Με το Σαλβαδόρ στο αίμα του

Με το Σαλβαδόρ στο αίμα του


Πέντε λεπτά μιλούσε στη Nova ο Σεμπά στο τέλος του ματς του Ολυμπιακού με τον Ηρακλή και περισσότερο κι από αυτά που έλεγε είχε ενδιαφέρον η περίφημη γλώσσα του σώματος. Το κεφάλι του ήταν διαρκώς κατεβασμένο, το χαμόγελο σπάνιο, τα λόγια έβγαιναν βασανιστικά κι ο φόβος του να μην πει κάτι που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί  ήταν τόσο φανερός, που σχεδόν ντρεπόσουν να τον ρωτήσεις οτιδήποτε. Σε μια εποχή που οι ποδοσφαιριστές πρώτα μαθαίνουν να χαμογελάνε στις κάμερες και μετά να σουτάρουν, ετούτος εδώ μοιάζει να έρχεται από ένα παρελθόν, που μετρούσε μόνο τι έκανες στον αγωνιστικό χώρο, που μάνατζερ δεν υπήρχαν, που η εκτίμηση για την αξία των ποδοσφαιριστών πήγαινε από στόμα σε στόμα, που οι δημοσιογράφοι ήταν τυχεροί αν ένα παίκτη μπορούσαν απλά να τον δουν από κοντά κι εκείνος για τη δουλειά τους και τα γραπτά τους αδιαφορούσε. Στο τέλος δεν άντεξα και του είπα πως ποτέ δεν έχει εμφανιστεί πιο ντροπαλός παίκτης στην τηλεόραση. Χαμογέλασε συγκαταβατικά. Μπορεί ακόμα και να χαμογελάει ο Σεμπά: δεν θα το πίστευα ποτέ, όπως δυσκολεύομαι να πιστέψω και το καταπληκτικό πρωτάθλημα που κάνει.  

Σαλβαδόρ Μπαϊα, κρανίου τόπος

Για να καταλάβει κανείς τι άνθρωπος είναι ο Σεμπαστιάο ντε Φρέιτας Κόουτο Τζούνιορ, όπως είναι το πλήρες βραζιλιάνικο όνομα του, πρέπει να έχει περάσει από το Σαλβαδόρ της Μπαϊα, τον τόπο της καταγωγής του. Ζωγραφισμένο θαρρείς στις όχθες του ωκεανού, το Σαλβαδόρ είναι ένα σημαντικό λιμάνι: υπήρξε πρωτεύουσα της Βραζιλίας πριν το Ρίο Ντε Τζανέιρο και φυσικά την Μπραζίλια. Η πόλη πατάει στην άκρη μιας τριγωνικής χερσονήσου που διαχωρίζει το Κόλπων των Αγίων Πάντων από τον Ατλαντικό Ωκεανό και είναι χωρισμένη στα δύο από ένα γκρεμό ύψους περίπου εκατό μέτρων. Υπάρχει η Πάνω (Cidade Alta) και η Κάτω Πόλη (Cidade Baixa) και οι δυο ενώνονταν κάποτε από τον πρώτο δημόσιο βραζιλιάνικο ανελκυστήρα που δημιουργήθηκε το 1873 και μπορούσαν να τον χρησιμοποιήσουν για χρόνια μόνο όσοι είχαν ειδική άδεια. Το Σαλβαδόρ δεν είναι γραφικό, είναι σκληρό. Στο ιστορικό του κέντρο, το Πελουρίνο, που σήμερα θεωρείται Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO, υπήρχε το μεγαλύτερο σκλαβοπάζαρο της Λατινικής Αμερικής. Το Σαλβαδόρ ήταν το αγαπημένο λιμάνι των δουλέμπορων και για αυτό Ολλανδοί και Πορτογάλοι για χρόνια σκοτώθηκαν για την διοίκησή του: ήταν η Μέκκα της ανθρώπινης δυστυχίας, τόπος μαρτυρίου. Ακόμα και σήμερα τα σημάδια της αφρικανικής καταγωγής φαίνονται στην κουλτούρα της πόλης – στη μουσική της, στα χρώματά της, στις καρδιές των ανθρώπων που ξέρουν πως οι προγονοί τους έφτασαν εδώ αλυσοδεμένοι σαν σκυλιά. Δεν υπάρχει σάμπα και χορός και τρέλα στο Σαλβαδόρ: τα ταμπούρλα που μερόνυχτα χτυπάνε στο Πελουρίνο θυμίζουν πως η ζωή είναι σκληρή και πως κανένας δεν σου χαρίζει τίποτα. Κι αυτό το Σαλβαδόρ ο Σεμπά μοιάζει να το κουβαλάει στο αίμα του.

Πίσω και από τον Πουλίδο

Όταν ήρθε στον Ολυμπιακό ο Σεμπά δεν αποκτήθηκε για να παίζει βασικός. Οι εξτρέμ του Μάρκο Σίλβα, που τον έφερε, έπρεπε να είναι ο Πάρντο και ο Τζίμι Ντουρμάζ – τύποι που με τη μπάλα μπορούν να δημιουργούν. Στην εσωτερική ιεραρχία του γεμάτου πολυτέλειες περσινού Ολυμπιακού ήταν πίσω και από τον Πουλίδο, που έμοιαζε να γεννήθηκε για να βρει το δρόμο για τα καφέ της Γλυφάδας. Κανείς δεν ενθουσιάστηκε όταν είδε τον Σεμπά, παρά τις επισημάνσεις προπονητών και συμπαικτών για τη χρησιμότητα του. Θυμάμαι ότι όταν πέρυσι ο Γιάννης Πετράκης μου χε πει ότι μπορεί να είναι και ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, τον κοίταξα με απορία, τόσο μεγάλη που έσπευσε αμέσως να μου εξηγήσει την εκτίμηση μιλώντας, εκ μέρους των ποδοσφαιριστών του: «τα παιδιά (του ΠΑΣ) μου λέγανε ότι δεν τολμάει να τον πλησιάσει κανένας γιατί με μια κόντρα μπορεί να σε στείλει στο νοσοκομείο. Η φυσική του δύναμη είναι τέτοια που όποιος παίζει πάνω του βγαίνει μελανιασμένος» μου έλεγε. Χωρίς να με πείσει.

Η επιτομή της αξιοπρέπειας

Το ακούμε τόσο συχνά τα τελευταία χρόνια το ότι «υπάρχουν ποδοσφαιριστές την χρησιμότητα των οποίων δεν καταλαβαίνει η εξέδρα», ώστε είχα φτάσει να πιστεύω ότι αυτό αποτελεί ένα είδος ποδοσφαιρικού μύθου. Πίστευα ότι και ο Σεμπά είναι η κλασική περίπτωση του ποδοσφαιριστή που ήρθε στον Ολυμπιακό γιατί ο προπονητής που τον έφερε είχε μια υποχρέωση στο μάνατζέρ του, ότι είναι μια ακόμα περίπτωση ρολίστα που θα πάρει ένα συμβόλαιο έχοντας ως μεγαλύτερο προσόν ότι μπορεί να κάθεται ήσυχος, ότι πρόκειται για κάποιον που κανείς δεν θα θυμάται γιατί τίποτα δεν θα προσφέρει ποτέ – αλλά όλα αυτά τα έλεγα έχοντας ξεχάσει το Σαλβαδόρ και τα μαθήματα ζωής, που η ιστορία της πόλης δίνει στα παιδιά που εκεί μεγαλώνουν με το όνειρο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Ο Σεμπά είναι η επιτομή της αξιοπρέπειας, το απόλυτο παράδειγμα ποδοσφαιριστή που θα κάνει ό,τι μπορεί, η προσωποποίηση της μαχητικότητας – μια ιστορία θέλησης και καθήκοντος. Στο ματς με τον Ηρακλή, όπως και σε όλα φέτος, παίζει σαν να βρίσκεται στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών: πιέζει και καλύπτει, ντριπλάρει και πάει τη μπάλα μπροστά με ένα ποδοσφαιρικό νταηλίκι που έχω χρόνια να δω σε γήπεδο. Στη φάση του τρίτου γκολ αδειάζει πίσω από τη σέντρα τρεις παίκτες και παίζει κάθετα για τον Ιντέγιε με ένα τρόπο που θα έκανε τον Ζιοβάνι να ζηλέψει. Για τον Σεμπά δεν υπάρχουν εύκολα και δύσκολα ματς, υπάρχει μόνο μια ζωή που δεν κάνει δώρα.

Ακόμα δεν τον γουστάρουν

Πολλοί δεν τον γουστάρουν. Πολλοί λένε ακόμα ότι είναι λίγος για τον Ολυμπιακό, ότι η παρουσία του είναι σημάδι έλλειψης ποιότητας, πως το ότι «φτάσαμε στο σημείο να ανησυχούμε αν είναι καλά ο Σεμπά» είναι σημάδι πισωγυρίσματος. Ναι δεν είναι αρτίστας – στο Σαλβαδόρ δεν υπάρχουν τέτοιοι πολλοί και οι λίγοι που υπάρχουν παίζουν μια παράξενη βραζιλιάνικη τζαζ με πολλά τοπικά κρουστά και απλά επαναλαμβάνουν κάποιες φράσεις μουρμουρίζοντας, χωρίς δηλαδή να τραγουδάνε. Σίγουρα ο Σεμπά δεν θα γίνει σύνθημα, δεν θα φτιαχτούν για αυτόν ειδικά βίντεο, δεν θα δακρύσει κανείς όταν φύγει και κανείς δεν θα λέει ότι ήταν τυχερός που τον είδε – ενώ θα έπρεπε, κυρίως γιατί μιλάμε πιθανότατα για ένα από τους τελευταίους πραγματικούς ποδοσφαιριστές σε μια εποχή που οι περισσότεροι από δαύτους είναι κανονικές επιχειρήσεις. Σίγουρα ο Σεμπά δεν θα ξεσηκώσει το Καραϊσκάκη, ακόμα κι αν πετύχει το ωραιότερο γκολ του πρωταθλήματος: οι πιο πολλοί θα απορούν πως τα κατάφερε, παρά θα πανηγυρίσουν. Σίγουρα ο Σεμπά δύσκολα θα ψηφιστεί ως ΜVP από τους δημοσιογράφους: ακόμα κι εχθές που έπαιζε μόνος του τον Κώστα Φορτούνη ψηφίσανε. Αλλά αν ο Ολυμπιακός το κερδίσει το πρωτάθλημα, που εύκολο δεν θα είναι, σε αυτόν θα το χρωστάει φέτος: στην απαράμιλλη προσπάθεια του, στη θέλησή του, στην σταθερότητα του και στην βελτίωσή του. Και θα ήταν εύκολο να πω πως με τρεις Σεμπά ακόμα θα ήταν και σπουδαία ευρωπαϊκή ομάδα ο Ολυμπιακός. Αλλά δεν το λέω. Γιατί στο ποδόσφαιρό του καιρού μας τρία τέτοια θηρία είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις: Σεμπά, δηλαδή μαχητής τεράστιος, πολεμιστής μοναδικός, συμπαίκτης λατρεμένος και ποδοσφαιριστής αληθινός, είναι μόνο ένας.