Φουστανέλα φιλμ

Φουστανέλα φιλμ


Οι εθνικές γιορτές είναι χρήσιμες γιατί χάρη σε αυτές προβάλλονται συνήθως «εθνικοί μύθοι» και οι εθνικοί μύθοι χτίζουν αυτό που λέμε «εθνική συνείδηση». Κάθε χώρα έχει εθνικές γιορτές. Σε όλες αυτές τις γιορτές προβάλλεται ο ηρωισμός των κατοίκων της χώρας που πολέμησαν για να κάνουν τη χώρα μεγάλη και ελεύθερη, σε όλες αυτές τις γιορτές η ιστορία είναι πάντα κομμάτι πετσοκομμένη στα μέτρα της χώρας. Με διασκέδαζαν πάντα οι καυγάδες των ιστορικών για τα γεγονότα της Επανάστασης του ΄21 καθώς και οι συζητήσεις τους για τα βιβλία της ιστορίας, τον τρόπο που γίνεται το μάθημα της ιστορίας σε δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, τις εθνικές μας υπερβολές και άλλα τέτοια. Με διασκέδαζαν γιατί οι ιστορικοί μας, ζώντας συχνά στον θερμοκήπιο του κόσμου τους, δεν καταλαβαίνουν ότι εδώ και καμιά τριαπενταριά χρόνια τουλάχιστον, η εικόνα που έχει ο μέσος έλληνας για την ελληνική επανάσταση δεν έχει διαμορφωθεί ούτε από τα βιβλία της ιστορίας, ούτε από τα διδάγματα των καθηγητών, αλλά σχεδόν αποκλειστικά από τις ταινίες για την ελληνική επανάσταση, κυρίως αυτές που γυρίστηκαν επί δικτατορίας και προβάλλονται κάθε φορά τέτοιες μέρες από την ελληνική τηλεόραση.     

Δεν είναι και λίγες

Δεν είναι λίγες οι ταινίες που έχουν γυριστεί με θέμα το 1821. Η πρώτη είναι η «Μπουμπουλίνα», γυρισμένη το 1959, με την Ειρήνη Παππά στο βασικό ρόλο. Την ίδια χρονιά έχει γυριστεί και «το Ζάλογγο, το Κάστρο της Λευτεριάς». Λίγα χρόνια αργότερα, πριν την δικτατορία, γυρίστηκε και η «Εξοδος του Μεσολογγίου» με πρωταγωνιστή τον Μάνο Κατράκη. Παρότι και οι τρεις τα πήγαν πολύ καλά εισπρακτικά στις αίθουσες, δεν έγιναν τηλεοπτικά σουξέ. Σπανίως παίζεται στην τηλεόραση και η τελευταία ταινία, που γυρίστηκε με θέμα από την Επανάσταση του 1821, δηλαδή «Η δίκη των δικαστών», σε σκηνοθεσία Πάνου Γλυκοφρίδη. Γυρίστηκε το 1974, έχει ως θέμα τη δίκη του Κολοκοτρώνη, τον οποίο υποδύεται ο Κατράκης, έχει πρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο ρόλο του δικαστή Πολυζωίδη, έχει πολλούς γνωστούς ηθοποιούς, αλλά είναι λίγο βαριά και αργή: η τηλεόρασή μας αντί για ταινίες προβληματισμού, προτιμούσε αυτές που έχουν κάτι της το περιπετειώδες. Και κάπως εξελίχτηκαν σε ναυαρχίδες των εθνικών μας μύθων, η «Μαντώ Μαυρογένους» με την Τζένη Καρέζη στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο «Παπαφλέσσας» με τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ απόλυτο σταρ και φυσικά «οι Σουλιώτες», ένα πολεμικό βουκολικό δράμα που ανάλογο ποτέ δεν είδαμε στον κινηματογράφο και ούτε θα δούμε.       

Τζένη του κουτιού

Στις ταινίες αυτές παρακολουθούμε αποσπάσματα της ιστορίας όπως τη διδαχτήκαμε στα σχολεία: μια ιστορία σε συσκευασία ηρωισμού, που πλησιάζει τα κόμικς: σου παρουσιάζουν ό,τι θες να δεις με κάμποση εθνικολαϊκότητα και όλες βασίζονται στο υπέροχο σταριλίκι των πρωταγωνιστών στις οποίες βασίστηκαν. Στη «Μαντώ Μαυρογένους» η Καρέζη εμφανίζεται με μαλλί κομμωτηρίου, παραμένοντας του κουτιού, ατσαλάκωτη και λαμπερή. Οι διάλογοι αναδεικνύουν μια ηρωϊδα που βάζει την πατρίδα πιο ψηλά από την ευτυχία της. Οταν η μάνα της της επισημαίνει ότι πρέπει να παντρευτεί, θυμώνει. «Ξέρεις τι να λες στις προξενήτρες μάνα; Ότι θα παντρευτώ όποιον θα κόψει και θα αραδιάσει στην αυλή μου τα περισσότερα κεφάλια Τούρκων». «Ε είσαι τελείως τρελή!» της απαντάει η μάνα της που θέλει εγγόνια. Σε μια σκηνή ωδή στον επερχόμενο φεμινισμό, η Μαντώ κάνει πρόταση γάμου στον Δημήτρη Υψηλάντη. «Θες να παντρευτούμε;» «Δεν είναι ώρα τώρα» απαντάει ο Πέτρος Φυσούν που υποδύεται τον Πρίγκιπα: η Επανάσταση η Ελληνική, αντίθετα από τις λατινοαμερικάνικες π.χ δεν αφήνει περιθώρια για έρωτες. Το ίδιο συμβαίνει και στον Παπαφλέσσα. Κι αυτός δυο εχθρούς έχει: τους Τούρκους και τον έρωτα της Κατερίνας. 

Χωρίς τη Βουγιούκλω

Πάντα όταν βλέπω τον Παπαφλέσσα περιμένω από κάπου να ξεπεταχτεί η Βουγιουκλάκη και να τον λυγήσει τον ήρωα Παπαμιχαήλ. Η Κάτια Δανδουλάκη, που παίζει την Κατερίνα που ονειρεύεται να γίνει παπαδιά, δεν έχει το ειδικό βάρος της Αλίκης. «Ορίζω τη ζωή μου όπως εσύ» του λέει του Παπαφλέσσα σε μια σκηνή κι αφού αυτός της αρνείται τον έρωτα, που του ζητά, τον κατηγορεί: «Για να ξεχωρίζεις έγινες δεσπότης, εμένα δεν με λογάριασες» του λέει. «Δεν είμαι άγγελος εγώ, βρες ένα άντρα να σε αγαπάει» της απαντάει εκείνος. «Ησουνα ο πρώτος και θα σαι ο στερνός» του ορκίζεται αυτή, πολύ πριν διαβάσουμε διαλόγους ανάλογους στις Πενήντα αποχρώσεις του Γκρι. Λίγο αργότερα, όταν ξανασυναντιούνται, η Επανάσταση συναντά το Βίπερ Νόρα. «Ερχονται ώρες που μου φαίνεσαι ψηλός ως τον ουρανό. Σαν να μην πατάς στη γη» του λέει. «Μήπως θα με πεις και αερικό; Χώμα είμαι και νερό Κατερίνα» απαντάει αυτός, σκληρός όπως πάντα. «Μια νύχτα ολόκληρη μονάχοι, δεν θα το μάθει κανείς. Ελα αυτό σου ζητώ» τον παρακαλάει εκείνη. «Γεια σου Κατερίνα» της λέει ο ήρωας και φεύγει μέσα στη νύχτα. Δεν ξέρω ποιοι έχουν γράψει τους διαλόγους σε αυτά τα αριστουργήματα, αλλά αυτά που ακούγονται είναι πραγματικά απίστευτα. «Είδα ένα όνειρο αυτές τις μέρες. Υπέγραφε λέει ο Θεός ένα ομόλογο. Την ελευθερία της Ελλάδος. Κι ο Θεός δεν παίρνει την υπογραφή του πίσω» λέει ο Κολοκοτρώνης. «Το λιοντάρι και χωρίς δόντια είναι λιοντάρι. Ακόμα και τώρα, αν τολμήσουν, ας έρθουν να μας χτυπήσουν» λέει ο Δράμαλης. Το 1821 οι άνθρωποι μιλούσαν όπως στη Λάμψη του Φώσκολου, απλά η Δανδουλάκη ήταν η Κατερίνα και όχι η Βίρνα Δράκου.    

Μπέσα; Μπέσα για μπέσα

Οι διάλογοι σπάνε κόκκαλα και στους Σουλιώτες. «Ω ρε Τούρκοι! Κοιμηθήκατε καλά;» φωνάζει ένας οπλαρχηγός, ενώ οι Τούρκοι τον κυνηγάνε. «Εσεις έχετε τις γυναίκες σας που σας νοιάζονται. Εμείς βρωμίσαμε ρε, ρέψαμε στην απλυσιά» λέει ο Γιουλέκας στον Καπτάν Κόγκα ζητώντας του ανακωχή. Κακώς μας έχει μείνει η τελευταία σκηνή, όταν ο Λαυρέντης Διανέλος ως Καλόγερος Σαμουήλ (η καλόγερος Τακ;) ανατινάζει το Κούγκι. Η μεγάλη σκηνή στην ταινία είναι η μονομαχία με τα γιαταγάνια ανάμεσα στον Γιουλέκα και στον Καπτάν Κόγκα – μιλάμε για μονομαχία τύπου Γιούλβεριν. Ο Κόγκα του καρφώνει το  γιαταγάνι στο στέρνο, και ο Γιουλέκας γυρίζει γύρω γύρω από τον εαυτό σαν να είναι πρωταγωνιστής στο The Walking Dead. Στη ταινία ιστορική είναι και η φράση «Ντροπή σας ωρέ να σας γελάει ένας Γκιαούρης», αλλά κυρίως αυτό που μένει είναι οι κραυγές «Γιούργιαααα» όταν οι Σουλιώτες κάνουν επίθεση, καθώς και η ερώτηση «Μπέσα;» στην οποία η απάντηση είναι πάντα «Μπέσα για μπέσα». Ο καθένας έχει μια αγαπημένη σκηνή απο τους Σουλιώτες: είμαι σίγουρος.

Εμείς προχωράμε, αυτοί υποχωρούν

Πως αυτά τα κακοφτιαγμένα κατασκευάσματα έγιναν τόσο μεγάλες επιτυχίες κι έχουν φτάσει να θεωρούνται και ταινίες που μας μαθαίνουν την ιστορία, δεν είναι πάντως παράξενο. Ολες είναι φορτωμένες με κάποια γνωστά ιστορικά περιστατικά, σε όλες οι πατριώτες είναι καταπληκτικοί άνθρωποι, σε όλες οι Ελληνες χάνουν πάντα από προδότες. Στη «Μαντώ Μαυρογένους» και στον «Παπαφλέσσα» περνιέται και το υπόγειο μήνυμα ότι οι πολιτικοί είναι καθάρματα και πουλημένοι και μόνο όποιος κρατάει άρματα – ένας καλός συνταγματάρχης π.χ – πολεμάει για την πατρίδα. Αλλά λίγοι από τους πολλούς που κάθε χρόνο τις παρακολουθούν στις επετειακές πλέον προβολές φτάνουν τόσο μακριά: οι πιο πολλοί χαίρονται με αυτή την απλοϊκή αφήγηση της ιστορίας, καμαρώνουν γιατί ο Παπαφλέσσας ήταν παλικάρι σαν τον Παπαμιχαήλ και η Μαντώ μια αριστοκράτισσα σαν την Καρέζη. Κι όταν ο Σαμουήλ ανατινάζει το Κούγκι τρώνε ένα μπακαλιάρο και λένε «καλά τους έκανε»! Τόσα προβλήματα έχουμε, σιγά μην σκοτιστούμε τώρα και για το τι έγινε το 1821. Κερδίσαμε, το βλέπουμε και στα έργα…