Επιστροφή χωρίς επιστροφή

Επιστροφή χωρίς επιστροφή


Γύρισα από το χωριό εδώ και λίγες μέρες και βρήκα μια πόλη ακόμα άδεια – και ευτυχώς γιατί αν ήταν στους κανονικούς της ρυθμούς θα είχα αποτρελαθεί. Μολονότι είμαι από τους ανθρώπους που μπορούν, χωρίς καμία προηγούμενη προετοιμασία, να πάρουν ένα πρωί ένα αεροπλάνο και να βρεθούν, με την κατάλληλη παρέα ή την κατάλληλη αφορμή, στην άλλη άκρη του κόσμου, το καλοκαίρι θέλω να το περνάω στο χωρίο μου – είμαι παραθεριστής, ούτε τουρίστας, ούτε περαστικός. Το χειμώνα «ταξίδι» είναι να πάρω το αεροπλάνο και να φύγω, το καλοκαίρι «ταξίδι» είναι να μπω στο αυτοκίνητο και να πάω στο Βόλο. Το νόημα των λέξεων το καθορίζει συχνά η διάθεση – το καλοκαίρι οι λέξεις είναι συνήθως διαφορετικές.

Αυτό το υπέροχο τίποτα

Θαυμάζω τους ανθρώπους που κάνουν τριήμερα καλοκαιριάτικα, που παίρνουν π.χ ένα πλοίο και πετάγονται στην Ανδρο, που οδηγούν τρεις ώρες για να φτάσουν στην άκρη της Πελοποννήσου και να επιστρέψουν – τα χω κάνει κι εγώ, αλλά σπανίως σε τέτοιες καταστάσεις ξεκουράστηκα. Μεγαλώνοντας έχω καταλάβει πως η καλοκαιρινή απόδραση στο χωριό είναι ο στόχος όλης της προηγούμενης σεζόν: το Πήλιο είναι ο φορτιστής μου και δεν είναι τυχαία ότι παλιά υπήρχαν εκεί σανατόρια. Και τώρα έτσι λειτουργεί. Μην νομίζετε ότι είμαι ο άνθρωπος που χαίρεται να ακούει τα τζιτζίκια ή που ξυπνάει στο πρωϊ για να δει την ανατολή του ήλιου μέσα από τη θάλασσα, ή που κάνει πεζοπορίες, ορειβασίες και ώρες ολόκληρες κανό στη θάλασσα, λαχταρώντας να βρει τον τόπο που αυτά του τα επιτρέπει. Τίποτα απολύτως δεν κάνω και σε αυτό το υπέροχο τίποτα είναι που προσπαθώ το καλοκαίρι να δώσω περιεχόμενο.

Τα ίδια, αλλιώτικα

Είναι θεαματικό ότι το καλοκαίρι ακόμα κι αν κάνεις τα ίδια πράγματα που κάνεις τους προηγούμενους και τους επόμενους μήνες, τα ίδια φαίνονται αλλιώτικα. Πίνω τον καφέ μου στην πλατεία στη Ζαγορά, όπως κάνω και στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, αλλά η διαφορά είναι ότι το καλοκαίρι η πλατεία αισθάνομαι ότι είναι δική μου – σαν το προαύλιο του σχολείου ένα πράγμα. Εχω σε πολλές περιπτώσεις μαζί μου τους ίδιους ακριβώς φίλους και μιλάμε για τους ίδιους ακριβώς φίλους που λείπουν κι όμως οι συζητήσεις είναι λιγότερο πικρές - σχεδόν αθώες. Πίνω το βράδυ τα ίδια ποτά και μολονότι αυτά τελειώνουν γρηγορότερα, η ζάλη τους έχει χαθεί, γιατί οι παρελκόμενες ιστορίες δεν λειώνουν το ίδιο γρήγορα με τα παγάκια που τα συνοδεύουν. Μπορεί όλο αυτό να οφείλεται στο ότι η πλατεία του χωριού γεννάει διαρκώς ιστορίες κι αυτό είναι παράξενο αφού μιλάμε για μια σταλιά τόπο: μετά από δεκαετίες φλυαρίας έπρεπε να τις ξέρουμε απέξω κι όμως πάντα ακούγονται καινούργιες – ή προκύπτουν νέοι άνθρωποι που πρέπει να τις μάθουν και η απαίτηση για μια νέα αφήγηση τις ανανεώνει. Η καλοκαιρινή φλυαρία στο Πήλιο είναι σαν μια σειρά από βουτιές στην ωραιότερη πισίνα του κόσμου – με τη διαφορά πως δεν γνωρίζεις ούτε τη θερμοκρασία του νερού, ούτε τι μπορεί εντός της πισίνας να υπάρχει. Τις πιο πολλές φορές το νερό είναι ιαματικό. Μπορεί, όμως, να έχει και πιράνχας. Ένα βράδυ κάτω από τα πλατάνια της πλατείας του Αη Γιώργη της Ζαγοράς μπορούν να μπουν στην ίδια συζήτηση ο Αγιος Δανιήλ, ο Λακάν, η κεντροαριστερά, ο Φορτούνης, το Αγιο Ορος, η καλοψημένη προβατίνα, ο Μπέλα Ταρ, ο Ζαμπέτας και ταυτόχρονα να ακουστούν και δυο – τρία ανέκδοτα. Και να τελειώσει το επεισόδιο τη στιγμή που η ερώτηση είναι αν το να ψάχνεις ένα βάζο με γλυκό καρύδι είναι λόγος για να κάνεις ψυχανάλυση.   

Βάλε από ένα

Το ωραιότερο πράγμα στο επαναλαμβανόμενο καλοκαίρι (μου) είναι η αίσθηση ότι δεν υπάρχει χρόνος – είναι σαν να έχει πάει κι αυτός διακοπές. Μικρές καθημερινές σκηνές εναλλάσσονται με την ίδια ακριβώς περιοδικότητα, σαν να βρισκόμαστε σε ένα στρατόπεδο νεοσυλλέκτων, όπου το πρόγραμμα (που κατά τα άλλα δεν υπάρχει…) τηρείται ευλαβικά. Ξύπνημα, καφές, προβληματισμοί για το τι και που θα φάμε, «βάλε από ένα τσίπουρο και φέρε ένα και στο δήμαρχο», μπάνιο, διάβασμα ή μεσημεριανό σβήσιμο στην παραλία, φαγητό, «τρομερή μπύρα αυτή η Πλάστιγγα ρε», «το βράδυ τι θα κάνουμε» - τέλος του προγράμματος. Στα κανονικά μου είναι πολυάσχολος, σχεδόν πάντα στο τρέξιμο, φορτωμένος με υποχρεώσεις, γκρινιάρικα ανήσυχος και εμμονικός: με ένα τέτοιο επαναλαμβανόμενο καλοκαιρινό πρόγραμμα, θα πρεπε να καταρρεύσω από την ανία. Κι όμως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο – αναζωογονούμαι σαν τον Κόμη Ντρακούλ που πρέπει για να ξυπνήσει να πατήσει τα χώματα του, πιστεύω πως συμβαίνει στον καθένα που έχει πατρίδα. Γιατί αυτό συμβαίνει; Γιατί σε αυτόν τον εσαεί επαναλαμβανόμενο κύκλο υπάρχουν άνθρωποι που τους προσέχεις και που θες να περνάς καλά μαζί τους. Φέτος θα αρκούσε και μόνο η μπέμπα, που ως θείος γαργαλούσα και πείραζα, για να είναι ολότελα διαφορετικά τα απολύτως ίδια. Ανταλλάσσοντας για την ώρα μόνο κραυγές και νιαφ νιαφ με την ανιψιά συζητήσαμε ήδη για τα πάντα. Πιστεύει ότι ο Χάσι καλό είναι να δοκιμάσει και λίγο 3-5-2: θα είναι χρήσιμο.

 

Δύσκολα ξαναθυμάσαι

Μουρμουράω και μονολογώ σαββατιάτικα γιατί το μυαλό μου έχει μείνει ακόμα κάτω από τα πλατάνια: γύρισα αλλά δεν επέστρεψα. Πιστεύουμε πως ο γιγαντισμός, οι πολλές επιλογές, οι δεκάδες άνθρωποι που συναντάμε, τα ατελείωτα σχέδια είναι η μόνη λύση για να ξεφεύγουμε από το είδος της καταπιεστικής ρουτίνας που μας τρώει κι έτσι στοιβαζόμαστε χειμωνιάτικα στις πόλεις μας για να μοιραστούμε χαρές και θλίψεις: δεν βγαίνει άκρη έτσι. Το τοπίο της πόλης είναι ένα σκηνικό για μοναχικούς ανθρώπους, που απλά συμβαίνει να έχουν κάποιους (πολλούς ή λίγους..) γνωστούς. Το πλήθος των επιλογών καταργείται από την άγνοια τους: στην πόλη για να κάνεις πολλά προϋποθέτει ότι τα γνωρίζεις, αλλά έχεις τόσα πολλά να κάνεις, που δεν προλαβαίνεις για να ενημερωθείς για τίποτα. Ο χρόνος, που το καλοκαίρι είναι ατελείωτος, εδώ γίνεται καταπιεστικός. Η επιστροφή στην πόλη συνοδεύεται πάντα από νέες ανάγκες, ενώ μόλις λίγες μέρες πριν ανάγκες έμοιαζες να μην έχεις. Το δυσκολότερο είναι να ξαναθυμηθείς τον χειμωνιάτικο εαυτό σου: μακάρι να μπορούσες να τον αφήσεις σε μια ντουλάπα και να τον ξαναβρείς, όπως τα πουλόβερ, γυρίζοντας.

Θα πάρει καιρό

Εχω επιστρέψει κι όμως ακόμα νοιώθω ότι λείπω. Θα μου πάρει (θα μας πάρει) λίγος καιρός μέχρι να σταματήσουμε πάλι να είμαστε κανονικοί άνθρωποι, αλλά, που θα πάει, θα τα καταφέρουμε...