Doctor Strange, τι άλλο θα δουν τα μάτια μας;

Doctor Strange, τι άλλο θα δουν τα μάτια μας;


Πηγαίνοντας να δω το Doctor Strange που φόρεσε τη μπέρτα του και ήρθε στα σινεμά μας με περίμενε μια έκπληξη: η αίθουσα ήταν γεμάτη, όσο ποτέ δεν έχω δει αίθουσα γεμάτη φέτος. Μπορεί και να ήταν τυχαίο, αλλά ήταν ωραίο γιατί μόνο σε μια γεμάτη αίθουσα λειτουργούν καλά οι μαρβελοταινίες: μόνο αν υπάρχει κόσμος πολύς καταλαβαίνεις αν το χιούμορ τους λειτουργεί, αν και πόσο οι ταινίες αρέσουν, σε ποιο κοινό απευθύνονται κτλ. Όταν είχα δει το Captain America: Civil war (που ήταν και πολύ καλύτερο ως ταινία) είμασταν δεν είμασταν τριάντα άτομα – τριάντα βλαμμένοι με τα κόμικς δηλαδή, τι να καταλάβεις;

Διασκεδάζω με τις αντιδράσεις

Περισσότερο και από την κάθε μαρβελοταινία που βγαίνει, διασκεδάζω με τις αντιδράσεις των κριτικών του σινεμά, που είναι αδύνατο να τις αγνοήσουν, αλλά δυσκολεύονται πολύ και να γράψουν κάτι καλό για αυτές. Το Doctor Strange για παράδειγμα είναι αισθητικά ένα κομψοτέχνημα χάρη στα απίστευτα εφέ του και ο σκηνοθέτης Σκοτ Ντέρικσον (που πριν χρόνια μας είχε δώσει το cult αριστούργημα «ο Εξορκισμός της Εμιλι Ρόουζ») ξέρει σίγουρα τη δουλειά του, αλλά την αμηχανία των κριτικών την καταλαβαίνω: το τελικό αποτέλεσμα είναι διασκεδαστικό, αλλά εικαστικά τόσο εξωφρενικό και σεναριακά τόσο απερίγραπτο που αναρωτιέσαι αν είναι σινεμά – σίγουρα δεν είναι το σινεμά που έχουμε συνηθίσει. Νομίζω ότι οι μαρβελοταινίες, οι ταινίες δηλαδή που έχουν πρωταγωνιστές ήρωες που έρχονται από τα κόμικς της Marvel, είναι ώρα ν αρχίσουν να κρίνονται από μαρβελοκριτικούς: οι κριτικοί κινηματογράφου όσο κι αν χαίρονται ή βαριούνται όταν τις βλέπουν, στην πραγματικότητα ασχολούνται με κάτι άλλο. Πιθανότατα οι μαρβελοκριτικοί υπάρχουν ήδη κι αν μας ενδιαφέρει η γνώμη τους και η συμβολή τους δεν έχουμε παρά να τους ψάξουμε και να τους ανακαλύψουμε – οι άλλοι μπορούν να συνεχίσουν να ασχολούνται με το σινεμά που ξέρουν. Στο φινάλε κάπως έτσι δημιουργήθηκαν και οι κριτικοί κινηματογράφου: αρχικά αυτοί που έγραφαν για το σινεμά, προτείνοντας ταινίες, ήταν κριτικοί θεάτρου – η εξέλιξη του μέσου, η ανάγκη να το καταλαβαίνεις και τεχνικά πχ (το σινεμά είναι για μένα 70% τεχνική και μετά όλα τα άλλα), έφτιαξε ένα νέο επάγγελμα. Που πρέπει κι αυτό να μετεξελιχτεί.

Όλα ξεκίνησαν το 2000

Η Marvel ορίζει ως ορόσημο του σύμπαντος των ταινιών της τον Iron Man του 2008. Νομίζω ότι τη ύπαρξη του θησαυρού που έχουν στα χέρια τους πρέπει να τον αντιλήφθηκαν το 2000, με την τεράστια επιτυχία των πρώτων Χ Men: τότε αποδείχτηκε ότι για να κάνει σουξέ στα σινεμά ένα κόμικ δεν χρειάζεται ο πρωταγωνιστής του να είναι μια τεράστια φίρμα, όπως ο Σούπερμαν ή ο Μπάτμαν, αλλά πρέπει απλά η ταινία να κουβαλάει λίγη από την ψυχή της εικονογραφημένης σειράς και πολύ από την θεαματική της παραδοξότητα. Η Μarvel αιφνιδιασμένη από την επιτυχία των X men πήγε στα σίγουρα, αφού ακολούθησαν δυο μέτριες συνέχειες των X men και η αναβίωση του Spider man, που κι αυτός όμως σιγουράκι εισπρακτικό ήταν αφού στις φίρμες συγκαταλέγεται. Για να μην παρεξηγηθώ ξέρω ότι σε αυτές τις ταινίες η Marvel ήταν αρωγός και όχι παραγωγός – το παιγνίδι το παίρνει εξ ολοκλήρου στα χέρια της μετά το 2008 και τον πρώτο Iron man, αλλά σίγουρα για να φτάσει να αναλάβει η ίδια η εταιρία την κινηματογραφική εξιστόρηση των ηρώων της έχει ζυγίσει επιτυχίες και αποτυχίες όσων τους ήρωές της δανείστηκαν. Με τον Iron man η παραγωγός Marvel καθιερώνει πλέον μια συνταγή και κάπως έτσι γεννιούνται οι μαρβελοταινίες. Οι κανόνες της συνταγής είναι απλοί: αυτός που ενσαρκώνει τον χάρτινο ήρωα πρέπει να του δώσει ζωή και να είναι έτοιμος να είναι αυτός για πάντα, η ιστορία δεν χρειάζεται να υπακούει σε καμία απολύτως σύμβαση αφού το κοινό είναι έτοιμο να χαρεί με οτιδήποτε εξωφρενικό, και δεν χρειάζονται ούτε δράματα, ούτε μεγάλες εκπλήξεις, αλλά μόνο σκηνές καταστροφής, που αν γίνεται να αφήνουν το θεατή με ανοιχτό το στόμα ή να βγάζουν γέλιο. Αν κάτι πρέπει να προστεθεί αυτό είναι λίγο τεχνολογία, λίγο ανατολική φιλοσοφία, λίγη εσωστρέφεια – με τους ήρωες δεν χρειάζεται κανείς να ταυτίζεται και οι ίδιοι οι ήρωες δεν χρειάζεται να είναι ίδιοι, αρκεί να είναι καλοί. Κατά τα άλλα χαβαλές να γίνεται και ν αναρωτιέσαι τι άλλο θα δουν τα ματια σου.

 

Χτύπησε πάλι διάνα

Η Μarvel χτύπησε διάνα γιατί το σύμπαν που κατασκεύασε απευθύνεται σε μια τεράστια γκάμα καταναλωτών: υπάρχουν και οι πιτσιρικάδες, που μια χαρά καλοπερνάνε βλέποντας σκηνές που θυμίζουν ηλεκτρονικά παιγνίδια, αλλά υπάρχουν και οι κάπως μεγαλύτεροι που με τα κόμικς της Marvel μεγάλωσαν και κάθε ταινία της είναι για τους ίδιους μια βουτιά στα παιδικά τους χρόνια. Ακόμα κι αν ιστορίες του Doctor Strange πχ δεν είχαν διαβάσει ποτέ (ο ήρωας μόνο φίρμα δεν είναι…) έχουν διαβάσει τόσα παρεμφερή αναγνώσματα που και τούτος καλοδεχούμενος είναι – άλλωστε και τους Guardians of the Galaxy κανείς δεν τους ήξερε και μια χαρά περάσαμε! Εχοντας δουλέψει εξαιρετικά στην αναζήτηση των κατάλληλων ηθοποιών για να δώσουν ζωή στους χάρτινους ήρωες της η Μarvel εμπιστεύτηκε τον Δόκτωρα στον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και πολύ καλά έκανε: η βρετανικότητα του είναι χρήσιμη. Είναι νομίζω η τρίτη καλύτερη επιλογή πρωταγωνιστή για μαρβελοταινία – οι άλλες δυο είναι ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ που με τη ροπή του στην ειρωνεία δίνει κάθε φορά ένα τέλειο Τόνι Σταρκ και ο Μαρκ Ράφαλο που με τη συγκρατημένη του ερμηνεία κρύβει τον Χουλκ σε ένα έξοχο Μπρους Μπάνερ.

Ποιο είναι το κακό; Αν υπάρχει ένα πρόβλημα είναι ότι οι διασκεδαστικές αυτές ιστορίες στερούνται συνήθως εντυπωσιακών κακών: το κακό είναι απλά ένα σπέσιαλ εφέ ακόμα κι επειδή εμφανίζεται και στο τέλος δεν δίνει στην ταινία τίποτα. Οταν εμφανίζεται είσαι μπουκωμένος: έχεις ήδη καταναλώσει ένα πλήθος από εικόνες που συχνά είναι τόσο εντυπωσιακές ώστε δεν περιγράφονται. Στο Doctor Strange ο Μαντς Μίκελσεν πχ μένει χωρίς σοβαρή υπόσταση, πάει χαμένος και είναι κρίμα. Η Marvel μοιάζει να έχει κρατήσει τους καλούς κακούς για τις τηλεοπτικές σειρές – όπου επίσης παίζει δυνατά. Ο Νταρ Ντέιβιλ, η Τζέσικα Τζόουνς και φέτος ο Λουκ Κέιτζ είχαν αντιπάλους της κλάσης τους, που στο επίπεδο των εντυπώσεων συχνά κερδίζουν κιόλας – ο Κιλ Γκρέιβ που ελέγχει το μυαλό πχ ήταν απολαυστικός. Στις μαρβελοταινίες καλά καλά δεν θυμάσαι ποιος ήταν ο κακός – γιατί είναι παντοδύναμος και συγχρόνως καρικατούρα. Ακόμα κι ο Λόκι πχ, που ταλαιπωρεί το Θορ, είναι κατώτερος του αναμενομένου: άσε που μοιάζει με ένα μυξιάρικο που περιμένεις πότε ο «Θεός» θα το αρχίσει στα χαστούκια.

Στο Doctor Strange θα δεις όσα περιμένεις αλλά και πολλά που δεν περιμένεις. Η μαρβελοιστορία του είναι μαρβελοαπερίγραπτη. Αλλά απευθύνεται μόνο σε όποιον με μαρβελοταινίες μαρβελοδιασκεδάζει.