Από εμάς ζητάνε δικαιοσύνη, αλλά...

Από εμάς ζητάνε δικαιοσύνη, αλλά...


Ένα χρόνο πριν ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη με δεκάδες νεκρούς έκανε πολλούς από εμάς να αναρωτιόμαστε που ζούμε. Ενώ οι συγγενείς των θυμάτων έζησαν καταστάσεις οδύνης κηδεύοντας τους νεκρούς τους, που ήταν κατά κανόνα νέα παιδιά, εμείς οι υπόλοιποι βρεθήκαμε στις συμπληγάδες πέτρες: από την μια ανακαλύπταμε καθημερινά λεπτομέρειες φρικτές για τον τρόπο λειτουργίας των τρένων στην Ελλάδα κι από την άλλη μας βασάνιζε η βεβαιότητα πως σύντομα όλα θα ξεχαστούν γιατί έτσι συμβαίνει. Κι έτσι έγινε.

Σήμερα η αναζήτηση ευθυνών μοιάζει να περιορίζεται στα προφανή, το άμεσο αποτέλεσμα του δυστυχήματος ήταν απλά η αναβολή των εκλογών, οι όποιες ευθύνες είναι πάλι πολιτικές δηλαδή ανύπαρκτες. Στήθηκε πάλι το συνηθισμένο γαϊτανάκι των εξεταστικών επιτροπών όπου οι μισοί παίζουν τους εισαγγελείς και οι μισοί τους συνήγορους υπεράσπισης. Το δυστύχημα είχε ελάχιστη επιρροή στο αποτέλεσμα των εκλογών: ο τότε Υπουργός Μεταφορών που παραιτήθηκε και ξανακατέβηκε και ξαναβγήκε γιατί λέγεται Καραμανλής. Κι αν υπήρξε αληθινή αγανάκτηση για το ντροπιαστικό για την ιστορία του ελληνικού ματς Κράτους γεγονός αυτή εκτονώθηκε. Όπως συνέβη και στο Μάτι, όπως συμβαίνει πάντα.  

Μια γιγάντια απόδειξη

Η τραγωδία των Τεμπών δεν ήταν μια κακή στιγμή: ήταν η γιγάντια απόδειξη πως η Ελλάδα είναι μια χώρα που πάει περίπου στον αυτόματο πιλότο, μόνο που κι αυτός είναι προβληματικός. Όλα κινούνται γύρω από υποσχέσεις που κακώς λέμε ότι μας κουράζουν: ζούμε για αυτές.

Η μια πλευρά αυτής της δραματικής ιστορίας είναι η διαπίστωση πως υπάρχει ένα προβληματικό σύστημα διακυβέρνησης – ένα μίξερ στο οποίο συνυπάρχουν προβληματικές επιλογές, ασταμάτητες εξυπηρετήσεις, έλλειψη ελέγχων, απόλυτη αδυναμία να μπουν προτεραιότητες και ιστορίες παραλογισμού που συνεχίζονται χωρίς τέλος.

https://www.skai.gr/sites/default/files/styles/article_16_9/public/tempi-treno_0.jpg?itok=V-6MokjZ

Μετά το φριχτό δυστύχημα μάθαμε πως ένας πρώην κατώτατος υπάλληλος του ΟΣΕ, καταλήγει - ποιος ξέρει πως - στο Υπουργείο Παιδείας κι από εκεί, αφού παρακολουθεί ένα σεμινάριο, επιστρέφει στα 60 του χρόνια πάλι στον ΟΣΕ αυτή τη φορά ως σταθμάρχης: πανηγύρισε μάλιστα για την μετάταξή του με αναρτήσεις στο Facebook–  μιλάμε για κάποιον που βρέθηκε σε μια θέση που δεν θα πρεπε, ως πρωταγωνιστής ενός ακόμα success story του ελληνικού δημοσίου. Ακούσαμε και την φωνή του: όχι στην απολογία του αλλά όταν αποσβολωμένος και σχεδόν μισοκοιμισμένος μιλούσε για «τράκες». Αλλά μάθαμε και πολλά άλλα. Μάθαμε πχ ότι το 2023 στην Ελλάδα του 5G στα τρένα μας δεν υπάρχει ιντερνετική κάλυψη. Ότι το σιδηροδρομικό δίκτυο, παρά τα εκατομμύρια ευρώ που έχουν ξοδευτεί, παραμένει περίπου ανολοκλήρωτο. Ότι μόλις δεκαπέντε μέρες πριν το δυστύχημα, στις 15 Φεβρουαρίου του 2023, η Ευρωπαϊκή Ενωση μας προειδοποιούσε για πολλοστή φορά ότι το σύστημα ασφαλείας, μολονότι έχει αγοραστεί ήδη από το 2014, σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα δεν χρησιμοποιούταν ακόμα όπως έπρεπε. Ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ελέγχου της ασφάλειας της διαδρομής Αθήνας Θεσσαλονίκης για περισσότερα απο 100 χιλιόμετρα. Μάθαμε ότι «το έργο ηλεκτροκίνησης-σηματοδότησης της γραμμής Αθήνα –Θεσσαλονίκη», το σύστημα δηλαδή που επιτρέπει να έχεις εικόνα για το ποια τρένα κινούνται στις ράγες, αποκτήθηκε το 2014, είχε ανακοινωθεί το 2016 ότι θα είναι έτοιμο μέσα στους πρώτους μήνες του 2018 και δεν παραδόθηκε ποτέ γιατί ποτέ δεν ολοκληρώθηκε η διαδικασία της συνολικής ανάθεσής του. Μάθαμε ότι κάποιοι κλέβουν και τα καλώδια στα εργοτάξια με αποτέλεσμα το σύστημα να μένει τυφλό! Και ότι κατά τα άλλα ο ΟΣΕ παραμένει κρατικός, ώστε να υπάρχουν υπάλληλοι του Υπουργείου Παιδείας που στα 60 τους αναλαμβάνουν ρόλο σταθμάρχη, ενώ η Τρενοσέ είναι ιδιωτική, ώστε διάφορα τυφλά τρένα να ταξιδεύουν ταχύτατα, χωρίς να ξέρει κανείς τι θα βρεθεί μπροστά τους.

Και μετά, αργά αλλά σταθερά, προέκυψε η άλλη πλευρά της ιστορίας, δηλαδή η εκτόνωση της αγανάκτησης. Το σταδιακό σβήσιμο οποιασδήποτε οργής. Η επιστροφή στην κανονικότητα, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του συρμού. Οπου κανονικότητα δεν είναι καν η σιωπή. Είναι η γενική μας παραδοχή πως δεν αλλάζει εδώ τίποτα. Η αγανάκτηση έδωσε τη θέση της στην ελπίδα ότι μετά από αυτό το τραγικό που συνέβη, υπάρχει πλέον μεγαλύτερη μέριμνα: πρόκειται για μια ελπίδα που είναι εντελώς δική μας. Σαν αλοιφή που προσφέρει ανακούφιση σε εγκαύματα συνείδησης. Ενα χρόνο μετα το δυστύχημα των Τεμπών δεν είναι ο σταθμάρχης, οι έλεγχοι που δεν έγιναν, τα συστήματα που δεν υπήρχαν, οι υπουργοί που παραιτήθηκαν για να ξαναεκλεγούν. Είναι η Αθηνά απο την Κατερίνη. Η Φραντσέσκα που ήθελε να τραγουδάει. Οι δίδυμες κούκλες Θώμη και Χρύσα και η ξαδέρφη τους Αναστασία που εξαϋλώθηκαν, ο Κώστας που γυρνούσε στο πανεπιστήμο, ο Νίκος και η Μαρία που είχαν πάει εκδρμή: 57 ψυχές που θα πρεπε να μας στοιχειώνουν όλους μας. Αλλά η λήθη λειτουργεί σαν μαγικό σεντόνι, παναθεμά την.

https://assets.voria.gr/cdn/ff/7Ee8hR3RnGn3EAU8A-WAjjhW3QYg4xjDar4GA3zpVto/1678740571/public/2023-03/tempi%20%281200%20x%20960%29.jpg

Η λήθη ως παρηγριά

Θα έπρεπε να είναι η δικαιοσύνη η παρηγοριά μας και όχι οι ψευδαισθήσεις μας. Αλλά η δικαιοσύνη αργεί μάλλον γιατί θέλουμε να αργεί. Στις κατά καιρούς διεκδικήσεις μας δεν υπήρξε ποτέ ως αίτημα η γρήγορη απονομή της, γιατί κατά βάθος την φοβόμαστε. Τι φοβόμαστε; Οτι θα ‘ρθει σκληρή και άτεγκτη να επιβεβαιώσει όλους τους δικούς μας φόβους τεκμηριώνοντας την απόλυτη ανεπάρκεια των όποιων κυβερνώντων, που συμβαίνει να είναι και δικοί μας άνθρωποι. Αν η δικαιοσύνη αργεί είναι γιατί προτιμάμε την λήθη – το χρόνο τον εξόριστο που απλά κάνει το ξυλοπόδαρο της γιαγιάς εξουσίας να τρίζει. Εντάξει δεν μοιράζουμε συγχωροχάρτια. Αλλά δεν θέλουμε και τίποτα πιο πολύ από δημοσιογραφικές αποκαλύψεις που συνήθως πιστοποιούν όσα υποψιαζόμαστε. Από παραιτήσεις Υπουργών που δείχνουν ότι οι δικοί μας είναι καλύτερα παιδιά από τους προηγούμενους. Από διαγγέλματα πρωθυπουργών που αναλαμβάνουν πολιτικές ευθύνες (που είναι πάντα ένας εύσχημος τρόπος για να σου πουν πως όλοι θα γλυτώσουν). Από το να κλείσουμε, σε τελική ανάλυση, τα μάτια για να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε το πρωί με την βεβαιότητα πως όλα ήταν ένα κακό όνειρο. Ετσι το λέμε. Ούτε καν εφιάλτη. Και τις λέξεις ακόμα όταν πονάνε έχουμε μάθει να τις φοβόμαστε.

Εχουμε συντριβή όλοι μας

Με αυτό που είδαμε στα Τέμπη φοβηθήκαμε. Σκεφτήκαμε ότι εύκολα σε αυτό το τρένο θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς ή κάποιος δικός μας άνθρωπος. Αναρωτηθήκαμε πόσοι άραγε σταθμάρχες σαν αυτόν της φρικιαστικής ιστορίας υπάρχουν σε αυτή τη χώρα, δηλαδή πόσοι έχουν θέσεις ευθύνης χωρίς να προκύπτει από κάπου ότι έχουν ικανότητες. Προβληματιστήκαμε για το τι διάβολο κάνουν οι Υπουργοί, οι υπηρεσίες, οι μηχανισμοί ελέγχου, οι δικοί μας υπεύθυνοι. Και σήμερα φοβόμαστε, αλλά βουβά κι αμήχανα. Όπως αμήχανα παρακολουθούμε τους συγγενείς των θυμάτων να ζητάνε δικαιοσύνη. Γιατί την ζητάνε κυρίως από μας που τους την χρωστάμε. Αλλά, στις συμπληγάδες πέτρες ενός Κράτους που βασίζεται στην δική μας ικανότητα να τα αφήνουμε όλα πίσω σαν να μην έγιναν ποτέ, έχουν συντριβεί όλοι μας.