Η ψύχωση και η άγνοια

Η ψύχωση και η άγνοια


Γυρίζοντας σπίτι μετά το τριήμερο στο Μιλάνο κάθισα και είδα ξανά το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα του Ολυμπιακού με τη Μίλαν για να καταλάβω καλύτερα την διαχείρισή του από τον Πέδρο Μαρτίνς. Έχω λιγότερες απορίες από όσες μετά το τέλος του ματς. Κυρίως κατάλαβα τι έκανε και τι πλήρωσε. Αλλά πριν σας πω τη γνώμη μου θα σας πω δυο πράγματα για την κριτική που δέχτηκε.

Το παιγνίδι και το αποτέλεσμα

Η κριτική στα σπορ (αλλά και στο σινεμά, στο θέατρο ακόμα και στην πολιτική), έχει αξία όταν στέκεται στο δεδομένο. Όποιος την κάνει πρέπει να επικεντρώνεται στην πραγματικότητα κι όχι σε ό,τι θα ήθελε να έχει συμβεί. Για να μείνουμε στα σπορ «το θέλω να κερδίσω» δεν είναι κριτική: είναι ευχή και επιθυμία. Ως εκ τούτου ό,τι σε επιθυμία βασίζεται υπερβαίνει συχνά την ίδια την πραγματικότητα: η επιθυμία από τη φύση της δεν λαμβάνει υπόψην της τα δεδομένα – έχει να κάνει με το φαντασιακό μας υπόβαθρο. Οποιαδήποτε κριτική γίνεται, για να έχει αξία, πρέπει να αφορά το παιγνίδι και μόνο: το αποτέλεσμά του είναι κάτι άλλο. Όμως στα σπορ η επιθυμία για αποτέλεσμα είναι τόσο μεγάλη, που συχνά οδηγεί όποιον κριτικάρει στο να είναι απολύτως βέβαιος ότι έχει τη λύση του οποιουδήποτε προβλήματος – μάλιστα στο κεφάλι του η λύση αυτή είναι και εξαιρετικά απλή. Μόνο που όλο αυτό είναι απλά μια συναισθηματική αντίδραση και μάλιστα καθόλου ψύχραιμη. Είναι συνήθως ψύχωση. Η απλή άγνοια.  

 

Όπως ακριβώς πρέπει

Πάμε στο ματς Μίλαν – Ολυμπιακός γιατί το πράγμα έχει ενδιαφέρον. Η κριτική που έγινε στον Μαρτίνς αφορά τη διαχείριση του παιγνιδιού στο δεύτερο ημίχρονο και τη μη απάντησή του στις αλλαγές που έκανε ο Γκατούζο. Το γιατί ο προπονητής του Ολυμπιακού δεν άλλαξε κάτι μετά τις αλλαγές του προπονητή της Μίλαν μας το απαντάει το ίδιο το ματς: το διάστημα μεταξύ του 55΄και του 70΄, δηλαδή το τέταρτο ανάμεσα στις αλλαγές του Γκατούζο και το γκολ της ισοφάρισης, είναι το καλύτερο ίσως του Ολυμπιακού στο παιγνίδι. Ο Ολυμπιακός ελέγχει τη μπάλα, δεν δέχεται καμία φάση, δεν δέχεται καν την πίεση που δέχτηκε στο τέλος του πρώτου ημιχρόνου. Η Μίλαν αγωνίζεται με ένα χαφ λιγότερο στα αριστερά της, φανερά πονάει και προφανώς η ευχή του Γκατούζο είναι να βρεθεί κάποιος μαγικός τρόπος να πάει η μπάλα μπροστά – κυρίως στα αριστερά της άμυνας του Ολυμπιακού εκεί που υπάρχει ο Σούσο, που είναι ο μόνος ζωντανός της παίκτης στο δεύτερο ημίχρονο. Ο Μαρτίνς δεν αλλάζει κάτι στην μεσαία γραμμή γιατί βλέπει ότι το ματς κυλάει όπως ακριβώς θέλει. Δεν θέλει ν αφήσει τη μπάλα στη Μίλαν, βγάζοντας νωρίς κάποιον από τους Τουρέ, Νάτχο, Γκιγιέρμε για να βάλει τον Καμαρά, δεν θέλει να βγάλει τον Τουρέ γιατί στο δεύτερο ημίχρονο είναι καλύτερος από το πρώτο και θέλει να βάλει τον Ποντένσε αντί του Ναουέλ, γιατί η Μίλαν στη δεξιά της πλευρά έχει πρόβλημα. Όταν κάνει αυτή την αλλαγή, μετά το γκολ της ισοφάρισης, την κάνει γιατί ακόμα πιστεύει πως μπορεί να πάρει το ματς.

Αν έβγαζε ένα χαφ

Η κριτική που γίνεται εκ του αποτελέσματος βασίζεται στο ότι υπάρχει μια συνταγή για να ρθει το επιθυμητό αποτέλεσμα: ακριβώς επειδή όποιος την κάνει δεν στέκεται στο ίδιο το παιγνίδι, νομίζει ότι κάνει παρατηρήσεις ολόσωστες. Αν δεν κερδίζεις κάνεις λάθη, αν κερδίζεις είσαι αλάνθαστος: δεν είναι έτσι. Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα κείμενα που γράφτηκαν εναντίον του Μαρτίνς κι όλες οι απόψεις που διακινήθηκαν, θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί πριν το ματς: δεν αφορούν το παιγνίδι, αλλά την επιθυμία για αποτέλεσμα ή την ίδια την απαξίωση του προπονητή. Αλλωστε ό,τι κι αν έκανε ο προπονητής, από τη στιγμή που το αποτέλεσμα δεν θα ρχόταν, θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρισθεί ως λάθος – και μάλιστα γιγάντιο. Αν έβγαζε ένα χαφ κι έβαζε π.χ τον Καμαρά, θα του χρεωνόταν ότι χάλασε μια μεσαία γραμμή η οποία στο δεύτερο ημίχρονο έκανε κατοχή μπάλας – απόδειξη ότι η Μίλαν δεν κάνει ευκαιρίες. Το πέρασμα ενός αμυντικού χαφ, όπως και το πέρασμα ενός στόπερ ακόμα, θα ήταν ο λόγος της ήττας «γιατί τράβηξε πίσω την ομάδα». Είναι σχεδόν δεδομένο ότι σε αυτή την περίπτωση θα τον κακολογούσαν γιατί δεν έβαλε τον Ποντένσε, ενώ η Μίλαν άφηνε χώρους για μια καλή αντεπίθεση που θα τελείωνε το ματς. Στην πραγματικότητα ο Μαρτίνς, που έχει δει το 4-4-2 του Γκατούζο θέλει μόνο ένα πράγμα: να κρατήσει όσο πιο πολύ μπορεί τη μπάλα ο Ολυμπιακός για να μην φτάσει αυτή στην περιοχή του μεθοδικά. Δεν μπορεί να φανταστεί ότι ο Σισέ θα έχει μια τόσο κακή αντίδραση στη φάση του 71΄, όπου κάνει όχι ένα, αλλά δυο λάθη: ο Σισέ δεν βλέπει ότι οι υπόλοιποι έχουν βγει πιο ψηλά και κρατά μόνος τον Κουτρόνε εντός παιγνιδιού, δηλαδή δεν τον βγάζει οφσάιντ απλά φρενάροντας, ενώ στη συνέχεια πηδά και σε λάθος χρόνο. Το γκολ, ακριβώς επειδή είναι δώρο, δημιουργεί ένα τεράστιο εκνευρισμό: κι αυτός πληρώνεται.

Δεν είναι μπάσκετ το ποδόσφαιρο

Ακούω επίσης ότι ο Μαρτίνς έπρεπε να «κλείσει πίσω» την ομάδα στο τέλος. Συγνώμη, αλλά πώς να το κάνει; Οι αποφάσεις είναι όλες των ποδοσφαιριστών: αυτοί αποφασίζουν αν θα βγουν πιο ψηλά ή αν θα γυρίσουν για να ταμπουρωθούν και να κρατήσουν το σκορ. Οι χαφ του Ολυμπιακού έχουν χώρους και δυνατότητα κατοχής της μπάλας: ως εκ τούτου η ομάδα του Ολυμπιακού ανεβαίνει – όπως θα έκανε κάθε ομάδα.

   

Στην Ελλάδα μας έχει κάνει ένα τεράστιο κακό το μπάσκετ: μπερδεύουμε ολοένα και πιο πολύ τη δυνατότητα παρέμβασης του προπονητή στο ματς. Θυμίζω ότι δεν υπάρχει τάιμ άουτ για να τους πει ο Μαρτίνς «γυρίστε» ή «ταμπουρωθείτε» ή «προσέξτε γιατί οι άλλοι παίζουν με δυο κυνηγούς». Μια ομάδα προσαρμόζεται στο παιγνίδι – ο προπονητής μπορεί ν αλλάξει τρεις παίκτες και να μεταβάλει το σχηματισμό της, αλλά όλα τα υπόλοιπα είναι δουλειά των παικτών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απορίας άξιο πως ο Ολυμπιακός, που παίζει υποδειγματική άμυνα με τη Μπέτις στο Καραϊσκάκη με παίκτη λιγότερο, δεν έχει την ευστροφία να κάνει το ίδιο και στο Σαν Σίρο. Αλλά και σε αυτό υπάρχουν τελικά δυο απαντήσεις: η πρώτη ότι η ομάδα δεν είναι ίδια καθώς παίζουν δέκα διαφορετικοί παίκτες, η δεύτερη ότι η Μίλαν δεν υποχρεώνει τον Ολυμπιακό να αμυνθεί, ενώ η Μπέτις το κανε. Πιθανότατα ο Ολυμπιακός να έπαιζε άμυνα στο τέλος, αν έμενε και στο Σαν Σίρο με δέκα παίκτες, αλλά ποιος μας λέει πως θα γλύτωνε, αν επέτρεπε στους Ιταλούς να μεταφέρουν το παιγνίδι στην περιοχή του; Είναι η επιθυμία για αποτέλεσμα αυτό που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι θα τα κατάφερνε, κι όχι η πραγματικότητα. Η πραγματικότητα λέει ότι όταν μια ομάδα έχει τον Ιγκουαϊν κάνεις ό,τι μπορείς για να μην φτάσει η μπάλα σε αυτόν.

Αποκλειστικά με το αποτέλεσμα

Μένει μια τελευταία απορία: γιατί το τόσο μεγάλο rotation. H λογική λέει ότι μια ομάδα φρεσκαρισμένη, αλλά με πέντε – έξι βασικούς, θα έπαιζε καλύτερα. Η απάντηση είναι ότι όλα έγιναν για να εμφανιστεί κόντρα στην ΑΕΚ απόψε μια ομάδα με αθλητική φρεσκάδα, διότι ο Ολυμπιακός κυνηγάει το πρωτάθλημα. Κάποιος θα πει ότι είναι προτιμότερο ένα ιστορικό αποτέλεσμα στο Σαν Σίρο από ένα αποτέλεσμα στο ΟΑΚΑ, που στο φινάλε μόνο σίγουρο δεν είναι: κι εγώ συμφωνώ. Αλλά ο Ολυμπιακός είναι λαϊκή δημοκρατία κι όταν ο κόσμος του θέλει κυνήγι του τίτλου, όλοι μα όλοι εντός της ομάδας σε αυτό το θέλω προσαρμόζονται. Το πρόβλημα του Μαρτίνς είναι ότι αν απόψε δεν το κάνει το αποτέλεσμα θα μεγαλώσει η κριτική στο πρόσωπό του. Η κριτική η ισοπεδωτική, αυτή που δεν έχει να κάνει με το παιγνίδι...