Η καταπίεση της τελειότητας

Η καταπίεση της τελειότητας


Σε λίγους μήνες ο Ντάνιελ Ντεϊ Λιούις θα κλείσει τα  60 του χρόνια – είναι ο μεγαλύτερος ηθοποιός του καιρού μας, αλλά αυτό μοιάζει να είναι το τελευταίο που τον ενδιαφέρει. Ίσως για αυτό να είναι τόσο καλός: γιατί έχει την ικανότητα να είναι ηθοποιός μόνο όταν πρέπει, μόνο δηλαδή όταν ερμηνεύει. Το επάγγελμα του ηθοποιού οδηγεί συχνά πυκνά σε ψυχαναγκασμούς. Που δεν αγγίζουν τον μόνο που έχει κατακτήσει τρία Οσκαρ Πρώτου Ανδρικού ρόλου.  

Κάθε ταινία του Ιρλανδού δεν είναι μια σπουδαία ταινία, παρόλο που στο μυαλό μας έχουμε το ακριβώς αντίθετο εξαιτίας των ερμηνειών του, που σχεδόν πάντα είναι κοντά στο άριστα. Εχει υπάρξει πρωταγωνιστής και σε ταινίες αδύναμες («The Boxer»), ή πομπώδεις («Θα χυθεί αίμα»), ή μελό («Η μπαλάντα του Τζακ και της Ρόουζ») ή σχεδόν καρτουνίστικες («Νine»). Σε καμία, όμως από τις ταινίες αυτές, δεν σπατάλησε το ταλέντο του: ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις υπηρετεί την Τέχνη της Υποκριτικής και όχι μια υποκριτική τέχνη. Ανέδειξε τους ρόλους του φροντίζοντας αυτοί να είναι διαφορετικοί, ώστε να μην τυποποιηθεί και να μην γίνει ένας ακόμα μανιερίστας, που δανείζει στους σκηνοθέτες την παρουσία του. Κι αυτό ειδικά νομίζω πως είναι το μυστικό της επιτυχίας του.

 

Ρόλοι κατά παραγγελία

Τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία του σινεμά, κι όχι μόνο στο Χόλυγουντ, έχει υπεραπλουστεύσει το θέμα «ηθοποιός». Είτε οι ρόλοι γράφονται για συγκεκριμένους ηθοποιούς (που καταλήγουν να παίζουν διαρκώς τον εαυτό τους, στις ελάχιστες εκδοχές του…), είτε επιλέγονται ηθοποιοί, που δεν ενσαρκώνουν ένα ήρωα, αλλά τον υποδύονται παριστάνοντας την περσόνα του, χωρίς ποτέ να του δώσουν ζωή. Ο καλός Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ π.χ κάνει τα ίδια πράγματα είτε ως Τόνι Σταρκ, είτε ως Σέρλοκ Χόλμς γιατί αυτά του ζητάνε: επιλέγεται για αυτό που ξέρει να υποστηρίζει, χωρίς να απαιτούν από αυτόν τίποτα διαφορετικό – οι ρόλοι είναι γραμμένοι πάνω του, το έργο ίδιο. Από την άλλη, ο Τομ Χάνκς π.χ είναι πάντα ο Τομ Χάνκς όποιον κι αν υποδυθεί: αυτό που βλέπουμε είναι τον Τομ Χάνκς να παριστάνει τον Ρόμπερτ Λάνγκτον, τον Τομ Χάνκς να παριστάνει τον πιλότο Σάλι, τον Τομ Χάνκς να παριστάνει τον διευθυντή της Ουάσιγκτον Ποστ Μπιλ Μπράντλεϊ ή τον δικηγόρο που ελευθερώνει κατασκόπους.

Η μεγάλη εξαίρεση σε αυτές τις ευκολίες είναι κάθε ερμηνεία του Ντάνιελ Ντέι Λιούις, που στις ταινίες που συμμετέχει δίνει στους ρόλους ζωή αληθινή διαφοροποιώντας τους – είναι άλλος ο Λίνκολν του κι άλλος ο Ιρλανδός Τζέρι Κόνλον του, άλλος ο ομορφονιός Γκουίντο Κοντίνι του κι άλλος ο «χασάπης» Μπιλ Κάτινγκ.  Πίσω από τους διαφορετικούς ρόλους του, υπάρχει ως κοινό στοιχείο μόνο η αρτιότητα της ερμηνείας του, η ικανότητά του να σε πείθει πως αυτός που βλέπεις είναι ένας ήρωας πραγματικός – ένας μοναδικός άνθρωπος. Στον οποίο δίνει ζωή και υπόσταση ο ίδιος πάντα Θεός της υποκριτικής.

 

Σκηνοθέτης του εαυτού του

Η ικανότητα του Ντάνιελ Ντέι Λιούις  είναι τόσο μεγάλη, που συχνά η ερμηνεία του υπερβαίνει την ίδια την σημαντικότητα της ταινίας: ο Ιρλανδός είναι ένας σκηνοθέτης του εαυτού του κι αυτός είναι ο λόγος που δουλεύει σπάνια και σχεδόν πάντα με τους ίδιους σκηνοθέτες – είναι συνδημιουργός και όχι διεκπεραιωτής και δουλεύει με όσους σέβονται την αυτονομία του. Ο Σέρινταν, ο Σκορτσέζε, o Πολ Τόμας Αντερσον φυσικά, είναι τυχεροί που τον είχαν ως συνεργάτη, αλλά δεν δούλεψαν μαζί του: αυτός δούλεψε μαζί τους – υπάρχει διαφορά. Αυτή τη διαφορά την κατανοείς καλύτερα και στην τελευταία ταινία που πρωταγωνιστεί, την Αόρατη Κλωστή, που βγήκε στις αίθουσες: η ερμηνεία του Ιρλανδού ηθοποιού στο ρόλο του Λονδρέζου μόδιστρου Ρέινολντς Γούντκοκ είναι ένα πράγμα – η ταινία κάτι άλλο.

Και εδώ ο Ντάνιελ Ντέι Λίουις είναι άψογος σε ένα ρόλο, που ενώ μοιάζει απλός, είναι από τους δυσκολότερους της καριέρας του. Ο Γούντκοκ, που υποδύεται, είναι ένας περίπλοκος χαρακτήρας γεμάτος ψυχαναγκαστικές  υπερβολές, τις οποίες ο ηθοποιός πρέπει να φέρει στο φως ακολουθώντας κανόνες εκφραστικής λιτότητας. Πρέπει να μας δείξει την ευφυία του και την σπανιότητα του, την κατάθλιψη και την αλαζονεία του, το πάθος του και την ζήλεια του, την εξάρτηση του από τη δουλειά του και συγχρόνως την ανάγκη του να ξεφύγει από την πίεση της επιτυχίας του. Πρέπει να μας δείξει τον έρωτά του για μια πολύ νεότερή του γυναίκα – έρωτα τόσο μεγάλο που τον τρομάζει. Ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις αποκωδικοποιεί τα πάντα – τα πιο πολλά με απλά βλέμματα που μιλάνε πολύ. Και σε υποχρεώνει να αναρωτιέσαι αν υπάρχει τίποτα πιο σύνθετο από της καρδιάς τα επεισόδια, πράγμα που είναι εξ αρχής και ο σκοπός του.

Ταινία υπεράνω κριτικής  

Και η ταινία; Η ταινία είναι υπεράνω κριτικής – άλλοι θα την λατρέψουν κι άλλοι θα την ξεχάσουν καλά καλά πριν τελειώσει. Ο Αντερσον ακολουθεί τις ίδιες αφηγηματικές φόρμες με το «Θα χυθεί αίμα», αλλά αυτή τη φορά θέλει να μιλήσει για ένα μεγάλο έρωτα κι αυτό είναι σαφώς πιο δύσκολο: οι έρωτες συγκινούν όταν τους ζεις – σπάνια όταν είναι ιστορίες κάποιων άλλων και μιλάει για αυτές ένας τρίτος. Η ταινία είναι εξαιρετικά φιλόδοξη καθώς θέλει να μιλήσει για την δυσκολία μιας ανεξήγητης (στα μάτια των τρίτων) εξάρτησης, αλλά και για την τρέλα που οδηγεί τον ερωτευμένο να θεωρεί τον σύντροφό του κτήμα του. Μόνο που αντίθετα με τον Ντάνιελ Ντέι Λίουις, που σχηματοποιεί τα βαθιά συναισθήματα του πρωταγωνιστή, ο Αντερσον περιορίζεται στο να σε βάλει στη διαδικασία να ψάξεις εσύ τα γιατί της ιστορίας – χρησιμοποιώντας ίσως τις δικές σου εμμονές, τα δικά σου πιστεύω, τις δικές σου ερωτικές αρρώστιες. Αν τις έχεις περάσει, θα δεις κάτι από τον εαυτό σου και τους φόβους σου και μπορεί να γελάσεις ή να διαπιστώσεις πόσο ακατανόητος έμοιαζες κι εσύ στους άλλους. Αν, όμως, είχες την τύχη να μην περάσεις ποτέ κάτι τόσο αλλόκοτο, το μόνο που θα σου μείνει για μια ακόμα φορά είναι η θεαματική ερμηνεία του μεγαλύτερου ηθοποιού του καιρού μας σε ένα ρόλο, μάλιστα, που δεν επιτρέπει εύκολες ταυτίσεις. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί της ταινίας απλά ακολουθούν το κρεσέντο του.

Είδε κάτι αυτοβιογραφικό

Ο Ντάνιελ Ντέι Λίους ανακοίνωσε ότι αυτή θα είναι η τελευταία του ταινία: πιθανότατα είδε στον βασανιστικό περφεξιονισμό του μόδιστρου πρωταγωνιστή που υποδύεται, κάτι από το δικό του περφεξιονισμό – ίσως και την δική του απαραίτητη καταπίεση ώστε να φτάσει κάθε φορά σε ένα αψεγάδιαστο αποτέλεσμα. Πιστεύω πως η «Αόρατη Κλωστή» του έδωσε τη δυνατότητα να κάνει μια ταινία αυτοβιογραφική – είναι κι αυτός κυρίως ένας παθιασμένος με την Τέχνη του. Θα σταθεί συνεπής στο αντίο του; Κανείς δεν το ξέρει, όμως μιλάμε για κάποιον που εγκατέλειψε το θέατρο σε χρόνο ρεκόρ, που παράτησε το σινεμά για να γίνει τσαγκάρης στην Φλωρεντία, που ζει σήμερα σε ένα χωριουδάκι στην Ιρλανδία, αναζητώντας αυτό που είναι πέρα από την επιτυχία, δηλαδή την γαλήνη. Η ίδια η ζωή του θα μπορούσε να γίνει κάποτε μια ενδιαφέρουσα ταινία,  αλλά θα ήταν αδύνατο να βρεθεί ένας ηθοποιός με τα δικά του προσόντα για τον ρόλο του πρωταγωνιστή….