρτα των studios παίζοντας εύκολα πράγματα για να γίνουν στη συνέχεια κάτι άλλο, υπήρξαν πάρα πολλοί. Το κάναν με τον τρόπο τους ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ και κυρίως ο Κλιντ Ιστγουντ, το κάνει σήμερα ο Μπράντλεϊ Κούπερ, που προσεχώς είναι δεδομένο ότι θα κάνει ταινίες ακόμα περισσότερο σοβαρές. Όμως ο Γκίμπσον δεν άφησε ποτέ πίσω του το ρόλο του ήρωα με τον οποίο μας συστήθηκε: απλά, με τον καιρό, παίζει μαζί του κρυφτούλι. Το ότι δεν έχει κανένα πρόβλημα με τις ταινίες δράσης το καταλαβαίνεις από αυτές που σκηνοθέτησε. Το «Braveheart» το έκανε για να τιμήσει τις ιστορίες με τις οποίες τον μεγάλωσε η Ιρλανδέζα μάνα του, αλλά ήταν ένα αιματοβαμμένο έπος. Το «Apocalypto» θέλεις γερά νεύρα για να το δεις ακόμα και σήμερα. Ανάμεσα σε πυροβολημένους κι νεκρούς στρατιώτες περιφέρεται και ο αντιρρησίας συνείδησης πρωταγωνιστής του στο άνισο «Hacksaw Ridge». Όταν ασχολήθηκε με τα Πάθη του Χριστού νόμιζες ότι το έκανε μόνο και μόνο για να δείξει την φρίκη κάποιων σκηνών: είμαι περίεργος τι θα κάνει τώρα που αποφάσισε να μας δώσει και τη δική του εκδοχή της Ανάστασης. Σχεδόν κάθε του σκηνοθεσία είναι μια ωδή στα αίμα – οι ταινίες του δεν είναι απλά περιπετειώδεις, είναι σκληρές. Και κάθε φορά που τις γυρίζει, ψάχνει μετά ένα σενάριο που του επιτρέπει να παίξει ένα γραφικό τρελό («Conspiracy Theory») ή ένα καλούλη μπαμπά («Daddy’s homme»). Μάλλον μας δουλεύει, αλλά το κάνει ωραία. Δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος. Αλλά το καταδιασκεδάζει. Κι όπως αποδεικνύει και στον «Καθηγητή και στον τρελό» είναι και τα δυο…