Mother, το παιγνίδι της έμπνευσης

Mother, το παιγνίδι της έμπνευσης


Ο Ντάρεν Αρονόφσκι έχει φανατικούς εχθρούς και φανατικούς οπαδούς και για αυτό κάθε δημιούργημά του διχάζει. Αναγνωρίζω την εξαιρετικότητα του, αλλά συχνά δεν αντέχω και την μεγαλομανία του: δεν είμαι μεταξύ αυτών που προσκυνάνε την ιδιοφυία του, αλλά δεν ανήκω και σε εκείνους που τον απορρίπτουν, χωρίς καν να προβληματιστούν για τις ταινίες του. Λάτρεψα π.χ τον «Μαύρο Κύκνο», αλλά δεν του συγχωρώ τον «Νώε». Κυρίως διασκεδάζω με το είδος των αντιπαραθέσεων που προκαλεί: δεν θυμάμαι άλλη ταινία στην οποία ο Δανίκας να έχει βάλει άριστα και ο Μήτσης μηδέν. Μιλάω για το «Mother», που ανήκει στο είδος των ταινιών που απαιτούν να τις σκέφτεσαι και να τις ερμηνεύεις, ενώ τις βλέπεις. Αν δεν μπορείς να μπεις σε αυτή τη διαδικασία να ψάχνεις το τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης, μην την δεις. Θα δώσω την δική μου ερμηνεία για αυτό το σπάνιο καλλιτεχνικό δημιούργημα, που συζητιέται στον κόσμο ολόκληρο, όσο καμία άλλη ταινία φέτος. Δεν το προτείνω σε κανένα: δεν είναι ταινία, είναι δοκιμασία. Τις δοκιμασίες του τις επιλέγει ο καθένας μόνος του.

 

Μια δυνατή ερωτική ιστορία

Τι είναι το «Mother»; Κατά τη γνώμη μου  μια δυνατή ερωτική ιστορία. Ο Αρονόφσκι μιλά για ένα ζευγάρι: το αποτελούν «Εκείνος» και η «Μητέρα», όπως διαβάζουμε στους τίτλους αρχής. Και υπάρχει και η σχέση τους. Εκείνος είναι Δημιουργός, γοητευτικός όσο επιβάλλεται για να κλέψει την καρδιά  μιας γυναίκας μικρότερης του, που πραγματικά του παραδίνεται. Είναι ο Χαβιέ Μπαρδέμ, κυνηγός και συλλέκτης, εγωκεντρικός, όπως οι πιο πολλοί καλλιτέχνες, αλλά και χαρισματικός: το είδος του άντρα που θεωρεί ότι η  αφοσιωμένη σύντροφός του δεν χρειάζεται τίποτα πιο πολύ από ένα του βλέμμα. Αυτή είναι «Μητέρα» - ακόμα κι αν στο ξεκίνημα της ταινίας δεν έχει παιδί: αρκεί που το θέλει πολύ. Είναι η Τζένιφερ Λόρενς, που ζει για την αγάπη του συντρόφου της. Τον ακολουθεί τυφλά σε ένα σπίτι, που συμβολίζει τη ζωή του ήρωα στον οποίο η ίδια αφιερώνεται, αλλά και την ίδια τη σχέση του ζευγαριού, που είναι πια η δική της ζωή. Αυτή οφείλει να δίνει τα πάντα σε αυτή τη σχέση, να την φροντίζει και να ανησυχεί για Εκείνον.

Ενας ζητιάνος της έμπνευσης

Η σχέση του ζευγαριού νοσεί, γιατί Εκείνος κουβαλά πληγές, που η Μητέρα είναι υποχρεωμένη να τις γιατρέψει, χωρίς να το μπορεί. Δυο προβλήματα είναι αποκλειστικά και απελπιστικά δικά του: το πρώτο είναι η έλλειψη έμπνευσης, απαραίτητη σε ένα δημιουργό. Το δεύτερο η ανάγκη του να διατηρήσει ένα κοινό που φθίνει, καθώς Εκείνος δεν έχει να του δώσει ό,τι αυτό περιμένει. Ο Εντ Χάρις, που εισβάλει στη ζωή του ζευγαριού, αντιπροσωπεύει αυτό το κοινό, που ο «συγγραφέας- δημιουργός» οφείλει να σέβεται. Μόνο που το κοινό δεν είναι απαραίτητα αγνό ή καλόβουλο με τον δημιουργό που θαυμάζει – πόσο μάλλον όταν αυτός, έχοντας ξεμείνει από έμπνευση, δεν το ικανοποιεί. Οι πιστοί του μπορεί να περιμένουν την επόμενη δημιουργία του: οι υπόλοιποι και κυρίως οι επίγονοί τους, που είναι δύσκολο να κατανοήσουν την πίστη αυτή, όχι. Γίνονται σκληροί και βίαιοι. Τα παιδιά του Εντ Χάρις είναι παιδιά ενός  προδομένου και εγκαταλελειμμένου από τον στείρο καθοδηγητή δημιουργό. Τα παιδιά δεν σέβονται απολύτως τίποτα, γιατί είναι αδιαπαιδαγώγητα: σκοτώνονται μεταξύ τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά, για το τίποτα. Δεν είναι ηθικά χρεοκοπημένα, γιατί αρχές δεν είχαν ποτέ. Εκείνος, ως  «δημιουργός – συγγραφέας», έχει επίγνωση της ευθύνης του, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα, πέρα από το να συμπαρασταθεί στο κοινό του, που αργοσβήνει. Είναι ένας απλός ζητιάνος της έμπνευσης. Τίποτα άλλο.

 

Κι η Μητέρα; Για το κοινό του συγγραφέα είναι η αιτία που η έμπνευσή του δεν λειτουργεί: δεν τον βοηθά. Η γυναίκα του Εντ Χάρις, η Μισέλ Πφάιφερ, που αντιπροσωπεύει τον κοινωνικό περίγυρο, είναι μαζί της επικριτική και ανελέητη. Οσοι την βλέπουν δίπλα του τη στιγμή της παρακμής του, δεν την σέβονται και δεν την προσέχουν – έχουν καταλήξει πως αφού αυτή δεν βοηθά την έμπνευσή του, (δεν την γεννά ως Μητέρα…), Εκείνος δεν της αξίζει. Η ίδια πιστεύει πως το μυστικό για να σωθεί η σχέση τους, δηλαδή η ζωή τους, είναι να γίνει πραγματική μητέρα: αυτό θα σβήσει τα προηγούμενα. Κάποια στιγμή, πιεσμένη, παραμελημένη, αλλά πάντα εξαρτημένη από τον έρωτά της, θα το απαιτήσει ουρλιάζοντας,  τόσο ώστε να του τραβήξει την προσοχή. Μόνο που τα χειρότερα έρχονται.

Η επιτυχία είναι τα πάντα

Το να προσπαθείς να συμπαρασταθείς σε ένα ανέμπνευστο αποτυχημένο είναι σαφώς πρόβλημα – πόσο μάλλον όταν ο κοινωνικός περίγυρος, σου χρεώνει την παρακμή του. Όμως είναι σαφώς δυσκολότερο το να επιχειρήσεις να σταθείς δίπλα σε κάποιον που φτάνοντας στην επιτυχία, παραδίδει σε αυτή το είναι του, αδιαφορώντας για όλα τα άλλα. Ενώ αυτή μένει έγκυος, Εκείνος ξεμπλοκάρεται, χαρίζει στον κόσμο αυτό που περιμένει, δημιουργεί ένα αριστούργημα. Το κοινό που τον έχει  ξεχάσει, επιστρέφει ακόμα πιο φανατισμένο, διψασμένο, ατίθασο, ορμητικό σαν αγέλη: κυρίως είναι πια μεγαλύτερο. Το σπίτι, δηλαδή η ζωή του, δεν θα είναι ποτέ ξανά ίδια. Αλλά στη ζωή του υπάρχει και η Μητέρα, που έχει ένα όπλο ή έτσι νομίζει: το ίδιο το μωρό της. Νομίζει πως όταν Εκείνος της λέει πως αυτό είναι ένα δώρο, αναφέρεται στην αγάπη τους: δεν είναι έτσι. Ο εγωκεντρισμός και η ματαιοδοξία του, του επιβάλουν ακόμα κι αυτό να το μοιραστεί με το κοινό του: στο όνομα της επιτυχίας είναι ταγμένος σε αυτό το κοινό, ακόμα κι όταν διαπιστώνει πως το αριστούργημά του, όχι μόνο δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλά μπορεί να τον κάνει και χειρότερο.

Υπερβολική η φόρτιση στο τέλος

Ο Αρονόφσκι φορτίζει υπερβολικά τις τελικές σκηνές: η Τέχνη δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο και το ξέρουμε, αλλά ο ίδιος πάει ακόμα ένα βήμα παραπέρα δαιμονοποιώντας σχεδόν την κατανάλωσή της, απλώς για να δείξει πως, ενώ ο κόσμος πραγματικά καταρρέει, ο ματαιόδοξος δημιουργός κολυμπάει στα κύματα αυτής της καταστροφής, θυσιάζοντας τα πάντα για να παραμείνει αγαπητός και επιτυχημένος. Αν στο «Μωρό της Ρόζμαρι» το παιδί είναι το μέσο προς την επιτυχία, εδώ το μωρό αντιπροσωπεύει το τίμημά της. Και η Μητέρα; Αφού έχει περιπλανηθεί στους δικούς της λαβύρινθους σκάβοντας μέσα στη σχέση, κατασπαραγμένη από Εκείνου την κυνικότητα, αποφασίζει να βάλει ένα τέλος:  κάνει αυτό που δεν τόλμησε ποτέ - θέλει να διαλύσει σχέση και ζωή και να φύγει. Τα τινάζει κυριολεκτικά όλα στον αέρα και πληρώνει και η ίδια την επιλογή καταλήγοντας τραυματισμένη, σχεδόν νεκρή.

 

Εδώ ο Αρονόφσκι δίνει το τελικό του χτύπημα: μας θυμίζει πως είναι αρκετά πιθανό στη ζωή μας να πέσουμε πάνω σε ανθρώπους που δεν μας αφήνουν να ξεκολλήσουμε από δαύτους, αν δεν μας ξεριζώσουν πραγματικά την καρδιά κι αν δεν κλέψουν οτιδήποτε όμορφο κουβαλάμε μέσα μας. Η τελική σκηνή είναι ποίησή ατόφια: Εκείνος, ως αρσενικό, ως κυνηγός και συλλέκτης, μετατρέπει το θύμα του σε λάφυρο και το κάνει ανάμνηση θεαματική –  αποκλειστικά δική του. Την τοποθετεί κι αυτή στην προθήκη των κατακτήσεων του και συνεπής στο γούστο του ψάχνει την επόμενη «γυναίκα – Μητέρα». Αυτή που θα φροντίσει τη σχέση, θα νοικοκυρέψει τη ζωή του και θα τροφοδοτήσει την έμπνευσή του.

Εχω ενστάσεις

Τι με πείραξε; Ότι ο Αρονόφσκι παρουσιάζοντας ένα ζευγάρι χωρίς ονόματα, δεν αφηγείται με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο μια συγκεκριμένη ιστορία, αλλά αξιωματικά δηλώνει πως στη ζωή η γυναίκα είναι εύκολο να γίνει θύμα, καθώς δεν μπορεί να αντισταθεί στην ανάγκη της να γίνει μητέρα. Εχω ενστάσεις. Αγαπώ τις γυναίκες όσο ο Αμερικάνος σκηνοθέτης, αλλά ξέρω κάμποσες που κατασπαράζουν. Χωρίς μάλιστα να κυνηγάνε. Απλά αρχικά τις κυνηγάς και στο τέλος δεν γλυτώνεις…