Η αρχιτεκτονική της έμπνευσης

Η αρχιτεκτονική της έμπνευσης


Γύρω στα δέκα χιλιάδες εισιτήρια έκοψε η ταινία του Πάμπλο Λαραΐν  για τον Νερούδα το πρώτο τετραήμερο της προβολής της, αριθμός πολύ μικρός αν τον συγκρίνει κανείς με τα 100 χιλιάδες περίπου που έκοψαν οι Αποχρώσεις του Γκρι. Όχι πως οι δυο ταινίες συγκρίνονται, απλά κοίταξα από περιέργεια να δω πόσους θεατές τράβηξαν, γνωρίζοντας πως κανείς από όσους είδαν τον Γκρι δεν θα δει την ταινία για τον Νερούδα.  Θα χάσει. Όχι γιατί η ταινία του Λαραΐν είναι καλή, αλλά γιατί δεν θα καταφέρει να βρεθεί έστω για λίγο στον θαυμαστό κόσμο του πιο ερωτικού ίσως ποιητή του αιώνα μας. Δεκάδες ταινίες μπορεί να γίνουν για τη ζωή του Νερούδα, γιατί αυτή υπήρξε και πολιτικά αλλά και ερωτικά πολυτάραχη. Κι όλες, καλές ή μέτριες, θα είναι πάντα χρήσιμες, αν σπρώξουν ένα ποσοστό όσων τις δουν στο να διαβάσουν τα ποιήματά του, που κρατάνε ακόμα αναλλοίωτη όλη την καψούρα του για τον έρωτα. Γιατί πέρα από την πολιτική του δράση αυτό ήταν κυρίως ο μεγάλος Χιλιανός: ένας εμπνευσμένος ερωτοπαθής, ένας ηδονιστής που λαχταρούσε κάθε μεγάλο ή εφήμερο πάθος, ένας λάτρης του έρωτα.

Το παιγνίδι της δημιουργίας

Η ταινία του Λαραΐν δεν είναι βιογραφία του Νερούδα - δεν αποτελεί καν μια προσπάθεια μυθιστορηματικής αναπαράσταση μιας ενδιαφέρουσας περιόδου της ζωής του ποιητή, μολονότι βασίζεται σε αυτόν ακριβώς τον καμβά. Ο Λαραΐν αφηγείται την προσπάθεια του Νερούδα πρώτα να κρυφτεί από τις διωκτικές αρχές που τον καταζητούν ως κομμουνιστή στη Χιλή στα τέλη της δεκαετίας του ‘40 και στη συνέχεια να διαφύγει στην Ευρώπη. Στήνει μια ιστορία φανταστική βασισμένη στο κυνηγητό του ποιητή από ένα αστυνομικό, που κάνει σκοπό της ζωής του τη σύλληψή του, όμως όλα αυτά είναι απολύτως προσχηματικά: ο σκοπός του είναι να μας μιλήσει για την έμπνευση του Νερούδα, τη δυσκολία της και την μεγαλοπρέπειά της, τη δύναμή της αλλά και την φθορά της. Αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι ούτε η βιογραφία του ποιητή, ούτε πολύ περισσότερο η αγιογραφία του: παρακολουθούμε απλά μια προσωπογραφία του. Ο Λαραΐν μας δείχνει ένα Νερούδα αλαζόνα, μεγαλομανή, στιγμές στιγμές ψεύτη, ένα Νερούδα που μοιάζει θεατρικός σκηνοθέτης του ίδιου του εαυτού του, κατέχοντας ωστόσο πάντα την Τέχνη του να συγκινεί με τη συγγραφή του τα πλήθη γιατί η εποχή του το επιτρέπει. Κυρίως η ταινία βάζει στο κέντρο της προσοχής το γιατί ο Νερούδα γράφει: το γράψιμο είναι ο μοναδικός του τρόπος να νοιώσει χρήσιμος, γιατί μόνο έτσι μπορεί να ξορκίσει την υποκρισία του. Γράφει κυρίως με τη βεβαιότητα ότι τα ποιήματα του είναι ανώτερα από τον ίδιο: όσο πιο παρακμιακή είναι η ζωή του και όσο πιο πνιγμένη στην υποκρισία η ηθική του, τόσο μεγαλύτερη είναι η έμπνευσή του και η δημιουργία του.

Ολες τις γυναίκες της γης

Γύρισα από το σινεμά και ξαναδιάβασα μετά από κάμποσο καιρό μερικά από τα ερωτικά του: για αυτό και μόνο η ταινία άξιζε τον κόπο. Είναι πραγματικά μαγικά στην απλότητα της έντασής τους τα ερωτικά παραληρήματα του Νερούδα. «Πάρε μου το ψωμί, αν θέλεις/πάρε μου τον αέρα/ αλλά μη μου παίρνεις το γέλιο σου (…) Γέλασε, γέλασε για τη νύχτα/τη μέρα, τη σελήνη/ γέλασε για τους δρόμους όλο στροφές του νησιού/ γέλα για αυτό το αδέξιο αγόρι που σε θέλει» γράφει και νοιώθεις πως είχε στο μυαλό του όλες τις γυναίκες της γης. «Αλλά δεν αγαπώ τα πόδια σου/ παρά γιατί προχώρησαν πάνω στη γη και πάνω στον άνεμο και πάνω στο νερό/ μέχρι που με συνάντησαν» λέει. Δεν υπάρχει τίποτα στο Νερούδα που να μην κουβαλάει την υπερβολή του έρωτα: αυτή η υπερβολή είναι χτισμένη χάρη στην παρατήρηση πιο πολύ και από την εμπειρία. Σε μια στιγμή της ταινίας, η δεύτερη μεγάλη σύντροφός του, η πλούσια ζωγράφος Ντένια από την Αργεντινή, είκοσι χρόνια πιο μεγάλη από τον ίδιο στην πραγματικότητα, τον κατηγορεί ότι θέλει να τον συλλάβουν για να γίνει ήρωας και πως αν αυτό συμβεί η ίδια θα αυτοκτονήσει, γιατί δεν αντέχει τη φυλακή. «Να το κάνεις, αλλά να πέσεις σε ένα ποτάμι και να πνιγείς. Θα έχω υλικό μετά το θάνατό σου για περισσότερα από είκοσι χρόνια» της απαντά. Ολο αυτό θα μπορούσε να είναι ένα ποίημα του.

Ο χαρακτήρας καλύτερος από την ιστορία

Ο Λαραΐν δεν κατορθώνει να ελέγξει το υλικό του: η μυθοπλασία είναι περισσότερη από όση η συγκεκριμένη ιστορία της ζωής του ποιητή αντέχει. Η καταδίωξη στερείται δραματικότητας, αν δεν ξέρεις την πολιτική ιστορία της εποχής πολλά είναι ακατάληπτα, αρκετά στην ταινία είναι κομμάτι αμήχανα ή σχηματικά. Οι πολιτικοί μοιάζουν με καρικατούρες, οι κομμουνιστές είναι κάτι σαν τους πρώτους χριστιανούς που αναζητούν θαύματα, οι ίδιες οι γυναίκες του Νερούδα δεν κάνουν κατανοητό το πάθος του για αυτές: ειδικά η Ντέλια του φέρεται πιο πολύ σαν προστατευτική μαμά, παρά σαν ερωμένη. Όμως την ίδια στιγμή, όταν ο Λαραΐν καταπιάνεται με τον χαρακτήρα του Νερούδα, την ακόρεστη ροπή του προς την ηδονή, την παθιασμένη του εργατικότητα και την θεατρικότητα του, αυτό που προκύπτει είναι όσο εύγλωττο χρειάζεται, ώστε να σε προτρέψει να τον ανακαλύψεις. Ο Λαραΐν ζωγραφίζει ένα χαρακτήρα καλύτερα από όσο διηγείται μια ιστορία, ειδικά όταν δείχνει την ικανότητα του Νερούδα να χτίζει τα ποιήματα του με μια αρχιτεκτονική λέξεων και  φράσεων σπάνια: τα απαγγέλει πριν τα γράψει. «Σ' αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε/σ' αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια/σ' αγαπώ έτσι, γιατί δεν ξέρω άλλον τρόπο» λέει και καταλαβαίνεις ότι ο τύπος τον έρωτα τον έψαχνε πιο πολύ από την επανάσταση – ίσως στο μυαλό του να ήταν κι ακριβώς το ίδιο, δηλαδή μια διαδικασία που μεγάλωνε, σαν μαγικό χάπι, την σπάνια έμπνευσή του.

Ανοίγεις τις πόρτες

Δεν θα δουν πολλοί τον κινηματογραφικό «Νερούδα», γιατί η ερωτική του ποίηση είναι πια μια ξεχασμένη γλώσσα. Αν ο ίδιος έψαχνε την έμπνευση για να μας ανοίξει ένα παράθυρο στον κόσμο του πάθους, σήμερα, εξήντα χρόνια αργότερα, εμείς το πάθος αυτό το φοβόμαστε, μπλεγμένοι σε γρανάζια που το ισοπεδώνουν. Ο δικός μας έρωτας είναι ένα καταναλωτικό παιγνίδι, είναι πιο κοντά στις γελοίες αποχρώσεις του Γκρι, ή στη γιορτή του Βαλεντίνου, παρά στο «γέλιο της», για το οποίο ο Νερούδα έγραφε, παρακαλώντας την να μην σταματήσει να του το χαρίζει, ότι «ανοίγει τις πόρτες όλες της ζωής». Εμείς τις πόρτες τις κοιτάζουμε εξ αποστάσεως, βουβοί και ανίκανοι να πούμε ότι «αν καμπάνες, σείουν τον ουρανό/ κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο/ Μονάχα εσύ κι εγώ/μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου, τον ακούμε». Γιατί δεν τον ακούμε τον ήχο της καρδιάς, πανάθεμά μας…