Μόνο σεβασμός

Μόνο σεβασμός


Η Ρεάλ Μαδρίτης κατέκτησε το Τσάμπιονς λιγκ στο Παρίσι ολοκληρώνοντας μια από τις πιο εντυπωσιακές και ιστορικές σεζόν της. Η σεζόν υπήρξε εντυπωσιακή γιατί η Βασίλισσα κατέκτησε το πρωτάθλημα Ισπανίας και το Τσάμπιονς λιγκ – κι αυτό το ντάμπλ ακόμα και για την ίδια αποτελεί κατόρθωμα. Και ιστορική γιατί όλα αυτά τα έκανε με μια ομάδα χαρακτηριστικό της οποίας δεν ήταν ο πλούτος, η λάμψη κι ο αέρας της υπεροχής, αλλά η σοφία του προπονητή της, η σπάνια πίστη των παικτών της και η φανταστική υποστήριξη του απαιτητικού κοινού της σε ένα σχέδιο που δεν θύμιζε Ρεάλ.

Αν κάθε μεγάλη ομάδα έχει μια συνταγή επιτυχίας, η Ρεάλ άφησε φέτος στην άκρη τη δική της, προσαρμόστηκε καταπληκτικά σε δεδομένα που ιστορικά δεν της ταιριάζουν και θριάμβευσε με τρόπους που δύσκολα περίμενες κερδίζοντας στο τέλος το χειροκρότημα, όχι για τη λάμψη της, αλλά για την άντοχή της. Και κυρίως για τη θέλησή της να μας θυμίσει αυτό που είναι το χαρακτηριστικό κάθε μεγάλης ομάδας δηλαδή η σιγουριά ότι θρίαμβος μπορεί να υπάρξει κυρίως τις χρονιές που κανείς δεν τον περιμένει και χάρη στη δύναμη της ιστορίας, της έδρας και της φανέλας. Που μεταμορφώνει, δυναμώνει και στο τέλος γίνεται σύμβολο πίστης.

Η Λίβερπουλ έπαιξε

Το ματς δεν είχε κανένα μυστικό και εν τέλει τίποτα το παράξενο. Η Λίβερπουλ έδειξε την ποιότητα και την ικανότητα της κάνοντας αυτό που κάνει όλο το χρόνο, δηλαδή προσπαθώντας να παίξει ποδόσφαιρο. Χάρη στην πίεση των μέσων της μπήκε πιο δυνατά, δεν άφησε στη Ρεάλ παρά ελάχιστες αντεπιθέσεις: οι τελικές προσπάθειες είναι 22-3 κι από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς τη θέληση της ομάδας του Γιούργκεν Κλοπ να παίξει ποδόσφαιρο. Αλλά ο τελικός της Λίβερπουλ σημαδεύτηκε για μια ακόμα φορά από την παρουσία ενός τερματοφύλακα κι αυτό είναι ένα γιγάντιο παράδοξο στην ιστορία της στο οποίο θα αναφερθώ λεπτομερώς προσεχώς: σήμερα περιορίζομαι να επισημάνω κι εγώ το προφανές ότι δηλαδή η Λίβερπουλ νικήθηκε από ένα τερματοφύλακα – μόνη της παρηγοριά ότι Τίμπο Κουρτουά  συμβαίνει να είναι ο καλύτερος του κόσμου αυτό τον καιρό. Ο Κουρτουά, που οι Βέλγοι αποκαλούν χαϊδευτικά «ο λιγνός» γιατί τους θυμίζει τον υπέροχο Σταν Λόρεν  έκανε μια από τις πιο επιβλητικές εμφανίσεις τερματοφύλακα σε τελικό Τσάμπιονς λιγκ, βγήκε δικαίως MVP του ματς και σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσεις έκανε όσους ήταν στο γήπεδο να πεταχτούν από τις θέσεις τους – οι μισοί για να τον χειροκροτήσουν και οι μισοί για να τα βάλουν με την κακή μοίρα που τον έστειλε αντίπαλό τους. Ειδικά η επέμβαση του στο σόλο του Σαλάχ στο τέλος πρέπει να είναι η σημαντικότερη φέτος στο Τσάμπιονς λιγκ – όχι απλά μια σωτήρια παρέμβαση, αλλά ένα πραγματικό μήνυμα στη Λίβερπουλ πως ό,τι κι αν κάνει δεν θα έχει την παραμικρή τύχη. Ωστόσο αν κάποιος σταθεί αποκλειστικά στο ματς θα αδικήσει και τις δυο ομάδες που έκαναν πολλά που μαρτυρούν πως δίκαια βρέθηκαν να διεκδικούν το μεγάλο τρόπαιο.      

Οι μέσοι κάπου χάθηκαν  

Προετοιμασμένη για να παίξει ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας η Λίβεπουλ έχω την εντύπωση πως στο Παρίσι πλήρωσε τη θέλησή της να διεκδικήσει φέτος τα πάντα: της αξίζει για αυτό ένα μεγάλο μπράβο, αλλά η απόφαση είχε κόστος. Στον τελικό διαφέντευσε το ματς όπως ήθελε, αλλά παίζοντας σε μια ταχύτητα κάτω από αυτό που μας έχει συνηθίσει, γιατί οι μέσοι της δεν είχαν πολλή βενζίνη στο ρεζερβουάρ κι αυτό φάνηκε. Ο Τιάγκο χάθηκε μετά το πρώτο μισάωρο όταν και κυνήγησε τον Μόντριτς ανελέητα. Ο Χέντερσον παραδόθηκε τελευταίος, αλλά κι αυτός δεν κατάφερε να γίνει επιδραστικός. Ο Φαμπίνιο, παίζοντας πιο πολύ με τη γνώση της θέσης, όχι τυχαία πήρε την πρώτη (και νομίζω μοναδική) κίτρινη κάρτα του ματς. Με αυτούς τους τρεις ν αδειάζουν σιγά σιγά, στη Λίβερπουλ έμειναν οι φαρμακερές πρωτοβουλίες του Μανέ και του Σαλάχ, οι επελάσεις του Αλεξάντερ Αρλοντ και η μεγάλη θέληση. Όλα χρήσιμα για να κάνεις 22 τελικές, αλλά όταν αυτές δεν είναι αποτέλεσμα πολύ σωστά οργανωμένης δουλειάς ποτέ δεν μπορείς να είσαι βέβαιος για την κατάληξή τους.

Η σωστή προετοιμασία

Απέναντι σε αυτά η Ρεάλ αντέταξε αρκετή απλότητα και μια καλή προετοιμασία για τις δυσκολίες της βραδιάς. Η βασική προτεραιότητα της (πέρα από το να αμυνθεί σωστά με τον Μιλιτάο καλύτερο όλων – εξαιρουμένου του Κουρτουά) ήταν να μην υπάρξουν από την αντίπαλό της κλεψίματα της μπάλας στη μεσαία γραμμή που θα προκαλούσαν καταστάσεις αμυντικής ανισορροπίας. Απέναντι στην πίεση των μέσων του Κλοπ ο Κάρλο Αντσελότι (για την καριέρα του οποίου θα γράψω πιο αναλυτικά αύριο) ζήτησε από τον Μόντριτς να κάνει τα δικά του: οι «ψιλοβελονιές» του Κροάτη «μόδιστρου» που έκανε κοπτοραπτική στην πόλη της μόδας, βοήθησαν τη Ρεάλ να αναπνεύσει στο δύσκολο για αυτή πρώτο ημίχρονο. Κι όχι μόνο: αφού σε δυο περιπτώσεις ο Κονατέ κι ο Αρλοντ έκοψαν τον Βινίσιους που είχε βάλει μπροστά το τούρμπο προλαβαίνοντας τον την τελευταία στιγμή, στο 42΄ο Μπενζεμά στην πρώτη του στιγμή άξια αναφοράς έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα αναστατώνοντας την άμυνα της Λίβερπουλ που τον έχασε δυο φορές στην ίδια φάση. Μολονότι το γκολ δεν μέτρησε (για πολύ συζητήσιμους για μένα λόγους μετά την ατελείωτη εξέταση του από το VAR), το συμβάν υπήρξε πιστεύω καθοριστικό: μετά από ένα ημίχρονο στο οποίο η Λίβερπουλ υπήρξε καλύτερη, χάρη σε αυτή τη φάση η βεβαιότητα της Ρεάλ ότι θα τα καταφέρει ανέβηκε κι άλλο. Κι όταν ο υπέροχος Βαλβέρδε βρήκε τον Βινίσιους στο 59΄με κάτι σαν σέντρα σουτ κι αυτός έστειλε τη μπάλα στα δίχτυα, το κοινό της Ρεάλ άρχισε τα προεόρτια. Όταν έχεις δει την ομάδα σου να κάνει του κόσμου τις ανατροπές σε μια σεζόν, πείθοντάς όλη τη γη πως μπορεί να κάνει τα πάντα για να κερδίσει, μισή ώρα καλής άμυνας για ένα θρίαμβο, Κουρτουά παρόντος, είναι απλή υπόθεση. Πόσο μάλλον όταν η προετοιμασία του ματς είχε βασιστεί σε αυτό ακριβώς το σενάριο: αντοχή στο πρέσινγκ, χειρουργικά χτυπήματα στις αντεπιθέσεις και στο τέλος άμυνα στο χώρο αφού η απουσία ενός κλασικού φορ θα έκανε την αντίδραση της Λίβερπουλ δύσκολη. 

Ολο αυτό θα πρεπε να γίνει με την υποστήριξη ενός κοινού που έδειξε στο Παρίσι πόσο σπουδαίο είναι να ξέρεις να αγαπάς χωρίς όρους και προϋποθέσεις κι έτσι έγινε. Είναι εύκολο να υποστηρίζεις μια ομάδα πάμπλουτη που κυριαρχεί παντού και πάντα με Γκαλάκτικος και Κριστιανορονάλντους, αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταλαβαίνεις πως πρέπει να την υποστηρίζεις ακόμα περισσότερο, όταν πολυτέλειες δεν έχει κι όταν βασίζεται σε μια διμοιρία από υπέροχους βετεράνους που αποφάσισαν να βάλουν στο ντουλάπι τα παράσημα και να φορέσουν στολές παραλλαγής στα ποδοσφαιρικά γεράματα για να μπουν στην υπηρεσία της Βασίλισσας. Περισσότερο κι από το γκολ του Βινίσιους και τις επεμβάσεις του Κουρτουά, το εντυπωσιακότερο από ποτέ κοινό της Ρεάλ χειροκρότησε στο πρώτο ημίχρονο στη στιγμή της θύελλας ένα τάκλιν του Ντάνι Καρμπαχάλ που ίσως είναι και ο πιο αντιπροσωπευτικός παίκτης της εφετινής «Βασίλισσας»: προλετάριος, μαχητής, και ψυχάρα – το είδος του παίκτη που δεν θα χωρούσε ποτέ στην ενδεκάδα των κάποτε Γκαλάκτικος.

Η πιο μεγάλη οικογένεια

Η Ρεάλ είχε φέτος στις τάξεις της κάποιους από τους πιο μεγάλους μάγκες που έχει γνωρίσει η ποδοσφαιρική ανθρωπότητα. Στο Παρίσι έδειξε ότι δεν είναι η πιο πλούσια (σε χρήματα ή ταλέντο) ομάδα, αλλά είναι η πιο μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια: από τον Ρονάλντο τον Α’ τον αποκαλούμενο και «φαινόμενο», μέχρι τον Ραούλ, τον Χιέρο, τον Μπουντραγκένιο και το Ράφα Ναδάλ ήταν όλοι εκεί δίπλα της. Κυρίως δίπλα της ήταν ο κόσμος της. Χωρίς γκρίνιες γιατί δεν κάνει μεταγραφές, χωρίς ερωτηματικά για το γιατί δεν παίζουν ο Μπέιλ κι ο Αζάρ, χωρίς ερωτήσεις γιατί έμειναν στην άκρη τα παιδιά της δηλαδή οι Ισκο και οι Ασένσιο. Αλλά έτοιμος να υποστηρίξει μια ομάδα με αρχές, με ιεραρχία, με προσοχή στις λεπτομέρειες: το 14 μεγάλο κύπελλο της ιστορίας (η δεύτερη Μίλαν και η τρίτη Λίβερπουλ έχουν μαζί 13) το σήκωσε στον παριζιάνικο ουρανό ο Μαρσέλο που στις μάχες του Τσάμπιονς λιγκ ήταν εμψυχωτής, αλλά παραμένει αρχηγός κι αυτός και μόνο θα πρεπε να το κάνει. Είπε «είμαστε η Μαδρίτη». Θα μπορούσε να πει «θα σέβεστε». Σεβόμαστε.