Η κατάντια μας...

Η κατάντια μας...


Η ιστορία είναι πρόσφατη. Ο Σταύρος Θεοδωράκης μπήκε σε ιδιωτικό νοσοκομείο για να χειρουργηθεί. Ο επικεφαλής του Ποταμιού βρέθηκε στο συγκεκριμένο ιδιωτικό νοσοκομείο, κατόπιν εντολής των γιατρών του γιατί η αφαίρεση καρκινικού όγκου μπορούσε να γίνει μόνο σε αυτό καθώς διαθέτει το απαραίτητο ρομποτικό μηχάνημα. Η κυρία Ραχήλ Μακρή, εκλεγμένη κάποτε αρχικά με τους ΑΝΕΛ και στη συνέχεια με τον ΣΥΡΙΖΑ, χαρακτήρισε τον καρκινοπαθή πρώην δημοσιογράφο και σήμερα πολιτικό ένα  «νεοφιλελέ ποταμάκια» που «δεν πηγαίνει στα νοσοκομεία μαζί με το πόπολο γιατί δεν μπορεί μαζί με τους φτωχούς». Η ανάρτησή της στο twitter προκάλεσε οργισμένα σχόλια: της επιτέθηκαν ακόμα και πρώην συνοδοιπόροι της από το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησης, με τους οποίους πάντως δεν έχει καιρό τώρα τις καλύτερες σχέσεις. Προφανώς το σχόλιο της είναι μια κουταμάρα – μια από τις τόσες. Θα λεγα, όμως, ότι κακώς εστιάζουμε σε μια χολερική κι αρρωστημένη ανάρτηση: η ιστορία είναι ενδεικτική για το απόλυτο χάλι της πολιτικής ζωής της χώρας.  

Περίπου ως κατόρθωμα

Η Μακρή έχει υπάρξει εκλεγμένη – και όχι μια φορά. Θυμίζω ότι η τοποθέτησή της στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ είχε γίνει κάποτε απευθείας από τον Αλέξη Τσίπρα, που είχε κακοκαρδίσει και κάμποσα μέλη του κόμματος με την επιλογή του. Ο Τσίπρας εκτίμησε ότι τότε η Μακρή θα φέρει ψήφους και διάφοροι από τους ντελάληδες της σκέψης του είχαν παρουσιάσει την μεταγραφή της από τους ΑΝΕΛ, περίπου ως κατόρθωμα. Τι είχε κάνει η Μακρή για να φτάσει στο Κοινοβούλιο; Τίποτα διαφορετικό από αυτό που έκανε και τώρα. Προκλητικές αναρτήσεις, επιθετικές δηλώσεις, τηλεοπτικούς και όχι μόνο καυγάδες: αυτά έκανε κι αυτά συνεχίζει να κάνει.

Πως φτάσαμε στις Ραχήλ

Κάποτε ο υποψήφιος βουλευτής έπρεπε να είναι ένας πολίτης που ξεχώριζε. Ο αριστερός υποψήφιος είχε κερδίσει τη θέση του στο ψηφοδέλτιο γιατί είχε να επιδείξει παρουσία και δράση. Είχε περάσει από τα συνδικάτα ή έστω τις φοιτητικές παρατάξεις, ή την αυτοδιοίκηση – ήταν αναγνωρίσιμος, εντός του (όποιου…) κόμματος και συχνά ακτιβιστής. Μπορεί να επαναλάμβανε συνθήματα ή να επικαλούνταν βιβλία που δεν είχε διαβάσει, αλλά πρόσεχε να μην εκθέσει το κόμμα που τον επέλεξε. Στις άλλες παρατάξεις η διαδικασία επιλογής ήταν συχνά πιο απλή, αλλά και πάλι ο υποψήφιος, πόσο μάλλον ο εκλεγμένος, έπρεπε να έχει ένα βιογραφικό αξιόλογο και, αν δεν ήταν ένας κλασσικός αυτοδημιούργητος άνθρωπος της αγοράς, να έχει μια θεωρητική και επιστημονική κατάρτιση που να τον βοηθά να ξεχωρίζει. Καμιά φορά τα κόμματα διάλεγαν και ανθρώπους απλά συμπαθητικούς, από τον χώρο του αθλητισμού π.χ ή των Τεχνών - κι αυτοί πάντως είχαν κάτι το ξεχωριστό: στο λαό (τους) ένα σεβασμό προκαλούσαν, είτε με τα κατορθώματα τους, είτε με το έργο τους.

Αυτό το έργο ήταν το μυστικό μιας πολιτικής καριέρας: συνήθως λειτουργούσε ως απόδειξη ότι έχεις δυνατότητες και μπορείς να προσφέρεις. Δεν λέω ότι όλοι αυτοί που κατά καιρούς, σε εποχές παλιότερες, πολιτεύτηκαν ήταν άριστοι ή σοβαροί ή μεγάλοι πατριώτες. Υπήρξαν και πολλοί άθλιοι που εκμεταλλεύτηκαν τα αξιώματα τους για να πλουτίσουν, και παιδιά του κομματικού σωλήνα που βρέθηκαν στο κοινοβούλιο μόνο και μόνο γιατί το κόμμα τα υιοθέτησε, και πολλοί σοβαροφανείς τσαρλατάνοι, που χάρη σε μια ρητορεία γενικόλογη και ρηχή κατάφεραν να κάνουν καριέρες. Αλλά και οι χειρότεροι απατεώνες είχαν  μέτρο. Κυρίως πρόσεχαν την δημόσια εικόνα τους, καταλάβαιναν ότι η έκθεσή τους μπορεί, αν δεν προσέξουν, να είναι για τους ίδιους, όχι απλά επιζήμια, αλλά καταστροφική. Κι επειδή όλοι είχαν κάτι να υπερασπιστούν, πρόσεχαν. Και μετά ήρθε η κρίση και μαζί τους οι κάθε λογής Ραχήλ με ρομφαίες πύρινες.

Ενας αχταρμάς από αναρτήσεις

Τα τελευταία χρόνια, μετά και την έκρηξη των social media, αυτό που αποκαλούνταν κάποτε δημόσιος πολιτικός λόγος είναι ένας αχταρμάς από εξυπνάδες, κατάρες, επιθέσεις, εμφυλιοπολεμική ψευτορητορική, τσιτάτα της πλάκας που χωράνε σε 140 χαρακτήρες – tweet και διαδικτυακές αναρτήσεις που σκοπό έχουν μόνο να προκαλέσουν ένα κόσμο, που στην απόγνωσή του τσιμπάει και βλέπει σε κάθε νούμερο, που ουρλιάζει, τον εκπρόσωπο του. Οποιος είχε θράσος, οργή, επιθετικότητα, όρεξη να τσακώνεται και διάθεση να καταγγέλλει, μιλώντας συνήθως για πράγματα που δεν έχει ιδέα, κατάφερε να κάνει καριέρα – πρώτα πρώτα σαν ένα είδος σταρ της δημόσιας και της κοινωνικής μας ζωής. Τα επίθετα απέκτησαν πολύ μεγαλύτερο βάρος από τα ουσιαστικά: ο καλός δημοσιογράφος ήταν (είναι…) ο υστερικός δημοσιογράφος. Ο καλός συνδικαλιστής ήταν (είναι…) ο επιθετικός συνδικαλιστής. Ο καλός πολιτικός ήταν (είναι…) αυτός που μιλάει σαν εμάς – ή για την ακρίβεια χειρότερα. Η καριέρα, η επαγγελματική επιτυχία, η κοινωνική προσφορά, το έργο, έπαψαν σιγά σιγά να έχουν σημασία κι αρχίσαμε να επιβραβεύουμε τον φανατικό, τον οργισμένο, τον παθιασμένο, τον φωνακλά, τον αντισυστημικό – σε μερικές περιπτώσεις τον ημίτρελο ή και τον κανονικό τρελό, χωρίς καλά καλά να ξέρουμε ποιος είναι: ρίξτε μια ματιά γύρω σας. Ο εκπρόσωπος του λαού έπρεπε κατά κάποιο τρόπο να αντιπροσωπεύει τα χειρότερα ένστικτα όποιου εκπροσωπεί: κυρίως να ρίχνει λάδι στη φωτιά της οργής και να επιβεβαιώνει συνεχώς ότι είναι ικανός για εξυπνάδες, ουρλιαχτά, μάχες με τον διπλανό του, που ακόμα και καρκινοπαθής, είναι εχθρός.

Δεν φταίνε ούτε οι ημίτρελοι, ούτε διάφοροι πυροβολημένοι για αυτό: όλοι αυτοί πάντα υπήρχαν. Εμείς τους δώσαμε πολιτική υπόσταση – κανείς άλλος. Κι αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι κατάντια. Η κατάντια μας…

Αρκετά με τα νούμερα

Η Μακρή δεν έκανε στην περίπτωση του Θεοδωράκη τίποτα διαφορετικό από αυτό που έκανε πάντα: έψαξε την εξυπνάδα που θα της δώσει προσοχή, έψαξε retweets και likes. Κάποτε για αυτά την κάνανε πολιτική σταρ και της δώσανε έδρα στη Βουλή – τώρα κάνουν ότι δεν την ξέρουν, πάλι καλά. Με την αμετροέπειά της, πάντως, κατάφερε κάτι: να βάλει τους ανθρώπους του χειρουργημένου Σταύρου Θεοδωράκη να εξηγήσουν στον κόσμο γιατί διάλεξε το συγκεκριμένο νοσοκομείο – λες και δεν είναι δικαίωμα του καθενός να δώσει τη μάχη με τον καρκίνο όπου μπορεί. Είναι τραγικό ότι άνθρωποι έφτασαν να κάνουν δημόσια, έστω και εξ αποστάσεως, μια συζήτηση μαζί της, που μόνο δημόσια δεν μπορεί να είναι: ας φανταστούμε τον εαυτό μας να συζητά δημόσια για την ασθένεια της μητέρας μας, του πατέρα μας, του συντρόφου μας. Ας σκεφτούμε το ποια θα ήταν η αντίδρασή μας, αν μας κατηγορούσαν για την όποια επιλογή της δική μας θεραπεία, για να κατανοήσουμε το μέγεθος του κανιβαλισμού.

Μπορούμε να ψηφίζουμε δεξιούς, αριστερούς, κεντρώους, ευρωπαϊστές, αντιευρωπαϊστές, δραχμολάγνους, ακτιβιστές, οραματιστές, πραγματιστές, ό,τι γουστάρουμε. Όχι όμως άλλα νούμερα. Κι όχι άλλα συγχωροχάρτια στον κανιβαλισμό. Αρκετά.