Ενα παραμύθι...

Ενα παραμύθι...


Στο μουντιάλ της Ρωσίας είδαμε πολλά, χαρήκαμε και στεναχωρηθήκαμε με αρκετά, αλλά κυρίως κάμποσοι από μας πιστέψαμε σε ένα ωραίο παραμύθι: νοιώσαμε σίγουροι ότι θα δούμε την Αγγλία στον τελικό, δηλαδή ότι θα παρακολουθήσουμε και θα έχουμε να διηγούμαστε κάτι που έχει να συμβεί πάνω από πενήντα χρόνια. Τελικά θα δούμε για πρώτη φορά την Κροατία, αλλά αυτό που οι Κροάτες κατάφεραν είναι απλά κάτι ποδοσφαιρικά σπουδαίο. Οι Αγγλοι θα μας δίνανε τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε ένα υπερθέαμα πανηγυριών, που θα είχε ως αποτέλεσμα μια έκρηξη σε αυτό που λέγεται ευρωπαϊκή pop κουλτούρα: όταν το μεθύσι από τις μπύρες θα τελείωνε, θα γράφονταν τραγούδια, θα γυρίζονταν ταινίες, θα κυκλοφορούσαν βιβλία, θα γινόταν στο Λονδίνο το μουσείο του Παγκοσμίου Κυπέλου του μουντιάλ του 2018 με το γιλέκο του Σάουθγκέιτ βασικό έκθεμα. Θα ήταν στο κέντρο του κόσμου, όχι απλά η Αγγλία, αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο. Θα γύριζε σπίτι. Εκεί που λατρεύεται. Εκεί που ανήκει.  

Παραμύθια με κακό τέλος

Τα παγκόσμια κύπελλα συχνά πυκνά ομορφαίνουν από παραμύθια κι ας έχουν αυτά συνήθως κακό τέλος. Το 1990 οι Ιταλοί αποκαλούσαν το δικό τους μουντιάλ «νύχτες μαγικές», έβλεπαν τον Τοτό Σκιλάτσι να σκοράρει και να γουρλώνει τα μάτια και πίστευαν πως οι μοίρα τους έστειλε ένα Πάολο Ρόσι, φτωχό κι άγνωστό από τη Σικελία, για να παίξει το ρόλο του ήρωα. Το 2006 ζήσαμε το τελευταίο μουντιάλ του μεγάλου Ζινεντίν Ζιντάν, αυτό που θα κέρδιζε μόνος του, σουλουπώνοντας μια Εθνική Γαλλίας που στη φάση των ομίλων έπρεπε να κερδίσει το Τονγκο για να μην αποκλειστεί χωρίς νίκη. Το 2010 ονειρευόμασταν ότι ο Μαραντόνα θα κερδίσει το κύπελλο σαν προπονητής, εξηγώντας στο Λίο Μέσι πως ακριβώς κάτι τέτοιο γίνεται. Το 2014 το μεγάλο παραμύθι ήταν ο θρίαμβος της γηπεδούχου Βραζιλίας, που με τον Νεϊμάρ θα κέρδιζε το τρόπαιο και θα το πανηγύριζε κάνοντας το πιο μεγάλο πάρτι του κόσμου στο Ρίο. Τελικά ο Σκιλάτσι δεν έφτανε γιατί δεν ήταν δυνατόν να χτυπήσει και τα πέντε πέναλτι εκείνο το βράδυ στη Νάπολι, ο Ζιζού τελείωσε την καριέρα του με μια κουτουλιά, ο Μαραντόνα δεν έγινε ποτέ προπονητής, ο Μέσι στη Νότια Αφρική δεν έβαλε ούτε γκολ και τους Βραζιλιάνους τους θυμόμαστε μόνο για τα επτά γκολ που τους έβαλαν οι Γερμανοί. Η πραγματικότητα νίκησε τη μεταφυσική και το ίδιο έγινε και χθες βράδυ με τους Αγγλους. Και είναι ποδοσφαιρικά δίκαιο, αλλά και απερίγραπτα πικρό συγχρόνως.

Πέρισιτς, Μάτζουκιτς και αντίο  

Οι Κροάτες ήταν καλύτεροι και το ξέραμε και πριν ο δεύτερος ημιτελικός αρχίσει. Αλλά είχαν παίξει δυο παρατάσεις, ήταν κουρασμένοι κι όταν ο Τρίπιερ με χτύπημα φάουλ έκανε το 1-0, το «Ιt’s coming home» πρέπει να ακούστηκε σε κάθε γωνιά της ανθρωπότητας. Το κακό είναι ότι το πίστεψε πρώτος ο Σάουθγκέιτ και τα παιδιά του – ξεχνώντας ότι τα πανηγύρια πρέπει να έπονται, σαν τελετουργικό, κι όχι να προηγούνται. Οι Αγγλοι πίστεψαν ότι οι Κροάτες θα μείνουν από ενέργεια και τους άφησαν τη μπάλα κυνηγώντας τον Μόντριτς και τον Ράκιτιτς, που λόγω της παρουσίας του Μπρόζοβιτς έπαιξαν λίγο πιο μπροστά από ό,τι συνήθως. Αλλά στην ενδεκάδα της Κροατίας υπάρχουν δυο ακόμα σεσημασμένοι καταστροφείς ονείρων: ο Πέρισιτς και ο Μάντζουκιτς. Τον Πέρισιτς, μέσα στις χαρές και τα τραγούδια τον ξέχασαν τελείως και τον άφησαν να αλωνίζει σε όλο το δεύτερο ημίχρονο: ό,τι κανει επιθετικά η Κροατία είναι δικό του, κι όχι μόνο το «στα όρια του φάουλ γκολ αλα Ιμπρα», ή το δοκάρι που ακολούθησε. Ο δε Μάντζουκιτς, τη βραδιά που η Γιούβε ανακοίνωσε την απόκτηση του Ρονάλντο, αποφάσισε να θυμίσει στην οικουμένη πως το δικό του σχέδιο δεν είναι τόσο να παίξει με τον Πορτογάλο, όσο να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής. Όταν στην παράταση βρίσκει τη μπάλα στρωμένη μπροστά του δίνει την καθοριστική μαχαιριά – ένας τύπος που χει σκοράρει δυο φορές σε τελικό του Τσάμπιονς λιγκ (τη μια με ψαλίδι!), πως διάβολο να αστοχήσει; Οι Κροάτες παίζουν ποδόσφαιρο δυναμικά, παθιασμένα, οργανωμένα. Τα δικά μας παραμύθια δεν τους ενδιαφέρουν, αλλά είναι τόσο καλύτεροι που δεν μπορείς ούτε να τους καταραστείς. Κι ας χάλασαν σε ένα βράδυ αυτή που θα ήταν η πιο ωραία ποδοσφαιρική ιστορία του κόσμου.

 

Ολες αυτές τις μέρες, που εμείς που περιμέναμε την εγγλέζικη καταιγίδα ποδοσφαιρικής χαράς αγωνιούσαμε για το αν τα Αγγλάκια θα τα καταφέρουν, διαπίστωσα και την  ύπαρξη ενός γιγάντιου ρεύματος αντιπάθειας στην Εθνική Αγγλίας – φυσικά ήξερα ότι υπάρχει, απλά περίμενα ότι αυτή η αγαπησιάρικη ομάδα του Σάουθγκέιτ θα μπορούσε λιγάκι ν αλλάξει και τα αισθήματα όσων τους Αγγλους τους κοροϊδεύουν. Δεν στάθηκε δυνατό, γιατί το μίσος είναι το δυνατότερο συναίσθημα των ανθρώπων.

Γιατί τέτοιο μίσος;

Γιατί όμως κάποιος να μισεί τους Αγγλους; Ειλικρινά δεν το καταλαβαίνω. Οι Αγγλοι δεν ανακάλυψαν απλά το ποδόσφαιρο, αλλά έδειξαν χρόνια αργότερα και πως αυτό μπορεί να γίνει μοχλός προόδου μιας χώρας – και δεν μιλάω μόνο για το οικονομικό σκέλος. Το 1980 ο Βιβ Αντερσον ήταν ο μόνος έγχρωμος που αγωνιζόταν στην Εθνική Αγγλίας – ήταν δεξί μπακ κι έπαιζε στη Νότιγχαμ. Το 1990, δέκα χρόνια αργότερα δηλαδή, ο Τζον Μπάρνς, τραγουδούσε στα βίντεο κλιπ των Νιου Ορντερ και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους σταρ του αγγλικού ποδοσφαίρου. Οι Αγγλοι μας έδειξαν πως ο ρατσισμός αντιμετωπίζεται πανεύκολα, ενώ νίκησαν και το τέρας του χουλιγκανισμού και σήμερα έχουν το θεαματικότερο και ακριβότερο πρωτάθλημα του κόσμου. Μας έδωσαν επίσης όλα αυτά τα χρόνια τη δυνατότητα να χαρούμε ποδοσφαιρικές δυναστείες, όπως η Λίβερπουλ και η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, μας έπεισαν ότι μπορεί να γίνουν τεράστιες εκπλήξεις, όπως το να κερδίσει η Τσέλσι την Μπάγερν στον τελικό του Τσάμπιονς λιγκ στο Μόναχο, μας διασκέδασαν με τις αποτυχίες τους, αλλά μας έδειξαν και γιατί ακόμα κι αυτές μπορεί να γίνουν αφορμή για έμπνευση – γιατί λοιπόν κανείς να τους μισεί; Φέτος, κόντρα στο ρεύμα των καιρών που θέλουν τους σούπερ σταρ να κάνουν τη διαφορά, μας παρουσίασαν μια Εθνική μαχητική, εργατική, σοβαρή, έτοιμη να ξορκίσει κατάρες και να κάνει αποτελέσματα. Κι όμως εμείς που αποθεώσαμε το Ρεχάγκελ (και καλά κάναμε…) μιλάγαμε για το φτωχό της ποδόσφαιρο, περιμέναμε τον αποκλεισμό της σαν τιμωρία, κάποιοι τον χαρήκαμε κιόλας, πανάθεμά μας. Στο συγχυσμένο μυαλό μας η θλίψη τους είναι η χαρά μας, μάλλον γιατί έτσι έχουμε μάθει να χαιρόμαστε.

Αξιζε να πάει η Αγγλία στον τελικό; Με την εμφάνιση που έκανε χθες όχι. Όμως αν το πράγμα ήταν διαφορετικό, αν οι Αγγλοι έπαιζαν μπαλλάρα και τρόμαζαν την ανθρωπότητα πάλι κάποιοι θα προσδοκούσαν τον αποκλεισμό τους – μάλλον στα πέναλτι. Δεν ξέρω από πού διάβολο πηγάζει αυτό το μίσος, αλλά όποιος το νοιώθει πρέπει να προσέξει – θα του κάνει κακό.

Χωρίς γοητεία

Η Κροατία πάει σε ένα τελικό που έχει τη λιγότερη γοητεία από όσους τελικούς παγκοσμίου κυπέλλου θυμάμαι: ας ελπίσουμε να γίνει πρωταγωνίστρια σε ένα μεγάλο ματς – είναι το λιγότερο που έχει να κάνει για να τη θυμόμαστε. Το υπέροχο παραμύθι των Αγγλων δεν θα το ξεχνούσαμε ποτέ, αλλά πιθανότατα δεν μας αξίζει. Ας συνεχίσουμε τη βαρετή ζωή μας χωρίς τη γλυκιά λάμψη του αγγλικού ποδοσφαίρου, που γίνεται αφορμή για τραγούδι, διασκέδαση, χαρά. Η Αγγλία αποκλείστηκε, ο κόσμος σταμάτησε να τραγουδάει. Αυτοί θα επιστρέψουν στην ομίχλη τους. Κι εμείς στη μαυρίλα..